Νέος γερμανικός κινηματογράφος

Νέος Γερμανικός Κινηματογράφος
Περίοδος1962–1982
ΧώραΔυτική Γερμανία
Σημαντικά πρόσωπαΡάινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, Βέρνερ Χέρτζογκ, Φόλκερ Σλέντορφ, Μαργκαρέτε φον Τρότα, Βιμ Βέντερς
Επιρροές

O Νέος Γερμανικός Κινηματογράφος (γερμανικά: Neuer Deutscher Film‎‎) είναι η περίοδος του γερμανικού κινηματογράφου που διήρκεσε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως τη δεκαετία του 1980.[1] Είδε την ανάδυση μιας νέας γενιάς σκηνοθετών. Εργαζόμενοι με χαμηλό προϋπολογισμό και επηρεασμένοι από το Γαλλικό Νέο Κύμα σκηνοθέτες, όπως ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ο Βέρνερ Χέρτζογκ, ο Αλεξάντερ Κλούγκε, ο Χαρούν Φαρόκι, ο Φόλκερ Σλέντορφ, η Χέλμα Ζάντερς-Μπραμς, ο Βέρνερ Σρέτερ, ο Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ, η Μαργκαρέτε φον Τρότα και ο Βιμ Βέντερς έγιναν μεγάλα ονόματα και παρήγαγαν αρκετές «μικρές» κινηματογραφικές ταινίες που τράβηξαν την προσοχή του φιλότεχνου κοινού, και επέτρεψαν στους σκηνοθέτες (ιδιαίτερα στον Βέντερς και τον Σλέντορφ) να δημιουργήσουν καλύτερα χρηματοδοτούμενες παραγωγές που υποστηρίχτηκαν από τα μεγάλα αμερικανικά στούντιο. Ωστόσο, οι περισσότερες από τις ταινίες ήταν εμπορικές αποτυχίες και, από το 1977, το 80% του προϋπολογισμού για μια τυπική γερμανική ταινία εξασφαλιζόταν με μία επιδότηση.[2]

Οι περισσότεροι από τους σκηνοθέτες του Νέου γερμανικού Κινηματογράφου ήταν μέλη του σωματείου Filmverlag der Autoren (Ταινίες Συγγραφέων) που ιδρύθηκε από τους ίδιους το 1971, το οποίο ανέλαβε τη χρηματοδότηση και διανομή των περισσότερων από τις ταινίες τους, και η ιστορία του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου από τη δεκαετία του 1970 και μετά συμβάδιζε σε μεγάλο βαθμό με αυτό.

Οι Απαρχές του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως αντίδραση στην καλλιτεχνική και οικονομική στασιμότητα του γερμανικού κινηματογράφου, μια ομάδα από νέους κινηματογραφιστές εξέδωσε το Μανιφέστο του Ομπερχάουζεν την 28 Φεβρουαρίου 1962. Αυτή η επιστράτευση, που υπογράφηκε μεταξύ άλλων από τους Αλεξάντερ Κλούγκε, Έντγκαρ Ράιτς, Πέτερ Σαμόνι, Χάρο Ζενφτ και Φραντς-Γιόσεφ Σπίκερ, προκλητικά δήλωσε: «Ο παλιός κινηματογράφος είναι νεκρός. Πιστεύουμε στον νέο κινηματογράφο». Και άλλοι νεότεροι σκηνοθέτες συμμάχησαν με την ομάδα του Ομπερχάουζεν, όπως οι Φόλκερ Σλέντορφ, Βέρνερ Χέρτζογκ, Ζαν-Μαρί Στρομπ, Βιμ Βέντερς, Χανς-Γιούργκεν Ζίμπεργμπεργκ και Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, στην απόρριψη της υπάρχουσας γερμανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας και στην αποφασιστικότητά τους να οικοδομήσουν μια νέα βιομηχανία που να βασίζεται στην καλλιτεχνική αριστεία και όχι στις εμπορικές επιταγές.

Παρά την ίδρυση της Επιτροπής του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου (Kuratorium Junger Deutscher Film) το 1965, που συστάθηκε υπό την αιγίδα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών για να υποστηρίξει οικονομικά τις νέες γερμανικές ταινίες, οι σκηνοθέτες του Νέου γερμανικού Κινηματογράφου, που απέρριψαν τη συνεργασία με την υπάρχουσα κινηματογραφική βιομηχανία, συχνά εξαρτώνταν για χρήματα από την τηλεόραση. Οι νέοι κινηματογραφιστές είχαν την ευκαιρία να δοκιμάσουν το σθένος τους σε προγράμματα όπως η αυτοδύναμη δραματική σειρά ντοκιμαντέρ Το Μικρό Τηλεοπτικό Παιχνίδι (Das kleine Fernsehspiel|de) ή την τηλεοπτική σειρά εγκλημάτων Τατορτ. Ωστόσο, οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς ζητούσαν τηλεοπτικές πρεμιέρες των ταινιών που είχαν υποστηρίξει οικονομικά, με τις θεατρικές προβολές να παρουσιάζονται μόνο αργότερα. Κατά συνέπεια, οι ταινίες αυτές είχαν την τάση να είναι ανεπιτυχείς εμπορικά στα μποξ όφις των κινηματογράφων.

Η κατάσταση αυτή άλλαξε μετά το 1974, με την Συμφωνία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης που σύναψαν οι κύριοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ARD και ZDF, και το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο Κινηματογράφου (ένας κυβερνητικός οργανισμός που δημιουργήθηκε το 1968 για να υποστηρίξει τις κινηματογραφικές παραγωγές στη Γερμανία).[3] Αυτή η συμφωνία, η οποία έχει παραταθεί επανειλημμένα μέχρι σήμερα, προβλέπει ότι οι τηλεοπτικές εταιρείες θα διαθέσουν ένα ετήσιο ποσό για να υποστηρίξουν την παραγωγή ταινιών που είναι κατάλληλες εξίσου για θεατρική διανομή και τηλεοπτική παρουσίαση. (Το χρηματικό ποσό που διατέθηκε από τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς έχει διακυμανθει μεταξύ 4,5 και 12,94 εκατ. ανά έτος). Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, οι ταινίες που παράγονται με αυτά τα κεφάλαια μπορούν να προβληθούν στην τηλεόραση μόνο 24 μήνες κατόπιν της θεατρικής τους κυκλοφορίας. Μπορούν να κυκλοφορήσουν σε βίντεο ή DVD όχι προ της παρέλευσης έξι μηνών από την κινηματογραφική τους διανομή. Ως αποτέλεσμα των κονδυλίων που παρείχε η Συμφωνία, οι γερμανικές ταινίες, ιδίως εκείνες του Νέου γερμανικού Κινηματογράφου, απέκτησαν πολύ περισσότερες ευκαιρίες για επιτυχία στο μποξ όφις προτού παιχτούν στην τηλεόραση.[4]

Οι καλλιτεχνικά φιλόδοξες και κοινωνικά κρίσιμες ταινίες του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου προσπάθησαν να ξεχωρίσουν τον εαυτό τους από τα έργα του παρελθόντος, όπως φαίνεται και στα έργα των σκηνοθετών-σεναριογράφων κινηματογραφιστών Κλούγκε και Φασμπίντερ, μολονότι ο Φασμπίντερ με τη χρήση αστεριών της γερμανικής κινηματογραφικής ιστορίας επιδίωκε να συμφιλιώσει τον νέο κινηματογράφο με τον παλαιό. Η νέα γενιά των κινηματογραφιστών αναζήτησε της επιρροές της στον Ιταλικό Νεορεαλισμό, στο γαλλικό Νουβέλ Βαγκ και στο Βρετανικό Νέο Κύμα αλλά συνδύασε αυτά εκλεκτικά με αναφορές στα καθιερωμένη είδη του Χολυγουντιανού κινηματογράφου. Το νέο κίνημα είδε τον γερμανικό κινηματογράφο να ανακτά την διεθνή κρίσιμη σημασία του για πρώτη φορά από το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ταινίες όπως το Abschied von gestern (Το Κορίτσι του Χθες, 1966) του Κλούγκε, το Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού (1972) του Χέρζογκ, το ο Φόβος Τρώει την Ψυχή (1974) του Φασμπίντερ, Ο Γάμος της Μαρία Μπράουν (1979) του Φασμπίντερ και το "Παρίσι, Τέξας" (1984) του Βέντερς, γνώρισαν διεθνή αναγνώριση και απέσπασαν καλές κριτικές. Συχνά το έργο αυτών των δημιουργών αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στο εξωτερικό και όχι στη Γερμανία. Τα έργα των κορυφαίων μυθιστοριογράφων της μεταπολεμικής Γερμανίας Χάινριχ Μπελ και Γκύντερ Γκρας αποτέλεσαν πηγές υλικού για τις κινηματογραφικές μεταφορές: Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ (1975) (των Σλέντορφ και Μαργκαρέτε φον Τρότα) και Το Ταμπούρλο (1979) (του Σλέντορφ) αντίστοιχα, με την τελευταία να είναι η πρώτη γερμανική ταινία που κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.[5] Μολονότι δεν προσέχτηκαν ιδιαίτερα στα πρώτα βήματα του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου, οι γυναίκες σκηνοθέτες ήταν ένα σημαντικό μέρος του, που περιλάμβανε τα έργα των Ντανιέλα Χουιγιέτ, Χέλμα Ζάντερς-Μπραμς, Χέλκε Ζάντερ, και φον Τρότα.

Κατάλογος Νέων Γερμανικών ταινιών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]