Νίκος Νησιώτης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 21 Μαΐου 1924[1] Αθήνα |
Θάνατος | 18 Αυγούστου 1986[1] Αθήνα |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα |
Σπουδές | Ιόνιος Σχολή (1932–1942) Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1942–1947) Πανεπιστήμιο Ζυρίχης (1948–1949) Πανεπιστήμιο της Βασιλείας (1951–1952) Καθολικό Πανεπιστήμιο του Λέβεν (1952–1953) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | θεολόγος[2] φιλόσοφος[2] διδάσκων πανεπιστημίου προπονητής καλαθοσφαίρισης |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο της Γενεύης (1962–1974) Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1965–1982) Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (1956–1974) |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Χρυσός Σταυρός του Τάγματος του Γεωργίου Α΄ (1966) doctor honoris causa from St. Sergius Institute |
Ο Νικόλαος Α. Νησιώτης (Αθήνα, 21 Μαΐου 1924 - Αθήνα, 18 Αυγούστου 1986) ήταν Έλληνας θεολόγος, φιλόσοφος και καθηγητής πανεπιστημίου. Υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία του οικουμενισμού και του ολυμπισμού.[3]
Γεννήθηκε στις 21 Μαΐου 1924 στην Αθήνα. Ο πατέρας του, Άγγελος Νησιώτης ήταν ιερωμένος καταγόμενος από τη Μικρά Ασία. Πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ιόνιο Σχολή από το 1932 μέχρι το 1942 οπότε εισήχθη για σπουδές στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου αποφοίτησε το 1947. Στη συνέχεια πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Ζυρίχη της Ελβετίας από το 1948 μέχρι το 1949 και παρακολούθησε μαθήματα του θεολόγου Εμίλ Μπρούνερ και του ψυχολόγου Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ. Μετά το διάστημα 1949-1951 οπότε πραγματοποίησε τη στρατιωτική του θητεία, επέστρεψε στη Βασιλεία της Ελβετίας για τη συνέχιση των μεταπτυχιακών του σπουδών παρακολουθώντας τους Καρλ Μπαρτ και Καρλ Γιάσπερς. Την περίοδο από το 1952 έως το 1953 μετέβη στο Βέλγιο, στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβαίν απ’ όπου έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα (Licence) φιλοσοφίας.[4]
Επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε ως πανεπιστημιακός βοηθός στο Θεολογικό Σπουδαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1956 αναγορεύθηκε αριστοβάθμιος διδάκτωρ της θεολογίας με τη διατριβή «Υπαρξισμός και χριστιανική πίστη κατά τον S. Kierkegaard και τους συγχρόνους υπαρξιστάς φιλοσόφους Κ. Jaspers, M.Heidegger και J. P. Sartre».[5] Επίσης εξελέγη καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης στο οποίο δίδαξε από το 1962 έως το 1974 και κοσμήτορας της Μεταπτυχιακής Σχολής Οικουμενικών Σπουδών από το 1966 μέχρι το 1974. Από το 1984 μέχρι το 1986 διετέλεσε πρόεδρος της «Διεθνούς Ακαδημίας Θρησκευτικών Επιστημών» στις Βρυξέλλες. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1965 και αναγορεύθηκε έκτακτος καθηγητής και στη συνέχεια τακτικός από το 1968 μέχρι το 1986 στην έδρα της Φιλοσοφίας της Θρησκείας και μετά σε αυτή των Στοιχείων της Ψυχολογίας της Θρησκείας στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Από το 1976 μέχρι το 1977 διετέλεσε κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής[6] και από το 1982 μέχρι το 1986 πρόεδρος του τμήματος Ποιμαντικής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών.[7] Αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1982.[8] Διετέλεσε επισκέπτης καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Νεσατέλ (1965-1966), της Βοστώνης (1962), του Σικάγο, της Πενσυλβάνια, του Μάντσεστερ (1981) και της Καλιφόρνια.[9]
Από το 1956 μέχρι το 1974 εργάστηκε στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και στο Οικουμενικό Ινστιτούτο στην Ελβετία. Στο τελευταίο διήλθε από όλα τα επίπεδα: εκπαιδευτής (1956-1958), υποδιευθυντής (1958-1962), συνδιευθυντής (1962-1965) και τέλος διευθυντής (1965-1974). Επίσης διετέλεσε αναπληρωτής γενικός Γραμματέας του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών από το 1968 μέχρι το 1972. Δύο φορές προτάθηκε για τη θέση του γενικού γραμματέα του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών που όμως αρνήθηκε λόγω των ακαδημαϊκών υποχρεώσεών του στην Ελλάδα. Διετέλεσε ορθόδοξος παρατηρητής στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο εκπροσωπώντας το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και με την ίδια ιδιότητα συμμετείχε στις εργασίες των Πανορθοδόξων Διασκέψεων στη Ρόδο το 1961 και 1964. Από το 1977 μέχρι το 1982 ήταν πρόεδρος του Τμήματος «Πίστης και Τάξης» (Faith and Order) του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.[10]
Μέσα από τον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο ασχολήθηκε με την καλαθοσφαίριση στην οποία διακρίθηκε λαμβάνοντας και τη θέση του εθνικού προπονητή. Διετέλεσε τακτικό μέλος και στη συνέχεια αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων (ΕΟΑ), η οποία σήμερα ονομάζεται Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, από το 1975 μέχρι το 1986, πρόεδρος της Εφορείας της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας (1977-1986) και μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδος στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή. [11][12] Εισήγαγε πρώτος στην Ελλάδα τις νεώτερες τεχνικές στην καλαθοσφαίριση, αναδεικνύοντας την ομάδα του σε πρωταθλήτρια της Ευρώπης.[13]
Είχε αναγορευθεί επίτιμος διδάκτορας του Ορθόδοξου Θεολογικού Ινστιτούτου του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι (1965) και από τα πανεπιστήμια Άμπερντήν της Σκωτίας (1967), Βουκουρεστίου (1977) και Γενεύης (1984). Έλαβε το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Γεωργίου του Α΄ (1966), τον τίτλο του Άρχοντος Νοταρίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, του Ταξιάρχου του Τάγματος των Ορθοδόξων Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και το Αργυρό Μετάλλιο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.[εκκρεμεί παραπομπή] Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα[14] στις 18 Αυγούστου του 1986, όταν το αυτοκίνητό του ανατράπηκε στην εθνική οδό Αθηνών - Κορίνθου.[15]
Ως θεολόγος πρότεινε την «περσοναλιστική» προσέγγιση της ελληνικής πατερικής σκέψης σε διάλογο με το σύγχρονο κόσμο, χριστιανικό και μη. Επικεντρωνόταν στην τριαδολογία και πνευματολογία της Ορθόδοξης θεολογικής παράδοσης ως υπέρβαση στη Ρωμαιοκαθολική θεολογική απολυτοποίηση του Θεού-Πατρός και στον προτεσταντικό υπερτονισμό της θεολογίας του Υιού-Χριστού. Στα πλαίσια του Οικουμενισμού εισηγούνταν ό,τι προϋποθέσεις για τη μεταξύ των Εκκλησιών ενότητα ήταν ο διάλογος και η αυτοκριτική.[16]
Ως προς τη θεολογική του γνωσιολογία ξεκινούσε από την απόρριψη της γνώσης του Θεού ως αντικειμένου, των γνωσιολογικών αρχών της αποδεικτικής νοησιαρχίας. Και οι Ορθόδοξες κατηγορίες της γνώσεως του Θεού κατά τον Νησιώτη είναι η μετάνοια ως αλλαγή τρόπου σκέψεως, η δυναμική πίστη εν ελευθερία και ως έργο αγάπης μέσα στον κόσμο και η ευχαριστία ως δοξολογία.[17]
Ο άξονας της σκέψης πάνω στον οποίο κινήθηκε ήταν από τον υπαρξισμό στον περσοναλισμό. Πρώτος αυτός εισήγαγε στην Ελλάδα τους προβληματισμούς της υπαρξιστικής φιλοσοφίας με επιστημονική θεμελίωση και τεκμηριωμένες κριτικές επιφυλάξεις.[18] Η φιλοσοφική του ιδιαιτερότητα έγκειται στο ό,τι δεν περιορίστηκε στην ανθρωπολογία αλλά επεκτάθηκε και στην κοινωνιολογία, στην ψυχολογία και την επιστημολογία.[19]
Το συγγραφικό του έργο είναι εκτενές και θεματικά πολύπλευρο (θεολογία, φιλοσοφία, ψυχολογία, κοινωνιολογία, ολυμπισμός). Μεταξύ των έργων του: