Οι νευροτοξίνες είναι τοξίνες που είναι βλαβερές ή καταστροφικές για τον νευρικό ιστό (νευροτοξικότητα).[3] Αποτελούν μία εκτεταμένη κατηγορία εξωγενών χημικών νευρολογικών προσβολών[4], που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη λειτουργία αναπτυσσόμενου ή ώριμου νευρικού ιστού.[5] Ο όρος μπορεί επίσης να εφαρμοστεί σε ενδογενείς ουσίες, οι οποίες σε περίπτωση μη φυσιολογικής επαφής μπορεί να αποδειχθούν νευροτοξικές.[4] Η ικανότητα των νευροτοξινών να στοχεύουν συγκεκριμένες συνιστώσες του νευρικού συστήματος είναι σημαντική για τη μελέτη των νευρικών συστημάτων.[6] Τυπικά παραδείγματα νευροτοξινών είναι ο μόλυβδος[7], το μαγγάνιο[8], το γλουταμινικό οξύ[9], το μονοξείδιο του αζώτου (NO)[10], το οινόπνευμα (αλκοόλ), η βοτυλοτοξίνη (το ενεργό συστατικό του Botox)[11], η τετανοσπασμίνη[12] και η τετροδοτοξίνη[6]. Κάποιες από αυτές τις ουσίες, όπως το μονοξείδιο του αζώτου και το γλουταμινικό οξύ, είναι στην πραγματικότητα απαραίτητες για την κανονική λειτουργία του σώματος και έχουν νευροτοξικές επιδράσεις μόνο σε υπερβολικά υψηλές συγκεντρώσεις.
Οι νευροτοξίνες εμποδίζουν τον έλεγχο των νευρώνων στις συγκεντρώσεις ιόντων στην κυτταρική μεμβράνη[6] ή στην επικοινωνία ανάμεσα σε δύο νευρώνες διά της μεταξύ τους συνάψεως[13]. Η τοπική παθολογία της εκθέσεως σε νευροτοξίνη περιλαμβάνει συχνά την τοξικότητα εξαιτίας διεγέρσεως ή την απόπτωση των νευρώνων[14], αλλά μπορεί να περιλαμβάνει και βλάβη των νευρογλοιακών κυττάρων[15]. Μακροσκοπικές κλινικές εκδηλώσεις της εκθέσεως σε νευροτοξίνη περιλαμβάνουν εκτεταμένη βλάβη του ΚΝΣ, όπως διανοητική έκπτωση[5], επίμονες απώλειες μνήμης[16], επιληψία και άνοια[17]. Επίσης, περιλαμβάνονται βλάβες στο περιφερικό νευρικό σύστημα.