Νικηφόρος Διογένης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1070 Κωνσταντινούπολη |
Θάνατος | 1094 (περίπου) |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | στρατιωτικός |
Οικογένεια | |
Γονείς | Ρωμανός Δ΄ Διογένης και Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα |
Αδέλφια | Λέων Διογένης Κωνσταντίνος Διογένης (ετεροθαλής αδελφός από πατέρα) Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας (ετεροθαλής αδελφός από μητέρα) Ανδρόνικος Δούκας (ετεροθαλής αδελφός από μητέρα) Κωνστάντιος Δούκας (ετεροθαλής αδελφός από μητέρα) Άννα Δούκαινα (ετεροθαλής αδελφή από μητέρα) Θεοδώρα Άννα Δούκαινα (ετεροθαλής αδελφή από μητέρα) Ζωή Δούκαινα (ετεροθαλής αδελφή από μητέρα) |
Συγγενείς | Αδριανός Κομνηνός (σύζυγος της αδελφής), Θεοδώρα Κομνηνή (brother's wife) και Άννα Διογένη (ανιψιά) |
Οικογένεια | Δυναστεία Δουκών |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Βυζαντινός Αυτοκράτορας |
Ο Νικηφόρος ο πορφυρογέννητος (π. 1069 - μετά το 1094) από τον Οικο των Διογένηδων ήταν συναυτοκρατορας (1070-1071) μαζί με τον πατέρα του Ρωμανό Δ΄ Αυτοκράτορα των Ρωμαίων (1068-71). Από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό έγινε δούκας Κρήτης και στρατηγός του, αλλά στασίασε εναντίον του και τυφλώθηκε. Απόγονοι της οικογένειας ζουν ακόμα και σήμερα στην Κρήτη όπως και από πολλές άλλες βυζαντινές οικογένειες[1].[2]
Ήταν γιος του Ρωμανού Δ΄ και της Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας.[3] Αδέλφια είχε: από τον πρώτο γάμο του πατέρα του με την Άννα Αλουσιανή τον Κωνσταντίνο και από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του με την Ευδοκία, τον Λέοντα.
Το 1070 ο Νικηφόρος και ο Λέων στέφθηκαν συν-Αυτοκράτορες του πατέρα τους. Το επόμενο έτος οι Δούκες εκτόπισαν τον Ρωμανό Δ΄ και έφεραν στο θρόνο τον γιο της Ευδοκίας από τον πρώτο της γάμο, τον Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (1071-78). Αυτός έστειλε σε μονή τον Νικηφόρο, τον Λέοντα και την Ευδοκία.[4][5] Έπειτα στασίασε ο στρατηγός Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης, που ανέλαβε την εξουσία (1078-81), ώσπου άλλος στασιαστής, ο στρατηγός Αλέξιος Α΄ τον εκτόπισε και πήρε το θρόνο (1081-1118). Ο Κομνηνός πήρε τα δύο αδέλφια στο Παλάτιο και τα μεγάλωσε σαν παιδιά του.[3] Τον Νικηφόρο τον έκανε δούκα της Κρήτης (μάλλον το 1092-94). Πρέπει με τον διορισμό του να απέκτησε σημαντικά κτήματα εκεί.[3][6][7]
Το 1087 απεβίωσε ο Λέων σε μάχη με τους Πετσενέγκους. Ο Νικηφόρος είχε θετικά χαρακτηριστικά: προσωπικότητα και παράστημα·[8] τον Ιούνιο του 1094 άρχισε να συνωμοτεί εναντίον του Αλεξίου Α΄. Η Άννα Κομνηνή εξιστορεί πως "ήταν από τη φύση του ρωμαλέος, με φαρδύ στήθος, ξανθός, υψηλότερος όλων, καυχιόταν πως έμοιζε με τους μυθικούς Γίγαντες".[8] Η στάση περιέλαβε πολλούς έμπιστους και συγγενείς του Αλεξίου Α΄, όπως η Μαρία των Βαγρατιδών (σύζυγος του Μιχαήλ Ζ΄ και Νικηφόρου Γ΄), ο Μιχαήλ Ταρωνίτης σύζυγος της Μαρίας Κομνηνής (αδελφής του Αλεξίου Α΄), ο ίδιος ο αδελφός του Αδριανός Κομνηνός, συγκλητικοί, αξιωματικοί, αριστοκράτες. Η ιστορικός δεν αναφέρει άλλα ονόματα, όχι διότι δεν γνώριζε, αλλά διότι θα ήταν πάρα πολλά.[9]
Ο Νικηφόρος προσπάθησε προσωπικά δύο φορές να δολοφονήσει τον Αλέξιο Α΄. Την πρώτη φορά ήταν μία υπηρέτρια μπροστά από τον Αυτοκράτορα και τη δεύτερη τον σταμάτησε ένας φρουρός. Ο Αλέξιος υποψιάστηκε τον Νικηφόρο και διέταξε τον Αδριανό να ερευνήσει· αυτός όμως ήταν μέλος της συνωμοσίας και είπε ότι δεν βρήκε κάτι. Τότε ο Αλέξιος Α΄ συνέλαβε τον Νικηφόρο, που μετά από βασανιστήρια ομολόγησε όλους.[9] Τυφλώθηκε το 1094·[10] ο Αδριανός δεν ξαναεμφανίζεται στις πηγές και ο Ταρωνίτης σώθηκε με την παρέμβαση της συζύγου του Μαρίας.[9][11][12][13]
Ο Νικηφόρος αποσύρθηκε στα κτήματά του και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του μελετώντας κλασική λογοτεχνία, βάζοντας γραμματείς να του διαβάζουν τα κείμενα.[10] Το 1095 ένας τυχοδιώκτης, ο ψευδο-Διογένης, προσποιήθηκε ότι ήταν ο Νικηφόρος και έπεισε τους αρχηγούς των Κουμάνων Μπονιάκ και Τουγκορκάν να εισβάλλουν στη Ρωμανία. Αυτοί διέσχισαν τον Ίστρο (Δούναβη) και κατέλαβαν το θέμα Παρίστριον, αλλά απωθήθηκαν πίσω από τον Ρωμαϊκό στρατό, που οδηγούσε ο Αλέξιος Α΄.[14][15]