Νικολά Φουκέ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Nicolas Fouquet (Γαλλικά) |
Γέννηση | 23 Φεβρουαρίου 1615 |
Θάνατος | 23 Μαρτίου 1680 |
Χώρα πολιτογράφησης | Γάλλος |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[1] |
Σπουδές | Νομική Σχολή Παρισιού |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | Υπουργός Οικονομικών |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Marie-Madeleine de Castille |
Τέκνα | Louis Fouquet Marie Fouquet |
Γονείς | François IV Fouquet και Marie de Maupeou |
Αδέλφια | Basile Fouquet François Fouquet Gilles Fouquet Louis Fouquet Yves Fouquet |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | d:Q25727098 (1648–1653) Superintendent of Finances (1653–1661) Procureur général au Parlement de Paris (1650–1661) d:Q81639908 (1643–1644) |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Νικολά Φουκέ (γαλλικά: Nicolas Fouquet), μαρκήσιος της Μπελ-Ιλ, υποκόμης του Μελάν και του Βω (23 Φεβρουαρίου 1615 - 23 Μαρτίου 1680) ήταν υπουργός Οικονομικών στη Γαλλία από το 1653 μέχρι το 1661 κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ'. Δημιούργησε μια λαμπρή σταδιοδρομία, και απέκτησε τεράστιο πλούτο, έπεσε όμως σε δυσμένεια και κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημοσίου χρήματος (κακοδιοίκηση των κεφαλαίων του κράτους) και εσχάτη προδοσία (ενέργειες επιβλαβείς για την ευημερία του μονάρχη). Ο βασιλιάς τον φυλάκισε από το 1661 μέχρι το θάνατό του το 1680.
Ο Νικολά Φουκέ γεννήθηκε στο Παρίσι από οικογένεια ευγενών και, μετά από κάποια προκαταρκτική εκπαίδευση σε κολέγιο Ιησουιτών στην ηλικία των 13 ετών, έγινε δεκτός ως δικηγόρος στο Παρλαμέντο του Παρισιού. Ενώ ήταν ακόμα στην εφηβεία του, κατείχε αρκετές σημαντικές θέσεις και το 1636, σε ηλικία 20 ετών, ο πατέρας του του αγόρασε τη θέση του Συμβούλου υποθέσεων, ανώτατη διοικητική θέση επί Παλαιού Καθεστώτος, για 150.000 λίβρες. Το 1640 παντρεύτηκε την πλούσια Λουίζ Φουρσέ, η οποία πέθανε ένα χρόνο αργότερα.
Από το 1642 έως το 1650 ανήλθε σε διάφορα δημόσια αξιώματα, αρχικά στην επαρχία, και ήταν ένας από τους υποστηρικτές του πανίσχυρου πρωθυπουργού Καρδινάλιου Μαζαρέν και της βασιλικής εξουσίας κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της Σφενδόνης (1648-1653). Ευρισκόμενος κοντά στην εξουσία, έρχονταν σε επαφή με τη βασιλική αυλή και το 1650 μπόρεσε να αγοράσει τη σημαντική θέση του Γενικού Επιτρόπου στο Παρλαμέντο του Παρισιού. Κατά την εξορία του Μαζαρ;en, ο Φουκέ παρέμεινε πιστός σε αυτόν, προστατεύοντας την ιδιοκτησία του και ενημερώνοντάς τον για την κατάσταση στη βασιλική αυλή.
Μετά την επιστροφή του Μαζαρέν, ο Φουκέ ως επιβράβευση διορίστηκε Γενικός επιμελητής των Οικονομικών (1653). Για να βοηθήσει τον Μαζαρέν, ο οποίος τον βοηθούσε και τον προωθούσε στην πολιτική του σταδιοδρομία, ο Φουκέ δάνειζε μεγάλα ποσά στο Θησαυροφυλάκειο, έγινε δηλαδή, ουσιαστικά, ο τραπεζίτης του βασιλιά. Μέσα από αυτές τις πολυάριθμες χρηματικές συναλλαγές, τις οποίες διεξήγαγε με τρόπο ανώμαλο (όχι πάντως αντίθετο προς τις συνήθειες της εποχής), [2]ο Φουκέ έγινε πολύ πλούσιος, ο δε μεγάλος πλούτος του είχε αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό από το γάμο του το 1651 με την Μαρία της Καστίλλης, που ανήκε σε μια πλούσια αριστοκρατική οικογένεια της Ισπανίας, από την οποία έλαβε περίπου 160.000 λίβρες από την προίκα του γάμου.
Η περιουσία του Φουκέ ξεπέρασε ακόμα και αυτή του Μαζαρέν, αλλά ο τελευταίος είχε πολύ μεγάλη εμπλοκή σε παρόμοιες συναλλαγές για να παρέμβει και άφησε την ημέρα της αναμέτρησης στον διάδοχό του.
Μετά το θάνατο του Μαζαρέν το 1661, ο Ζαν-Μπατίστ Κολμπέρ επιδιώκοντας να γίνει υπουργός Οικονομικών υποκαταθιστώντας τον Φουκέ, τον υπονόμευσε στον βασιλιά. Ο Κολμπέρ στους ελέγχους του αποκάλυψε ατασθαλίες στους λογιστικούς λογαριασμούς του Φουκέ και κατήγγειλε στον βασιλιά τις χρηματικές συναλλαγές που τον είχαν κάνει πάμπλουτο.
Οι υπερβολικές δαπάνες και οι επιδείξεις του πλούτου του τον εξέθεσαν περισσότερο στον βασιλιά. Ο Φουκέ είχε αγοράσει το λιμάνι στο νησάκι Μπελ-Ιλ-αν-Μερ στον Ατλαντικό και ενίσχυσε τις οχυρώσεις με σκοπό να καταφύγει εκεί σε περίπτωση δυσμένειας. Είχε ξοδέψει τεράστια ποσά για να χτίσει ένα μαγευτικό κάστρο στο κτήμα του Βω-λε-Βικόντ, το οποίο σε έκταση, μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα της διακόσμησης ήταν πρόδρομος του ανακτόρου των Βερσαλλιών. Για την κατασκευή του κάλεσε τρεις καλλιτέχνες που λίγο αργότερα έκτισαν τις Βερσαλλίες: ο αρχιτέκτονας Λουί Λε Βω, ο ζωγράφος Σαρλ Λε Μπρεν και ο σχεδιαστής κήπων Αντρέ Λε Νοτρ. Εδώ συγκέντρωσε τα σπανιότερα χειρόγραφα, έργα ζωγραφικής, κοσμήματα και αντίκες σε αφθονία, και πάνω απ 'όλα ήταν δημοφιλής στους καλλιτέχνες και συγγραφείς. Το τραπέζι του ήταν ανοιχτό σε όλους τους ανθρώπους ποιότητας και πνεύματος. Ο Ζαν ντε Λα Φονταίν, ο Πιέρ Κορνέιγ, ο Μολιέρος και ο Πωλ Σκαρρόν ήταν μερικοί από τους πολλούς καλλιτέχνες που απολάμβαναν την προστασία του.
Το οικόσημο της οικογένειας του Φουκέ ήταν παραδοσιακά ένας σκίουρος και έφερε το σύνθημα Quo non ascendet? (Έως πού δεν θα ανεβείς;). Το σύμβολο βρίσκεται σε πολλά δωμάτια και διακοσμήσεις στο κάστρο του Βω-λε-Βικόντ. Η επιλογή αυτού του ζώου προέρχεται από το όνομα Φουκέ, το οποίο στη διάλεκτο της Ανζέ (στα δυτικά της Γαλλίας) σημαίνει σκίουρος.
Μέχρι τον Αύγουστο του 1661 ο Λουδοβίκος ΙΔ' είχε ήδη αποφασίσει για την καταστροφή του Φουκέ (η αποπομπή του αποφασίστηκε κρυφά στις 4 Μαΐου[3]). Ο Λουδοβίκος ήταν καλεσμένος σε μια γιορτή που έλαβε χώρα στις 17 Αυγούστου 1661, όπου παρουσιάστηκε η έμμετρη κωμωδία-μπαλέτο του Μολιέρου Οι ενοχλητικοί, και η οποία γιορτή ανταγωνίζονταν σε μεγαλοπρέπεια μόνο μία ή δύο άλλες στη γαλλική ιστορία. Το μεγαλείο και η σπατάλη σφράγισαν τη μοίρα του Φουκέ.
Συνελήφθη τον Σεπτέμβριο του 1661 και η δίκη του, που διήρκεσε σχεδόν τρία χρόνια, προκάλεσε το ζωηρό ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Ο Κολμπέρ εξαφάνισε τα έγγραφα που θα αποδείκνυαν την ευθύνη του Μαζαρέν σε πολλές από τις χρηματικές συναλλαγές του Φουκέ. Ο κατηγορούμενος υπεράσπισε τον εαυτό του με ευφυή τρόπο και η κοινή γνώμη τάχθηκε με το μέρος του. Καταδικάστηκε σε εξορία αλλά ο βασιλιάς παρενέβη και τροποποίησε την ποινή σε ισόβια δεσμά,[2]η μοναδική φορά στα γαλλικά χρονικά όπου ο βασιλιάς παρενέβη για επιβολή βαρύτερης ποινής.
Τον Δεκέμβριο του 1664, ο Φουκέ μεταφέρθηκε στο φρούριο-κάστρο του Πινιερόλ. Η σύζυγός του δεν είχε το δικαίωμα να του γράψει μέχρι το 1672, της επιτράπηκε να τον επισκεφθεί μόνο μία φορά, το 1679. Ο πρώην υπουργός υπέφερε τη φυλάκισή του με σθένος και έγραψε αρκετές μεταφράσεις και άλλα έργα στη φυλακή.
Σύμφωνα με επίσημα αρχεία, ο Φουκέ πέθανε στο Πινιερόλ στο Πεδεμόντιο στις 23 Μαρτίου 1680. Ένα χρόνο μετά το θάνατό του, τα κατάλοιπα του μεταφέρθηκαν από το Πινιερόλ στην οικογενειακή κρύπτη στην εκκλησία Σαιντ-Μαρί-ντεζ-Ανζ στο Παρίσι.[4]