Νικολάες Μάες | |
---|---|
Γέννηση | Ιανουάριος 1634[1][2][3] Ντόρντρεχτ[3] |
Θάνατος | Δεκέμβριος 1693[4][5][6] Άμστερνταμ[3][7] |
Τόπος ταφής | Oude Kerk[8][7] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ολλανδική Δημοκρατία[3] |
Ιδιότητα | ζωγράφος[3][9] |
Συγγενείς | Justus de Gelder (θετός υιός)[7] |
Είδος τέχνης | ρωπογραφία και προσωπογραφία |
Σημαντικά έργα | Portrait of Jacob Trip[10], Portrait of Cornelis ten Hove και Portrait of Catharina Dierquens |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Νικολάες Μάες (Nicolaes Maes, βάπτιση Ιανουάριος 1634• ενταφιασμός 24 Δεκεμβρίου 1693) ήταν Ολλανδός ζωγράφος, του οποίου το έργο ανήκει χρονικά στη χρυσή εποχή της ολλανδικής ζωγραφικής. Διακρίθηκε στην απεικόνιση σκηνών της καθημερινότητας και στην προσωπογραφία.
Ήταν γιος του εύπορου εμπόρου Γκέριτ Μάες, ο οποίος είχε αναπτύξει τις εμπορικές του δραστηριότητες στο Ντόρντρεχτ. Μαθήτευσε αρχικά υπό την επίβλεψη του Χαουμπράκεν και αργότερα, περί τα τέλη του 1648 ή λίγα χρόνια αργότερα, σπούδασε στο εργαστήριο του Ρέμπραντ στο Άμστερνταμ. Επέστρεψε στη γενέτειρά του το Δεκέμβριο του 1653. Εκεί παντρεύτηκε την Αντριάνα Μπρόουερ και ξεκίνησε την αυτόνομη καλλιτεχνική διαδρομή του. Παρέμεινε στο Ντόρντρεχτ μέχρι το 1673 και αργότερα εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ μέχρι το τέλος της ζωής του. Ταξίδεψε στην Αμβέρσα και εκεί μελέτησε το έργο των φλαμανδών ζωγράφων Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς και Άντονι βαν Ντάικ, ενώ επισκέφτηκε ακόμα τον Γιάκομπ Γιόρντενς[11]. Από την αλλαγή στο στυλ ζωγραφικής του, απόρροια πιθανότατα του ταξιδιού αυτού, εικάζεται ότι θα πρέπει να ταξίδεψε στην Αμβέρσα περίπου το 1660[12]. Μαθητές του ήταν οι ελλάσονες ζωγράφοι Γιάκομπ Μουλάρτ (Jacob Moelaert), Γιαν ντε Χαν (Jan de Haen), Γιοχάνες Φολέφενς (Johannes Vollevens) και η ποιήτρια Μαργαρίτα φαν Χόντεβικ (Marghaetha van Godewijk).
Οι πρώιμες θρησκευτικές συνθέσεις του, που διακρίνονται για τη χρήση του κιαροσκούρο, μαρτυρούν την επίδραση του Ρέμπραντ[11] ωστόσο τα μεταγενέστερα έργα του δείχνουν πως ο Μάες ανέπτυξε ένα προσωπικό ύφος. Από το 1653 μέχρι το 1660, φιλοτέχνησε περίπου 40 ρωπογραφίες και μικρό αριθμό ιστορικών συνθέσεων[13]. Διακρίθηκε στην απεικόνιση σκηνών της καθημερινότητας. Περίφημοι είναι οι πίνακές του που απεικονίζουν εσωτερικούς χώρους με μία γυναίκα (ή σπανιότερα έναν άνδρα) να κρυφακούει άλλα πρόσωπα της σύνθεσης σε διαφορετικά σημεία.
Ο Μάες καινοτόμησε στον τρόπο που παρουσίασε το εσωτερικό σπιτιών, καθώς ήταν από τους πρώτους που το απέδωσε ως ένα σύνολο δωματίων και όχι απλά ως έναν μοναδικό τρισδιάστατο χώρο, χωρίς, παράλληλα, να ενδίδει σε μια αυστηρά μαθηματική απόδοση της προοπτικής αλλά ούτε και σε μια οπτική ψευδαίσθηση[13]. Οι καινοτομίες του επηρέασαν γενικά τους Ολλανδούς ζωγράφους του 17ου αιώνα στον τρόπο αναπαράστασης των εσωτερικών χώρων και ειδικότερα τους Γιοχάνες Βερμέερ και Πίτερ ντε Χόοχ.
Από το 1660 ασχολήθηκε αποκλειστικά με προσωπογραφίες. Το 1673 εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ, όπου έθεσε υποψηφιότητα για να καλύψει το κενό που είχε αφήσει νωρίτερα ο θάνατος των προσωπογράφων Μπαρτολομέους φαν ντερ Χελστ και Άμπραχαμ φαν ντεν Τέμπελ. Θα πρέπει να απέκτησε σημαντική φήμη καθώς, σύμφωνα με τον Χαουμπράκεν, ανέλαβε με επιτυχία πολλές παραγγελίες έργων. Αυτό επιβεβαιώνεται εξάλλου από εκατοντάδες προσωπογραφίες του Μάες που διασώζονται και χρονολογούνται τις δεκαετίες του 1670 και 1680, αρκετές από τις οποίες είναι ομαδικά ή οικογενειακά πορτρέτα.
Από τα πρόσωπα που φιλοτέχνησε στα πορτρέτα του, εκτιμάται ότι ο Μάες υποστηρίχτηκε από πάτρονες που προέρχονταν από την πολιτική και εμπορική ελίτ του Ντόρντρεχτ, ενώ και στο Άμστερνταμ συνεργάστηκε με μέλη των ανώτερων και εύπορων κοινωνικών στρωμάτων[13]. Στους παραγγελιοδότες του ανήκαν, μεταξύ άλλων, διπλωμάτες, αξιωματούχοι και έμποροι.