Εικονογράφηση από έκδοση του 1660 | |
Συγγραφέας | Πιέρ Κορνέιγ |
---|---|
Τίτλος | Nicomède |
Γλώσσα | Γαλλικά |
Πολιτιστικό κίνημα | κλασικισμός |
Μορφή | θεατρικό έργο |
δεδομένα ( ) |
Νικομήδης (γαλλικός τίτλος: Nicomède) είναι πεντάπρακτη έμμετρη τραγωδία του Πιέρ Κορνέιγ που παίχτηκε για πρώτη φορά το 1651.[1]
Το θέμα προέρχεται από κείμενο του ιστορικού Ιουστίνου για την πολιτική της αρχαίας Ρώμης απέναντι στους συμμάχους της, ιδιαίτερα στους ηγεμόνες της Ανατολής. Ο Νικομήδης που δίνει το όνομά του στο έργο αναφέρεται στον γιο του βασιλιά της Βιθυνίας Προυσία Β', τον οποίο διαδέχθηκε το 149 π.Χ. με το όνομα Νικομήδης Β'. Η μεγάλη ομοιότητα του έργου με την εξέγερση της Σφενδόνης ενέπνευσε τον συγγραφέα να αναδείξει την αντιπαράθεση μεταξύ αριστοκρατικών και πολιτικών ιδανικών, τη σύγκρουση μεταξύ του ήρωα και του κράτους.[2]
Ο διάδοχος του βασιλείου της Βιθυνίας, αντιμέτωπος με ίντριγκες που ήθελαν να τον απομακρύνουν από το στέμμα και την επέμβαση της Ρώμης που προσπαθούσε να τον μειώσει, κατάφερε να επιφέρει τον θρίαμβο τόσο της πίστης στην πατρική εξουσία όσο και της αντίστασης στη ρωμαϊκή παρέμβαση. Ο ήρωας διαφέρει από τα πρότυπα του συγγραφέα: γενναιόδωρος, ατρόμητος και ιπποτικός, παρουσιάζεται χωρίς διλήμματα, χωρίς πρόβλημα συνείδησης, χωρίς καμία υποταγή σε μια από εκείνες τις αδύνατες και τραγικές «Κορνελιανές» επιλογές.[3]Λόγω του αίσιου τέλος, συχνά δεν θεωρείται πραγματική τραγωδία αλλά ηρωική κωμωδία. [4]
Το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία από την πρώτη του παράσταση, που έγινε στο Παρίσι το 1651. Ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχτηκε ότι «δεν επρόκειτο να κρύψει τη μεγάλη προτίμηση που είχε γι' αυτό το έργο». Η επιτυχία του ήταν τέτοια που το 1658 ο Μολιέρος το επέλεξε για πρώτο έργο που παρουσίασε ο θίασός του στην βασιλική αυλή, στο Λούβρο.
Η τραγωδία απεικονίζει δύο αδέρφια, τον Νικομήδη και τον Άτταλο, και οι δύο γιοί του Προυσία, βασιλιά της Βιθυνίας. Ο Άτταλος, γιος του Προυσία από τη δεύτερη σύζυγό του Αρσινόη, ανατράφηκε στη Ρώμη από όπου επέστρεψε πρόσφατα. Ο Νικομήδης, αντίθετα, μισεί τη Ρώμη, έχοντας εμπνευστεί από το παράδειγμα του Αννίβα: πιστός, θαρραλέος και περήφανος, διοικεί τον στρατό του Προυσία. Η φιλόδοξη Αρσινόη, που βασιλεύει στην αυλή και εξουσιάζει τον σύζυγό της, απεχθάνεται τον Νικομήδη και επιδιώκει να βάλει τον δικό της γιο στο θρόνο στη θέση του μεγαλύτερου αδελφού του. Επιπλέον, οι δύο πρίγκιπες είναι ερωτευμένοι με τη Λαοδίκη, τη νεαρή βασίλισσα της Αρμενίας που έχει τεθεί υπό την κηδεμονία του Προυσία από τον πατέρα της, η προτίμησή της είναι ο Νικομήδης, που του ορκίζεται να αγωνιστεί και να χαθεί, αν χρειαστεί, μαζί του.[5]
Ο λαός επαναστατεί και διεκδικεί για βασιλιά τον Νικομήδη. Θύμα των μηχανορραφιών της Αρσινόης, ο Νικομήδης απομακρύνθηκε από τη βασιλική αυλή και ετέθη υπό ρωμαϊκή κράτηση (η Αρσινόη τον παραδίδει στον Ρωμαίο ύπατο Φλαμίνιο για να τον οδηγήσει ως όμηρο στη Ρώμη). Ωστόσο, ένας μυστηριώδης άγνωστος τον ελευθερώνει από την αιχμαλωσία του. Καθώς ο Προυσίας και ο Φλαμίνιος αποφασίζουν να φύγουν, η Αρσινόη βρίσκεται μόνη χωρίς υποστήριξη όταν επιστρέφει ο πρίγκιπας-ήρωας Νικομήδης, ο οποίος της χαρίζει τη ζωή παρά τα όσα έχει κάνει εναντίον του. Ο Προυσίας και ο Φλαμίνιος, χωρίς να το γνωρίζουν, επιστρέφουν για να την υπερασπισθούν ή πεθάνουν μαζί της, αλλά ο Νικομήδης επιλέγει να τους συγχωρήσει και τους τρεις. Αφήνει τον πατέρα του στο θρόνο και ανακοινώνει στον Φλαμίνιο ότι προτιμά να είναι εχθρός των Ρωμαίων παρά σύμμαχός τους γιατί οι ρωμαϊκές απαιτήσεις είναι απαράδεκτες: δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει να επεκτείνει την επικράτειά του με στρατιωτικές κατακτήσεις.
Ο μυστηριώδης άντρας που απελευθέρωσε τον Νικομήδη αποκαλύπτεται ότι είναι ο αδελφός του Άτταλος, που απογοητευμένος από τη σκληρή ρωμαϊκή πολιτική, προτιμά να παραδεχθεί ως κύριο τον αδελφό που θαυμάζει. Παρά τη στάση του, από όλα επωφελείται ο Νικομήδης: επιστρέφει στην εξουσία, αναλαμβάνοντας σταδιακά τη διακυβέρνηση έναντι του πατέρα του, ο οποίος του παραδίδει τον θρόνο, και αποκτά τη Λαοδίκη. Η λαϊκή εξέγερση ηρεμεί και ο Νικομήδης, βασιλιάς πλέον, συμφωνεί να ζήσει σε φιλική συμμαχία με τη Ρώμη εάν η αυτοκρατορία αποφύγει να υποβιβάσει το βασίλειο σε υποτέλεια. Η οικογενειακή αρμονία αποκαθίσταται στο τέλος του έργου, η διάρκειά της, ωστόσο, φαίνεται να είναι πολύ αμφίβολη.
Ο Κορνέιγ για τη συγγραφή του έργου βασίστηκε στην αφήγηση του Ρωμαίου ιστορικού Ιουστίνου, αλλά διασκεύασε αρκετά στοιχεία της ιστορίας: