Νικόλα Αμάτι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Nicolò Amati (Ιταλικά) |
Γέννηση | 3 Δεκεμβρίου 1596[1][2] Κρεμόνα[3] |
Θάνατος | 12 Απριλίου 1684[4] Κρεμόνα[5] |
Χώρα πολιτογράφησης | Δουκάτο του Μιλάνου |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιταλικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | οργανοποιός εγχόρδων οργανοποιός[6] |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Hieronymus Amati[7] |
Γονείς | Girolamo Amatijhoh[7] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Νικόλα Αμάτι ή Νικολό Αμάτι ή και Νικολάο Αμάτι (ιταλ. Nicola/Nicolò/Nicolao Amati, 3 Σεπτεμβρίου 1596 – 12 Απριλίου 1684) ήταν Ιταλός κατασκευαστής βιολιών και άλλων μουσικών οργάνων από την Κρεμόνα. Ο Ν. Αμάτι ήταν το επιφανέστερο μέλος της φημισμένης οικογένειας οργανοποιών Αμάτι. Εκτός από τα δικά του όργανα, ο Νικόλα υπήρξε δάσκαλος άλλων μεγάλων κατασκευαστών εγχόρδων της «σχολής της Κρεμόνας», όπως του Αντρέα Γκουαρνέρι, του Τζοβάννι Μπαττίστα Ροτζέρι[8] και πιθανώς του Αντόνιο Στραντιβάρι.[9]
Ο Νικόλα ήταν ο πέμπτος[10] γιος του Τζιρολάμο Αμάτι (Hieronymus I, 1561-1630) από τη δεύτερη σύζυγό του και εγγονός του Αντρέα Αμάτι. Η μητέρα του, η Λάουρα ντε Λατσαρίνι, ήταν κόρη του Τζοβάννι Φραντσέσκο Γκουατσόνι και μακρινή συγγενής του Οίκου των Μεδίκων της Φλωρεντίας.[11] Οι επιγραφές στα όργανα που έφτιαχνε η οικογένεια αναφέρουν γενικώς τα βαφτιστικά τους ονόματα στη λατινική μορφή τους, έτσι ο Νικόλα αναγράφεται ως Nicolaus.[12] Ακόμα και το οικογενειακό όνομα εκλατινιζόταν κάποιες φορές ως Amatus.
Η μεγάλη ιταλική πανδημία του 1629-1631 έπληξε μεταξύ άλλων πόλεων και την Κρεμόνα. Το 1630 πέθαναν εξαιτίας της οι γονείς του Νικόλα και δύο από τις αδελφές του.[13] Μετά από αυτό, ο Νικόλα έζησε μαζί με την άλλη του αδελφή μέχρι τον γάμο του.[13]
Το πιθανότερο είναι ότι ο Νικόλα μαθήτευσε την τέχνη της οργανοποιίας κοντά στον πατέρα και τον θείο του. Μετά το 1625 περίπου εξελίχθηκε στον κυριότερο κατασκευαστή στο οικογενειακό εργαστήριο.[13]
Από όλα τα βιολιά της οικογένειας Αμάτι, αυτά του Νικόλα θεωρούνται συχνά τα πλέον κατάλληλα για τη μοντέρνα ερμηνεία μουσικών κομματιών. Μέχρι τον θάνατο του πατέρα του, ο Νικόλα ακολουθούσε πιστά τη «γραμμή» του, με σχετικώς μικρά μοντέλα.[14] Αλλά μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1630, άρχισε βαθμιαία να δείχνει σημάδια πρωτοτυπίας, που κατά το 1640 εκφράσθηκαν σε αυτό που σήμερα αποκαλείται «μοτίβο Grand Amati». Τα βιολιά αυτού του προτύπου είναι ελαφρώς μεγαλύτερα (οι ράχες έχουν μήκος έως 35,6 εκατοστά και ιδίως πλάτος έως 20,9 εκατοστά), οπότε έδιναν δυνατότερο ήχο.[9]. Με πολύ καλές καμπυλώσεις, μακρές γωνίες και έντονα και ξεκάθαρα διακοσμητικά άκρα, τα όργανα αυτά αντιπροσωπεύουν ίσως την αποκορύφωση της κομψότητας στην κατασκευαστική των βιολιών. Χαρακτηρίζονται από μαθηματικές καμπύλες ως περιγράμματα και επικαλύψεις από διάφανο κεχριμπαρί βερνίκι.[15] Το στιλ Grand Amati ενέπνευσε άλλους κατασκευαστές βιολιών της Κρεμόνας, όπως ο Βιντσέντσο Ρουτζέρι, και τα πρώτα βιολιά του Αντόνιο Στραντιβάρι.
Ο Νικόλα έπαυσε να κατασκευάζει βιολιά μετά την ηλικία των 75 ετών περίπου[13] και τον διαδέχθηκε ο γιος του, ο Τζιρολάμο Αμάτι (Hieronymus II)
Στις 23 Μαΐου 1645 ο Αμάτι πήρε ως σύζυγό του τη Λουκρητία Παλιάρι (Lucrezia Pagliari).[16] Απέκτησαν 4 γιους και 4 θυγατέρες.[17] Ο γιος τους Τζιρολάμο (Hieronymus II, 1649-1740) υπήρξε ο τελευταίος οργανοποιός της οικογένειας Αμάτι.[18][19]
Ο Νικόλα Αμάτι πέθανε σε ηλικία 87 ετών στην Κρεμόνα.[16] Η σύζυγός του απεβίωσε 19 έτη αργότερα, το 1703.
Τα όργανα του Νικόλα Αμάτι που σώζονται σήμερα είναι λιγοστά και τα περισσότερα εκτίθενται σε μουσεία.[20][21][22], όπως το «Μουσείο του Βιολιού» στην Κρεμόνα, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη και το Μουσείο της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής του Λονδίνου.
Υπάρχουν ωστόσο και μουσικοί που έχουν ερμηνεύσει με έγχορδα του Νικόλα Αμάτι, όπως ο Άγγλος βιολιστής Τόμας Μπόους (Thomas Bowes, γενν. 1960)[23] και η Τσι-τσι Νουάνοκου, που παίζει ένα κοντραμπάσο του Ν. Αμάτι.[24] Τα γνωστότερα σωζόμενα όργανα του τεχνίτη έχουν το δικό τους «παρατσούκλι», που παρατίθεται στον παρακάτω πίνακα με χρονολογική σειρά κατασκευής (από το Αρχείο Cozio)[25]: