Νινέτ ντε Βαλουά | |
---|---|
![]() | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ninette de Valois (Γαλλικά) |
Γέννηση | 6 Ιουνίου 1898[1][2][3] Blessington |
Θάνατος | 8 Μαρτίου 2001[1][2][3] Λονδίνο |
Χώρα πολιτογράφησης | Ιρλανδία Ηνωμένο Βασίλειο |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[1] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | χορεύτρια μπαλέτου χορογράφος λιμπρετίστας ballet master συγγραφέας ballet teacher σκηνοθέτρια ταινιών κινηματογράφου[4] |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Arthur Blackall Connell (από 1935)[5] |
Γονείς | Thomas Robert Alexander Stannus[6] και Elizabeth Graydon Smith[6] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής Βραβεία Ολίβιε Ντάμα Ταξιάρχις του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας βραβείο Erasmus (1974)[7] Companion of Honour (31 Δεκεμβρίου 1981) Τάγμα της Αξίας του Ηνωμένου Βασιλείου (2 Ιανουαρίου 1992) Μετάλλιο Άλμπερτ (1964) Society of London Theatre Special Award Critics' Circle Award for Distinguished Service to the Arts Queen Elizabeth II Coronation Award |
![]() | |
Η Νινέτ ντε Βαλουά, (6 Ιουνίου 1898 - 8 Μαρτίου 2001) ήταν Ιρλανδικής καταγωγής Βρετανίδα χορεύτρια, δασκάλα, χορογράφος και σκηνοθέτης του κλασικού μπαλέτου. Πιο συγκεκριμένα, χόρεψε επαγγελματικά με τα Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ και ίδρυσε αργότερα τα Βασιλικά Μπαλέτα έναν από τους κορυφαίους οργανισμούς μπαλέτου του 20ού αιώνα και παγκοσμίως έως σήμερα. Ίδρυσε επίσης τα Βασιλικά Μπαλέτα του Μπέρμιγχαμ (Birmingham Royal Ballet) και τη Βασιλική Σχολή Μπαλέτου. Θεωρείται ευρέως ένα από τα πιο σημαίνοντα πρόσωπα στην ιστορία του μπαλέτου και «πνευματική μητέρα» του αγγλικού μπαλέτου της Αγγλίας[8][9][10].
Η Νινέτ ντε Βαλουά καθιέρωσε πρώτα τον εαυτό της ως χορογράφο, χορογραφώντας αρκετά μικρά μπαλέτα στο Ολντ Βικ, στο Λονδίνο. Χορογραφούσε, επίσης, για θεατρικά έργα και όπερες στο θέατρο, παραστάσεις που πραγματοποιούσαν μαθητές της[11]. Μετά τον σχηματισμό του μπαλέτου Vic-Wells, η πρώτη μεγάλη παραγωγή της, Ιώβ (1931), ήταν το πρώτο μπαλέτο που καθόρισε το μέλλον του ρεπερτορίου του βρετανικού μπαλέτου. Αργότερα προσέλαβε τον Φρέντερικ Άστον (Frederick Ashton) ως πρώτο χορογράφο το 1935[11]. Με τη συνεργασία του παρήγαγε μια σειρά μπαλέτων, τα οποία αναγνωρίζονται ως ακρογωνιαίοι λίθοι του βρετανικού μπαλέτου. Σε αυτά περιλαμβάνονται έργα όπως το Rake’s Progress του (1935) και το Checkmate του (1937)[11].