Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: ορθογραφικά λάθη Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων. |
Νοεμβριανά | |||
---|---|---|---|
Εθνικός Διχασμός Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος | |||
Το γαλλικό θωρηκτό Μιραμπώ βομβαρδίζει την Αθήνα, 1 Δεκεμβρίου 1916. | |||
Χρονολογία | 18 Νοεμβρίου / 1 Δεκεμβρίου 1916 | ||
Τόπος | Αθήνα, Ελλάδα | ||
Αίτια | Άρνηση του Ελληνικού Στρατού να παραδώσει ποσότητες πολεμικού υλικού | ||
Στόχοι | Εξαναγκασμός της κυβέρνησης των Αθηνών σε παραίτηση υπέρ της Κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης, υπό την φιλοσυμμαχική ηγεσία της Τριανδρίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη. | ||
Μέθοδοι | Βομβαρδισμός της πόλης των Αθηνών, απόβαση συμμαχικών στρατευμάτων και προέλαση προς την πρωτεύουσα | ||
Έκβαση | Νίκη του βασιλικού στρατού και υποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων Αναγνώριση της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης Κύμα τρομοκρατίας στην Αθήνα κατά των εναπομείναντων βενιζελικών της πόλης | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
| |||
Απολογισμός | |||
|
Τα Νοεμβριανά, τα οποία ξεκίνησαν στις 18 Νοεμβρίου (Ιουλιανό Ημερολόγιο) ή 1 Δεκεμβρίου (Γρηγοριανό Ημερολόγιο) 1916, είναι οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των «Επίστρατων» του Βασιλιά Κωνσταντίνου και της αποβατικής δύναμης της Συμμαχικής Αντάντ στην Αθήνα, καθώς και το πρωτοφανές κύμα πολιτικής τρομοκρατίας που τις ακολούθησε, εν μέσω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της κορύφωσης του Εθνικού Διχασμού.[1][2]
Οι δυνάμεις των Συμμάχων της Αντάντ εισέβαλαν στην Αθήνα με σκοπό να επιτάξουν οπλισμό ως αντάλλαγμα για την αμαχητί παράδοση της οχυρωματικής γραμμής του Ρούπελ και την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία (των Κεντρικών Δυνάμεων) από τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Ιωάννη Μεταξά, τον Μάιο και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου (1916), αντίστοιχα. Η επέμβαση των Συμμάχων, αν και τυπικά νικηφόρα, στερούνταν στρατηγικού βάθους, ενώ έπληξε το γόητρο της Αντάντ λόγω και της αναπάντεχης άμυνας του «Συνδέσμου των Επίστρατων», αντιβενιζελικού και φιλομοναρχικού στρατιωτικού σχηματισμού της κυβέρνησης της Ελλάδας, υπό την ηγεσία του Ιωάννη Μεταξά. Παράλληλα, στην πρωτεύουσα, οι ίδιοι σχηματισμοί, σε συνεργασία με υποστηρικτές του βασιλιά, είχαν ξεκινήσει κύμα διώξεων των αντιβενιζελικών, που κατέληξε μετά τη λήξη της επέμβασης σε ανοικτή τρομοκρατία, με δεκάδες θανάτους από λιντσάρισμα και εκτεταμένες καταστροφές της περιουσίας τους.[3]
Ο στόχος των Συμμάχων επιτεύχθηκε τελικά τον Μάιο-Ιούνιο του επόμενου χρόνου (1917), αφότου ο ρωσικός βασιλικός οίκος των Ρομανόφ, μοναδικοί υποστηρικτές του Κωνσταντίνου στην Αντάντ, είχε καθαιρεθεί, και ύστερα από σκληρό και πολύμηνο ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας, όταν με νέο τελεσίγραφο για βομβαρδισμό της Αθήνας και κατάληψη του Πειραιά από το ναυτικό τους, επέβαλαν την εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου. Στη συνέχεια, εγκατέστησαν Γάλλο αρμοστή για τη χώρα, επανέφεραν τον Βενιζέλο ως πρωθυπουργό ολόκληρης, πλέον, της επικράτειας (λήγοντας, φαινομενικά, τον Εθνικό Διχασμό υπέρ του τελευταίου), και επέβαλλαν καθολική επιστράτευση για τη στήριξη της Αντάντ, ενόψει της επικείμενης συμμετοχής της Ελλάδα στον πόλεμο.
Η ονομασία ελληνικοί ή Αθηναϊκοί εσπερινοί[N 1], η οποία δόθηκε, στη Δυτική Ευρώπη, στη σφαγή που ακολούθησε, παραπέμπει στους σικελικούς εσπερινούς του 1282, στη διάρκεια των οποίων οι δυνάμεις του Ανδεγαυού βασιλιά Καρόλου Α΄ σφαγιάστηκαν συστηματικά από τον ντόπιο σικελικό πληθυσμό. Στην Ελλάδα, ωστόσο, οι συγκρούσεις αποκαλούνταν «Νοεμβριανά», λόγω της διατήρησης του Ιουλιανού Ημερολογίου στη χώρα.
Εν μέσω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1916, η Ελλάδα σπαρασσόταν από τη σύγκρουση ανάμεσα στο παλάτι του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, κάτι που θα κορυφωνόταν το καλοκαίρι με τον Εθνικό Διχασμό. Ο βασιλιάς τον προηγούμενο χρόνο (1915) είχε ήδη υποχρεώσει σε παραίτηση δύο βενιζελικές κυβερνήσεις, μία τον Φεβρουάριο και μία τον Σεπτέμβριο για θέματα που άπτονταν του επερχόμενου πολέμου. Ο Βασιλιάς τη δεύτερη φορά διέλυσε και τη βουλή πλειοψηφίας των βενιζελικών, και με προσωρινό πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη και μετέπειτα τον εκτός κοινοβουλίου Στέφανο Σκουλούδη, κήρυξε εκλογές για τις 15 Δεκεμβρίου, τις οποίες κέρδισε εύκολα το νέο αντιβενιζελικό και (πρωτόγνωρο για την Ελλάδα) φιλομοναρχικό Κόμμα Εθνικοφρόνων του Δημητρίου Γούναρη, αφού ο Βενιζέλος είχε αρνηθεί να συμμετάσχει, και να νομιμοποιήσει έτσι την αντισυνταγματική διάλυση της Βουλής.[4] Παρόλη τη συντριπτική του νίκη, ο Γούναρης αρνήθηκε να αναλάβει την πρωθυπουργία, κι ο βασιλιάς άφησε ως πρωθυπουργό τον άνθρωπο του περιβάλλοντός του, Σκουλούδη.
Οι δύο παρατάξεις είχαν και αντίθετες θέσεις σχετικά με το αν έπρεπε η Ελλάδα να συμμετάσχει στον πόλεμο, και με ποια πλευρά συνέφερε την Ελλάδα να συμπαραταχθεί:
Η πορεία των γεγονότων που οδήγησε στην 2η, και τελική παραίτηση Βενιζέλου είχε ξεκινήσει ένα χρόνο πριν, όταν είχε εμπλακεί στην εισβολή των ηττημένων στρατευμάτων της Αντάντ από την Εκστρατεία της Καλλίπολης που στρατοπέδευσαν με πρόσκληση του Βενιζέλου στη νεοαποκτηθείσα Θεσσαλονίκη.[εκκρεμεί παραπομπή] Τότε η Αντάντ αποσκοπούσε στο να χτίσει τη Στρατιά της Ανατολής που, αν και καθυστερημένα, θα άνοιγε το Μακεδονικό Μέτωπο για να βοηθήσει την εγκλωβισμένη σύμμαχο της Ελλάδος από τους Βαλκανικούς, Σερβία, με την επερχόμενη (11 Οκτωβρίου) βουλγαρική επίθεση εναντίον της να πλησιάζει, και ενώ ήδη η Σερβία έχανε στη μάχη με την Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία, Η στρατιωτική απόβαση της Αντάντ ήταν ενάντια στις επιθυμίες του βασιλιά, και το γεγονός αυτό, μαζί με την άρνησή του να κηρύξει την ψηφισμένη στη βουλή επιστράτευση, όπως καθόριζε η συμφωνία συμμαχίας με του Σέρβους, ήταν οι αιτίες της 2ης παραίτησης του Βενιζέλου, στις 5 Οκτωβρίου / 22 Σεπτεμβρίου, μία μέρα μετά τη λήψη ψήφου εμπιστοσύνης για την επιστράτευση.[5] Θεωρώντας αντισυνταγματική τη διάλυση της βουλής μέσα σε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους από τις εκλογές, ο Βενιζέλος δεν συμμετείχε στις επόμενες εκλογές, 6 Δεκεμβρίου, και από τότε η Ελλάδα είχε φιλοβασιλικές κυβερνήσεις.
Για να δημιουργήσει αντίστοιχο τετελεσμένο γεγονός υπέρ των Γερμανών με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, η φιλοβασιλική κυβέρνηση Σκουλούδη και ο γερμανοσπουδαγμένος, τότε αναπληρωτής επιτελάρχης (και κατοπινός δικτάτορας) Ιωάννης Μεταξάς αποφάσισε στις 26 Μαΐου 1916 την άνευ όρων παράδοση της οχυρωματικής γραμμής του Ρούπελ στις γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις. Αυτό φυσικά άφησε την Ανατολική Μακεδονία ανυπεράσπιστη.[6] Στη συνέχεια ακολούθησε η κατάληψη της Καβάλας και της Δράμας από τις Κεντρικές Δυνάμεις χωρίς καν να έχει κηρυχτεί πόλεμος, καθώς και η αιχμαλωσία του Δ' Σώματος Στρατού, με περισσότερους από 7.000 αξιωματικούς και στρατιώτες να καταλήγουν στο γερμανικό στρατόπεδο του Γκέρλιτς[7]. Η αμαχητί παράδοση του Ρούπελ οδήγησε αναπόφευκτα στην, πολύνεκρη για την Ελλάδα, Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας.[8][9]
Από εκείνη τη στιγμή η Αντάντ, και κυρίως η Γαλλία, υποπτευόμενη ότι ο βασιλιάς είχε συνάψει μυστική συμμαχία με τον κάιζερ, κάτι που θα απειλούσε τη Γαλλική Στρατιά της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη, απαίτησε τον αφοπλισμό του στρατού που ήταν υπό τις διαταγές του. Ο βασιλιάς ικανοποίησε το αίτημά της Αντάντ αλλά, συγχρόνως, έδωσε εντολή οι έφεδροι που απολύονταν να οργανώνονται στο νεοσχηματισμένο Σύνδεσμο Επίστρατων.
Ως αντίδραση στα δραματικά γεγονότα, και με τη στήριξη της Αντάντ, ο Βενιζέλος θα καταφύγει από την Κρήτη στη Θεσσαλονίκη και τον Αύγουστο του 1916 η «Τριανδρία», ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, Ελευθέριος Βενιζέλος και στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής, θα κάνουν το Κίνημα Εθνικής Αμύνης, που θα κατέληγε ένα μήνα αργότερα, στις 26 Σεπτεμβρίου, στην Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης. Στις 10 Νοεμβρίου η νέα κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων και εδραίωσε τις δυνάμεις της Αντάντ στο Μακεδονικό Μέτωπο. Στις 25 Νοεμβρίου 1916, με ειδικό διάγγελμα κήρυξε τον βασιλιά Κωνσταντίνο έκπτωτο.
Συνοψίζοντας, η παράδοση της Μακεδονίας στον βουλγαρικό στρατό, και η διακήρυξη της "παράλληλης" Κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης από τον Βενιζέλο, επέτεινε τον Εθνικό Διχασμό και διαίρεσε την Ελλάδα στη μέση:
Εντωμεταξύ, στη διάρκεια του συνόλου του καλοκαιριού του 1916, διπλωματικές διαπραγματεύσεις διεξάγονταν μεταξύ της Κυβέρνησης της Αθηνών και της Αντάντ, η οποία, κατόπιν εισηγήσεως του Βενιζέλου[εκκρεμεί παραπομπή], απαίτησε στις 3 Νοεμβρίου από το Βασίλειο της Ελλάδος να της παραδώσει αριθμό αντίστοιχο των όπλων που λεηλατήθηκαν από τους Βούλγαρους στο οχυρό Ρούπελ, καθώς και τον αφοπλισμού του ελληνικού στόλου, ή εν τέλει, 10 ορειβατικές πυροβολαρχίες.[3] Στα τέλη Οκτωβρίου, μια μυστική συμφωνία υπεγράφη μεταξύ της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Α΄ και των συμμαχικών διπλωματών, ωστόσο οι πιέσεις του βασιλικού περιβάλλοντος σε συνδυασμό με ατυχείς χειρισμούς των βενιζελικών οδήγησαν τον βασιλιά στην ακύρωση της συμφωνίας.[εκκρεμεί παραπομπή] Εντέλει, η κατάρρευση των διαπραγματεύσεων αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για τη γαλλοβρετανική δύναμη να επιτεθεί κατά του Κράτους των Αθηνών.[10]
Ο αντιναύαρχος Λουί Νταρτίζ ντε Φουρνέ αποβιβάστηκε στην Αθήνα επικεφαλής 3.000 ανδρών του εκστρατευτικού σώματος της Αντάντ, την 18 / 1 Δεκεμβρίου του 1916. Η απόβαση έγινε με λέμβους και ατμακάτους μονάδων Γάλλων, Ιταλών και Βρετανών οι οποίες ανέβαιναν στην Αθήνα μέσω της Λεωφόρου Συγγρού, Πειραιώς και οδού του Ελαιώνος (Πέτρου Ράλλη).[11] Στην εισβολή τους αντιτάχθηκαν κυρίως οι νεοεμφανιζόμενοι φιλοβασιλικοί Σύνδεσμοι Επίστρατων,[12] δηλαδή απολυθέντες φιλοβασιλικοί αξιωματικοί από το Κράτος της Θεσσαλονίκης, αρχικά, οργανωτής των οποίων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς, και εξελίχθηκε σε αιματηρή σύγκρουση. Η πρώτη μάχη δόθηκε το πρωί στο Στρατόπεδο Ρουφ, στη συνέχεια στη γέφυρα Πουλόπουλου στα Πετράλωνα και γενικεύτηκε σε περιοχές της Ακρόπολης και του Ζαππείου. Μετά από 2 μέρες οδομαχιών και βομβαρδισμών από τον γαλλικό στόλο στο Παγκράτι, σε αποθήκες όπλων στα Λιόσια, στο Φιλοπάππου και στα Ανάκτορα, επιτεύχθηκε ανακωχή μεταξύ της βασιλικής κυβέρνησης και των Συμμάχων. Στις 20 Νοεμβρίου ο βασιλιάς Κωνσταντίνος συμφώνησε να παραδώσει μέρος του οπλισμού στους Συμμάχους κι αυτοί με τη σειρά τους απελευθέρωσαν τα πλοία του ελληνικού στόλου.
Η σύγκρουση άφησε πίσω της 40 έως 85 Έλληνες και 60 έως 194 συμμάχους νεκρούς, σύμφωνα με αντιφατικές καταγραφές.
Στο ενδιάμεσο, ήδη από την επίδοση του τελεσιγράφου, είχε ξεκινήσει ανεξέλεγκτη καταστολή των βενιζελικών υποστηρικτών της Αθήνας από φιλοβασιλικούς, επίστρατους και λαϊκής βάσης αντιβενιζελικούς εργάτες. Η καταστολή κατέληξε σε γενικευμένο κύμα τρομοκρατίας τις τρεις ημέρες μετά τη σύγκρουση. Καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν πάνω από 500 σπίτια και επιχειρήσεις όσων βενιζελικών είχαν παραμείνει στην πρωτεύουσα, με 35 να λιντσάρονται μέχρι θανάτου και σχεδόν 1.000 να συλλαμβάνονται παράνομα και να κακοποιούνται (ανάμεσά τους επιφανείς πολίτες και επώνυμοι βενιζελικοί όπως ο Εμμανουήλ Μπενάκης), ενώ έκλεισαν 31 εφημερίδες που ήταν φιλικές προς τον Βενιζέλο. Οι αντιβενιζελικοί διακήρυτταν φανατισμένα ότι «ο φονεύων βενιζελικόν δεν φονεύει άνθρωπον»[13], ενώ η ανοχή της κυβέρνησης της Αθήνας στην οχλοκρατία φαίνεται μέσω της δήλωσης του πρωθυπουργού Σπυρίδωνα Λάμπρου «τακτοποιούμε τα του οίκου μας».[1]
Στις 12 Δεκεμβρίου, ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Α΄ θα αφορίσει τον Βενιζέλο σε μια λαϊκή τελετή στο Πεδίο του Άρεως, όπου πλήθος κόσμου θα πετάει συμβολικά πέτρες καταριόμενός τον, φωνάζοντας «Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την πατρίδα ανάθεμα έστω. Ανάθεμα και αιωνία κατάρα στον προδότη Βενιζέλο».[14][15]
Στο μακεδονικό μέτωπο, όπως στο Παρίσι και το Λονδίνο, οι επιπτώσεις των «αθηναϊκών εσπερινών» δεν άργησαν να έρθουν. Ο Λουί Νταρτίζ ντυ Φουρνέ αποπέμφθηκε των καθηκόντων του. Στο Λονδίνο, ο πρωθυπουργός Χέρμπερτ Χένρι Άσκουιθ και ένα τμήμα του πολιτικού του συμβουλίου παραιτήθηκαν στις 5 Δεκεμβρίου, ενώ στο Παρίσι μια σημαντική υπουργική αναδιάρθρωση έλαβε χώρα στις 12 Δεκεμβρίου. Για τους συμμάχους, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έγινε πλέον «ο πιο μισητός άνθρωπος στην Ευρώπη μετά τον κάιζερ». Η Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης του Βενιζέλου αναγνωρίστηκε εν μέρει από τους Συμμάχους στις 19 Νοεμβριου (Ιουλιανό ημερολόγιο), ενώ ένας αυστηρός ναυτικός αποκλεισμός επιβλήθηκε στο Βασίλειο της Ελλάδας, οδηγώντας σε λιμοκτονία πολλές πόλεις της Νοτίου Ελλάδος, εντείνοντας τα αισθήματα του αντιβενιζελισμου στην επικράτεια.[16]
Με τον Νικόλαο Β' της Ρωσίας και τον οίκο των Ρομανόφ να έχουν εκθρονιστεί από την Φεβρουαριανή Επανάσταση, οι μόνοι σύμμαχοι της Αντάντ που ήταν αντίθετοι στην εκδίωξη του Κωνσταντίνου μέχρι τότε, η εξωτερική πίεση του συμμαχικού ναυτικού αποκλεισμού κλιμακώνεται στις 27 Μαΐου 1917, όταν οι Γάλλοι με τον ναύαρχο Ζονάρ επικαλούνται το καθεστώς των «Προστάτιδων Δυνάμεων» και προχωρούν σε μια τρίτη απόβαση στον Πειραιά.[11] Με τελεσίγραφο εξαναγκάζουν τον βασιλιά να παραχωρήσει τον θρόνο στον δευτερότοκο υιό του Αλέξανδρο και να διοριστεί Αρμοστής της Ελλάδος ο ναύαρχος. Τον Ιούνιο, ο βασιλιάς θα αυτοεξοριστεί με την υπόλοιπη οικογένειά του στην Ελβετία, φεύγοντας κρυφά από τον Ωρωπό λίγες μέρες προτού κατέβει ο Βενιζέλος διά του γαλλικού θωρηκτού «Προβάνς» στην Αθήνα, για να αναλάβει πρωθυπουργός του, ενωμένου φαινομενικά, αλλά και υπό επιτροπεία, Ελληνικού Κράτους, στις 12–13 Ιουνίου.
"Της αμύνης τα παιδιά(Ο Μακεδών)", Ελληνική Εστουδιαντίνα στο YouTube
Η πρώτη πράξη της νέας κυβέρνησης ήταν η κήρυξη πολέμου εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων, στις 15 Ιουνίου 1917. Ο Βενιζέλος στις 29 Ιουνίου πέτυχε, με μοναδικό στην ιστορία της Ελλάδος βασιλικό διάταγμα του νέου Βασιλιά, την επανασύσταση της Βουλής του 1915 που την είχε διαλύσει ο πατήρ βασιλιάς 2 χρόνια νωρίτερα (Οκτώβριος 1915), και που ο τύπος της εποχής αποκάλεσε «Βουλή των Λαζάρων». Ένα μήνα αργότερα, στις 20 Ιουλίου, ο Βενιζέλος κήρυξε τον νομό Αττικοβοιωτίας σε «κατάσταση πολιορκίας», και με νόμο ήρε την ισοβιότητα των δικαστών και τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Κηρύχθηκαν έκπτωτοι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος Α' και οι μητροπολίτες που είχαν πρωτοστατήσει στο ανάθεμα. Απολύθηκαν 570 δικαστικοί όλων των βαθμίδων και 6.500 δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ αποστρατεύθηκε το 40% του συνόλου των μόνιμων αξιωματικών του στρατού.[15] Ακολούθησαν εξορίες των πολιτικών του αντιπάλων από τους Γάλλους στην Κορσική, σε εσωτερική εξορία ή σε κατ' οίκον περιορισμό, καθώς και η «Δίκη του ΓΕΣ» των στρατιωτικών του Παλατιού για την αμαχητί παράδοση της Μακεδονίας, του Ρούπελ και του Δ' Σώματος Στρατού το 1916, όπου θα καταδικαστεί σε θάνατο για προδοσία ο Ιωάννης Μεταξάς.[εκκρεμεί παραπομπή]
Στις 11 Νοέμβρη ο Φουρνιέ έστειλε νέο τηλεγράφημα: "Μέχρι 18-11-1916 ζητώ 10 ορειβατικάς πυροβολαρχίας. Μη λαμβάνων ικανοποίησιν θα ευρεθώ εις την ανάγκην να λάβω από της 18ης τα μέτρα άτινα θα συνεπήγετο η κατάστασις."
'Το απόγευμα περιμένω τον Βενιζέλον. Θα μου φέρει το διάταγμα της επιστρατεύσεως. Δεν θα το υπογράψω.', συνομιλία Βασιλιά Κωνσταντίνου με τον Γερμανό πρέσβη.
Ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Καλλάρης εξέδωσε εκ μέρους του Α΄ Σώματος Στρατού στις 11 Νοέμβρη την εξής διαταγή: "Εις την απαίτησιν του Γάλλου ναυάρχου κ. Φουρνέ περί παραδόσεως εις τον συμμαχικόν στρατόν της ανατολής ελληνικών όπλων, πυροβόλων κ.τ.λ. η Κυβέρνησις απεφάσισε ν’ αντιτάξη απόλυτον άρνησιν".
Ο φονεύων βενιζελικόν, δεν φονεύει άνθρωπον