Συντεταγμένες: 42°21′26″N 42°11′38″E / 42.35722°N 42.19389°E
Νοκαλακέβι | |
---|---|
ნოქალაქევი | |
Είδος | οικισμός και αρχαιολογική θέση |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 42°21′26″N 42°11′38″E |
Διοικητική υπαγωγή | Σενάκι |
Τοποθεσία | Μινγκρελία-Άνω Σβανετία |
Χώρα | Γεωργία[1] |
Έναρξη κατασκευής | 1η χιλιετία π.Χ. |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το Νοκαλακέβι (γεωργιανά: ნოქალაქევი) είναι ένας παλαιός οικισμός και χώρος αρχαιολογικών ανασκαφών που βρίσκεται στην κοιλάδα του ποταμού Τεχούρι, στο δήμο Σενάκι, στο μχάρε Σαμεγκρέλο-Ζέμο Σβανέτι της Γεωργίας. Οι Ρωμαίοι και οι Βυζαντινοί ιστορικοί αναφέρονταν στον οικισμό ως Αρχαιόπολις, που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «Αρχαία Πόλη», ενώ οι Γεωργιανοί χρονικογράφοι ήξεραν την περιοχή ως Τσιχεγκότζι, που στα Γεωργιανά σημαίνει «Φρούριο του Κούτζι».[2][3][4][5] Η περιοχή έχει έκταση 20 εκτάρια και περιλαμβάνει δομές και ευρήματα από την Ελληνιστική ως την Βυζαντινή περίοδο. Το Νοκαλακέβι είναι αναγνωρισμένο ως Αμετακίνητο Μνημείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Γεωργίας.
Τα ερείπια της αρχαίας πόλης βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Τεχούρι, στο βόρειο άκρο της Κολχιδικής πεδιάδας, σε απόσταση 15 χλμ. από την πόλη Σενάκι. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η τοποθεσία κατοικείται από την 1η χιλιετία π.Χ. Έχουν βρεθεί δικέφαλα ζωόμορφα αγάλματα, τελετουργικές εστίες, μεταλλουργεία και κεραμικά του 8ου-7ου αιώνα π.Χ.[2]
Κατά τον 6ο-4ο αιώνα π.Χ. στις όχθες του Εύξεινου Πόντου εγκαταστάθηκαν Ίωνες. Ο Έλληνας γεωγράφος Ψευδοσκύλαξ ανέφερε το βασίλειο της Κολχίδας. Στα ευρήματα της περιόδου περιλαμβάνονται αμφορείς, κεραμικά, κοσμήματα και γυαλικά που είχαν εισαχθεί από την Αττική, την Ιωνία και το Αιγαίο. Ο οικισμός αναπτύχθηκε και επεκτάθηκε κατά τον 5ο-4ο αιώνα π.Χ.[2]
Τα περισσότερα κτίρια χτίστηκαν τον 4ο-8ο αιώνα μ.Χ., όταν η Αρχαιόπολη ήταν πρωτεύουσα της Λαζικής. Το φρούριο του Κούτζι, ενός εριστάβι (Δούκα) της Κολχίδας, ήταν στρατηγικά σημαντική θέση στους μεγάλους πολέμους μεταξύ των Βυζαντινών και των Σασσανιδών τον 6ο αιώνα μ.Χ. Τότε προστάτευε τη Λαζική (σύγχρονη Μινγκρελία) από τις επιθέσεις των Σασσανιδών, των Περσών και των Ιβηριανών. Στον πόλεμο του 540-562 μ.Χ., η αποτυχία των Περσών να πάρουν την Αρχαιόπολη Νοκαλακέβι από τους Βυζαντινούς και τους Λαζούς τελικά τους κόστισε τον έλεγχο της Λαζικής.
Οι πρώτες Βυζαντινές αμυντικές οχυρώσεις της Αρχαιόπολης Νοκαλακέβι βασίστηκαν στο ότι η τοποθεσία περιβάλλεται σε τρεις πλευρές από τον ποταμό Τεχούρι ενώ στα βόρεια υπάρχει απόκρημνο έδαφος. Η ακρόπολη ήταν απόρθητη ψηλά στο βουνό και η «άνω πόλη» είχε κοινό τείχος με την «κάτω πόλη» στην κοιλάδα, όπου οι ανασκαφές αποκάλυψαν τα πέτρινα κτίσματα του 4ου-6ου αιώνα μ.Χ. Κάτω από αυτά τα ιστορικά επίπεδα της Ρωμαϊκής περιόδου υπάρχουν ενδείξεις προγενέστερων περιόδων οίκησης και εγκατάλειψης, κατά τον 8ο-2ο αιώνα π.Χ. [6]
Η Εκκλησία των 40 Μαρτύρων χρονολογείται του 11ου αιώνα. Κατά τον 15ο-19ο αιώνα στο Νοκαλακέβι έζησαν μέλη του πριγκιπικού Οίκου των Νταντιάνι. Κατασκεύασαν εκκλησία με καμπαναριό και επισκεύασαν το ανάκτορο, παλαιά τείχη και πύργους.[2]
Η ιστορική σημασία της ερειπωμένης πόλης αναγνωρίστηκε περί το 1834, πριν από την επίσημη προσάρτηση του Σαμεγκρέλο στη Ρωσία, όταν ο Ελβετός φιλόλογος Φρεντερίκ Ντυμπουά του Μονπερέ υπέθεσε ότι η Αρχαιόπολη των βυζαντινών ιστορικών ήταν η Αία, η αρχαία πρωτεύουσα της Κολχίδας από τον ελληνικό μύθο για τους Αργοναύτες.[2]
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές ξεκίνησαν το 1930 από τον Γερμανό αρχαιολόγο Α.Μ.Σνάιντερ του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ και αποκάλυψαν έναν πύργο και χρυσά νομίσματα από τον καιρό του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μαυρίκιου (584-602 μ.Χ.). Οι αρχαιολογικές έρευνες διακόπηκαν 2 μήνες μετά λόγω των πολιτικών αναταραχών της δεκαετίας του 1930 στη Γεωργία.[7][2]
Το 1973 το Γεωργιανό Εθνικό Μουσείο ανέθεσε στον Πάρμεν Ζακαράια τις αρχαιολογικές έρευνες στο Νοκαλακέβι. Το 1980-90 έφεραν στην επιφάνεια 6 εκκλησίες, 2 λουτρά και 2 βασιλικά ανάκτορα, που όλα χρονολογούνται του 4ου-6ου αιώνα. Επίσης, μία καλά διατηρημένη σήραγγα, πύργους και οχυρώσεις του 4ου-6ου αιώνα, ένα μεταλλουργείο, ένα ιερό και ~100 ζωόμορφα αγάλματα.[2]
Το 1991, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τις πολιτικές αναταραχές στην ανεξαρτητοποιημένη Γεωργία, διακόπηκε η χρηματοδότηση της αρχαιολογικής αποστολής και οι εργασίες σταμάτησαν. Κατά τον εμφύλιο του 1993 η αρχαία πόλη ήταν διεκδικούμενη γη που άλλαξε χέρια τουλάχιστον 4 φορές και και καταλήφθηκε 2 φορές από δυνάμεις του Ζβιάντ Γκαμσαχούρντια. Οι υποδομές της αρχαιολογικής αποστολής υπέστησαν ζημιές, ο κινητός εξοπλισμός κλάπηκε και το μουσείο λεηλατήθηκε.[2]
Από το 2001 οι αρχαιολογικές μελέτες συνεχίζονται στο πλαίσιο μίας Αγγλικής-Γεωργιανής συνεργασίας.[8][2]