Νταβίντ Ρίγκερτ | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
2015 | |||||||||
Προσωπικές Πληροφορίες | |||||||||
Γέννηση | 12 Μαρτίου 1947 Ταγκανρόγκ, Σοβιετική Ένωση | ||||||||
Έτη δραστηριοποίησης | 1969 – 1981 | ||||||||
Ύψος | 1,77 μ. | ||||||||
Άθλημα | |||||||||
Χώρα | Σοβιετική Ένωση | ||||||||
Άθλημα | Άρση βαρών | ||||||||
Μετάλλια
|
Ο Νταβίντ Αντάμοβιτς Ρίγκερτ (ρωσικά: Давид Ада́мович Ри́герт, γεννήθηκε 12 Μαρτίου 1947) είναι Σοβιετικός, αυστριακής καταγωγής, πρώην αθλητής της άρσης βαρών και προπονητής. Θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους του αθλήματος όλων των εποχών. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του σημείωσε 68 παγκόσμια ρεκόρ και κέρδισε ένα χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο, το 1976 καθώς και έξι παγκόσμιους τίτλους.[1] Το 1999 εισήχθη στο Hall of Fame της Διεθνούς Ομοσπονδίας Άρσης Βαρών.
Ο Ρίγκερτ ήταν γιος του Ρωσογερμανών Αντάμ Αντάμοβιτς Ρίγκερτ και Γιελιζαβέτα Ρουντόλφοβνα Χορν. Ο παππούς του, Αντάμ Ρίγκερτ, εργαζόταν στο κτήμα του Βαρώνου Ρούντολφ Χορν, ενός αξιωματικού του τσάρου. Η κόρη του Βαρώνου Χορν, Γιελιζαβέτα, παντρεύτηκε τον γιο του Αντάμ Ρίγκερτ, επίσης Αντάμ. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας του (χειριστής αγροτικών μηχανημάτων) μεταφέρθηκε στα Ουράλια Όρη ως καταναγκαστικός εργάτης, μαζί με άλλους Ρώσους γερμανικής καταγωγής, και η μητέρα και τα παιδιά του μεταφέρθηκαν στο Βόρειο Καζακστάν. Ο Νταβίντ και τα οκτώ αδέρφια του μεγάλωσαν στην περιοχή Κουμπάν, κοντά στον Καύκασο και δούλευε από μικρή ηλικία σε συλλογικό αγρόκτημα.[2][3]
Ο Ρίγκερτ αρχικά προπονήθηκε ως πυγμάχος γνωρίζοντας επιτυχία σε τοπικό επίπεδο στα 17 του, αλλά στη συνέχεια, με κίνητρο τη νίκη του Γιούρι Βλάσοφ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960, άλλαξε στην άρση βαρών: είδε για πρώτη φορά πραγματική μπάρα σε ένα ρεπορτάζ, το οποίο προβλήθηκε στη συλλογική φάρμα πριν από την έναρξη μιας ταινίας μεγάλου μήκους. Αφού υπηρέτησε στον Σοβιετικό Στρατό, μετακόμισε στο Σάχτι, για να εκπαιδευτεί με τον Ρούντολφ Πλιουκφέλντερ. Στη νέα του πόλη, ο Ρίγκερτ εργάστηκε ως ανθρακωρύχος, καθώς το ενδιαφέρον του για σπουδές ήταν περιορισμένο.[2][4]
Ο Ρίγκερτ άρχισε να προπονείται μόνος του στην άρση βαρών το 1966, χρησιμοποιώντας τις μεθόδους προπόνησης του πρώην Σοβιετικού πρωταθλητή άρσης βαρών Αρκάντι Βορομπιόφ. Δύο χρόνια αργότερα, ενώ υπηρετούσε στον Σοβιετικό Στρατό, ο Ρίγκερτ κέρδισε τον τίτλο Master of Sports της ΕΣΣΔ. Αυτό το επίπεδο ισοδυναμούσε με αυτό ενός εθνικού πρωταθλητή.[5][6] Είχε τέλειες σωματικές αναλογίες, ιδιαίτερα αθλητικός και εκρηκτικός. Αργότερα στη ζωή του θα αναπτύξει κατακόρυφο άλμα ενός μέτρου.[7] Οι Δυτικοευρωπαίοι τον αποκαλούσαν «λιοντάρι με τους μύες του Ηρακλή». Μετά την αποστράτευση έζησε και εκπαιδεύτηκε στο Αρμαβίρ. Το 1969 γνώρισε τον διάσημο Σοβιετικό προπονητή Ρούντολφ Πλιουκφέλντερ, ο οποίος τον προσκάλεσε στο Σάχτι, όπου ο Ρίγκερτ άρχισε να εκπαιδεύεται στις Εθελοντικές αθλητικές κοινωνίες της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Πλιουκφέλντερ. Σημείωσε εντυπωσιακή πρόοδο και μόλις 11 μήνες αργότερα, το 1970, ο Ρίγκερτ συμπεριλήφθηκε στην εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης και έκανε το ντεμπούτο του διεθνώς, κερδίζοντας χάλκινο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Άρσης Βαρών των ΗΠΑ στην κατηγορία των 82,5 κιλών.[3][8]
Στις 16 Νοεμβρίου 1970 σημείωσε το πρώτο του παγκόσμιο ρεκόρ με 162 κιλά στο αρασέ της κατηγορίας των 90 κιλών.[9] Το 1971 στο Πρωτάθλημα Ρωσικής ΣΟΣΔ, ο Ρίγκερτ σημείωσε το δεύτερό του παγκόσμιο ρεκόρ με την χρονιά να συνεχίζεται με συνολικά 11 επιδόσεις κόσμου.[5][10] Έτσι ξεκίνησε μία εντυπωσιακή σειρά 68 παγκόσμιων ρεκόρ: τέσσερα από αυτά στην ελαφρύ-βαρέων βαρών (82,5 κιλά, δύο στο αρασέ, ένα στο ζετέ και ένα στο σύνολο), 50 στα μεσαία βαρέα (90 κιλά, ένα στο ντεβελοπέ, 14 στο αρασέ, 17 στο ζετέ και ένα στο σύνολο 18 συνολικά), 13 στα υποβαρέα (100 κιλά, 5 στο αρασέ, 4 στο ζετέ και 4 στο σύνολο) και ένα στο αρασέ βαρέων βαρών.[1] Τον ξεπέρασε μόνο ο Βασίλι Αλεξέεφ με τον οποίο προπονούνταν μαζί.[7] Το 1971 σημείωσε και την πρώτη διεθνή του επιτυχία κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Άρσης Βαρών στη Σόφια της Βουλγαρίας ανυψώνοντας στο σύνολο 537,5 κιλά κερδίζοντας χάρη στη διαφορά βάρους.[11] Την ίδια χρονιά ανέβηκε και στην κορυφή του κόσμου ανυψώνοντας στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 542,5 κιλά στο σύνολο και 202,5 κιλά στο ζετέ, ο πρώτος της κατηγορίας του που ξεπέρασε τα 200 κιλά, με αμφότερες τις επιδόσεις να συνιστούν ρεκόρ κόσμου.[7][12]
Μία απογοητευτική εμφάνιση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972 ακολούθησε με τον ίδιο να ρίχνει ευθύνη στον εαυτό του καθώς ξεκίνησε μπροστά κατά πέντε κιλά με το ντεβελοπέ και επιχείρησε στο αρασέ την πρώτη του προσπάθεια στα 160 κιλά, με το δικό του παγκόσμιο ρεκόρ στα 167,5 κιλά, αποτυγχάνοντας τρεις φορές. Ήταν τόσο έξαλλος με την απερισκεψία του που άρχισε κυριολεκτικά να τραβάει τα μαλλιά του και να χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο του πλατό. Απομακρύνθηκε βίαια από τους σοβιετικούς συναθλητές του.[5][13] Το 1973 ο Ρίγκερτ κέρδισε σε όλους τους αγώνες που συμμετείχε, σημειώνοντας 8 παγκόσμια ρεκόρ. Κέρδισε όλα τα παγκόσμια και ευρωπαϊκά πρωταθλήματα μεταξύ 1973 και 1976 και στο Πρωτάθλημα της ΕΣΣΔ του 1976 ανύψωσε στο σύνολο 400 κιλά, επίδοση υψηλότερη από το αντίστοιχο σύνολο των δύο κατηγοριών υψηλότερου βάρους.[6][14] Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία των 90 κιλών ανυψώνοντας 382,5 κιλά στο σύνολο, 20 κιλά περισσότερα από τον δεύτερο.[6][15]
Παρά αυτά τα επιτεύγματα κατά τη διάρκεια της καριέρας του, η τελευταία του εμφάνιση σε μεγάλη διοργάνωση ήταν απογοητευτική: μηδενίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1980. Στις 2 Μαΐου, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Βελιγραδίου είχε καταρρίψει παγκόσμια ρεκόρ στο αρασέ και στο ζετέ ως αθλητής της κατηγορίας των 100 κιλών με 181 και 230 κιλά αντίστοιχα, κατακτώντας τον ένατο τίτλο του και τρίτο συνεχόμενο. Για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Ρίγκερτ (περισσότερο ως πρόκληση) μετακόμισε σε κατηγορία ελαφρύτερων βαρών, από την κατηγορία κάτω των 100 κιλών στην κάτω των 90 κιλών. Ως αποτέλεσμα της γρήγορης (σε λιγότερο από τέσσερις μήνες) απώλειας βάρους, έσχισε το μυ στο οπίσθιο μέρος του μηρού του στην πρώτη προσπάθειά του στα 170 κιλά. Το βάρος ήταν σχετικά υψηλό στα πλαίσια της εξέλιξης του ανταγωνισμού και οι επόμενες δύο προσπάθειες είχαν την ίδια κατάληξη.[16][17] Σημείωσε το τελευταίο ρεκόρ κόσμου της καριέρας του στις 23 Μαρτίου 1981 ανυψώνοντας 185 κιλά στο αρασέ στην κατηγορία των 100 κιλών στη Λυών της Γαλλίας.[18]
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, ο Ρίγκερτ μετακόμισε στο Ροστόφ και αργότερα στο Ταγκανρόγκ. Ήταν προπονητής, σπούδασε στο Ινστιτούτο Φυσικής Πολιτισμού της Μόσχας, κατασκεύαζε βάρη για αγώνες άρσης βαρών και οικοδόμησε περίπου 100 αθλητικές εγκαταστάσεις στο Ταγκανρόγκ. Δημιούργησε επίσης κέντρο άρσης βαρών στην πόλη και ήταν προπονητής της εθνικής ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης το διάστημα 1985–87, ενώ το 2002 ανέλαβε την ευθύνη της εθνικής ομάδας άρσης βαρών της Ρωσίας μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.[1] Το 2013 Ακαδημία Άρσης βαρών με το όνομά του ιδρύθηκε στην Ουγγαρία.[19]
Το 2004 εξελέγη βουλευτής του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης (Δούμα) και τον Μάρτιο του 2009 επανεξελέγη βουλευτής της Δούμας του Ταγκανρόγκ, εκπροσωπώντας το πολιτικό κόμμα της Ενωμένης Ρωσίας. Ο Ρίγκερτ είναι επίτιμος πολίτης του Ταγκανρόγκ, του Γκρόζνυ και του Τσορνομόρσκ.[6][20] Τιμήθηκε με το Τάγμα του Κόκκινου Λαβάρου της Εργασίας το 1976. Το 1999 εισήχθη στο Hall of Fame της Διεθνούς Ομοσπονδίας Άρσης Βαρών.[21]
Είναι παντρεμένος με τη Ναντέζντα, πρώην αθλήτρια του ακοντισμού. Έχουν τρεις γιους, τον Βίκτορ, τον Βλαντισλάβ και τον Ντενίς, όπου όλοι έγιναν αρσιβαρίστες.[2]