Το ντιντζεριντού (didgeridoo ή didjeridu) είναι πνευστό μουσικό όργανο. Αναπτύχθηκε από ιθαγενείς της βόρειας Αυστραλίας πιθανώς πριν από 1.000 ως 1.500 χρόνια, και σήμερα η χρήση του έχει εξαπλωθεί παγκοσμίως. Αν και ξύλινο, ταξινομείται από τους μουσικολόγους ως χάλκινο αερόφωνο.[1]
Το ντιντζεριντού έχει συνήθως σχήμα κυλίνδρου ή πολύ μακρόστενου κώνου και έχει μήκος από ένα μέχρι τρία μέτρα, με τα περισσότερα στο 1 έως 1,5 μέτρο. Γενικώς, όσο μακρύτερο είναι το πνευστό, τόσο βαρύτερος είναι ο ήχος, ωστόσο τα όργανα με πλατύ άνοιγμα παίζουν υψηλότερους τόνους, με ήχο παρόμοιο της τρομπέτας.
Δεν υπάρχουν αξιόπιστες πηγές για την χρονική περίοδο που εφευρέθηκε το ντιντζεριντού. Αρχαιολογικές μελέτες υποδεικνύουν ότι οι κάτοικοι της περιοχής Κακαντού της Βόρειας Αυστραλίας χρησιμοποιούσαν το όργανο εδώ και λιγότερο από χίλια χρόνια, με βάση χρονολόγηση βραχογραφιών. Η καθαρότερη ίσως βραχογραφία, στο Ginga Wardelirrhmeng, στο βόρειο όριο του υψιπέδου της Γης Άρνεμ, από την περίοδο του «γλυκού νερού»[2] (που άρχισε μετά το 500 μ.Χ.)[3], δείχνει έναν οργανοπαίκτη του ντιντζεριντού και δύο τραγουδιστές να συμμετέχουν σε μια τελετή των Ουμπάρ (Ubarr).[4]
Η ονομασία «ντιντζεριντού» δεν προέρχεται από τις γλώσσες των ιθαγενών της Αυστραλίας και θεωρείται ηχοπλασία (απόδοση του ήχου του οργάνου). Οι πρώτες καταγραφές παραλλαγών του ονόματος εμφανίζονται σε μια έκδοση του Hamilton Spectator[5] του 1908, μία έκδοση του The Northern Territory Times and Gazette[6] το 1914 και ένα φύλλο του 1919 της εφημερίδας Smith's Weekly, όπου αναφέρεται ως didjerry, από τον ήχο «didjerry, didjerry, didjerry».[7]
Μια αμφιλεγόμενη ανταγωνιστική ερμηνεία είναι ότι το «ντιντζεριντού» αποτελεί παραφθορά της ιρλανδικής φράσεως dúdaire dubh ή dúidire dúth.[8] Το dúdaire/dúidire είναι ουσιαστικό που, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, μπορεί να σημαίνει «τρομπετίστας», «μουρμουριστής» ή «φυσών», ενώ το dubh σημαίνει «μαύρος» και dúth σημαίνει «ντόπιος».
Οι ίδιοι οι αυτόχθονες της βόρειας Αυστραλίας έχουν αρκετές διαφορετικές ονομασίες για το όργανο, καμιά από τις οποίες δεν είναι παρόμοια με την ντιντζεριντού. Αρκετοί φίλοι του ντιντζεριντού, ειδικοί και αυτόχθονες στηρίζουν τη χρήση των τοπικών αυτών ονομασιών.[9]
Μία από τις συνηθέστερα χρησιμοποιούμενες τοπικές ονομασίες είναι γιντάκι (κάποτε «γιρντάκι»), αν και για την ακρίβεια σημαίνει έναν ειδικότερο τύπο του οργάνου, αυτό της φυλής Γιόλνγκου της βορειοδυτικής Γης Άρνεμ.
Τα παραδοσιακά ντιντζεριντού κατασκευάζονται συνήθως από είδη ευκαλύπτου που ενδημούν στη βόρεια και κεντρική Αυστραλία.[10] Γενικώς χρησιμοποιείται ξύλο από τον κορμό, αν και ένα πολύ μεγάλο κλαδί μπορεί να χρησιμεύσει επίσης. Οι παραδοσιακοί κατασκευαστές αναζητούν κατάλληλα ζωντανά δέντρα που έχουν κουφάνει οι τερμίτες. Οι τερμίτες αφαιρούν μόνο την εντεριώνη, δηλαδή το κεντρικό τμήμα του κορμού, καθώς το ηθμαγγειώδες μέρος του κορμού στους ζωντανούς ευκάλυπτους περιέχει μία χημική ένωση που απωθεί τα έντομα.[11] Παραμένει έτσι ένα προσεγγιστικά κυλινδρικό κενό μέρος στο μέσο του κορμού.