Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς | |
---|---|
Προσωπικά στοιχεία | |
Πλ. Όνομα | Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς |
Εθνικότητα | Σέρβος |
Γέννηση | 17 Αυγούστου 1954 Τσάτσακ, Σ.Δ. Σερβίας, Γιουγκοσλαβία |
Ύψος | 1,92 μ. |
Θέση | Σούτινγκ γκαρντ |
Καριέρα σε συλλόγους | |
1966 - 1971 | Ζελέζνιτσαρ Τσάτσακ |
1971 - 1972 | Μπόρατς Τσάτσακ |
1972 - 1981 | Παρτιζάν Βελιγραδίου |
1981 - 1983 | Σκαβολίνι Πέζαρο |
1983 - 1984 | Ρασίνγκ Παρί |
Εθνικές ομάδες | |
Ως παίκτης: | |
1972 - 1983 | Εθνική Γιουγκοσλαβίας |
Τίτλοι |
Ο Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς (Dragan Kićanović, σερβικά - κυριλλικά: Драган Кићановић, γεννήθηκε 17 Αυγούστου 1954) είναι πρώην Γιουγκοσλαβος (από τη Σερβία) πρώην καλαθοσφαιριστής, ο οποίος αγωνιζόταν στη θέση του σούτινγκ γκαρντ. Μολονότι εγκατέλειψε την ενεργό δράση σε ηλικία μόλις 30 ετών, πρόλαβε να στεφθεί χρυσός ολυμπιονίκης, παγκόσμιος πρωταθλητής και τρεις συνεχόμενες φορές πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας.
Δεινός σκόρερ και μάλιστα σε μια εποχή που δεν είχε καθιερωθεί το τρίποντο, υπήρξε ο κορυφαίος Ευρωπαίος σούτινγκ γκαρντ της γενιάς του κι ένας απ' τους καλύτερους όλων των εποχών. Σύμφωνα με το Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, ο Κιτσάνοβιτς ήταν ένα θηρίο, δεν υπήρχε μεγαλύτερο κίνητρο απ' αυτόν για να ασχοληθεί κάποιος με το άθλημα. Το 1981 και το 1982 κέρδισε όλα τα βραβεία Ευρωπαίου παίκτη της χρονιάς,[1] ενώ από το 2010 είναι μέλος του Hall of Fame της FIBA.
Ο Κιτσάνοβιτς ξεκίνησε το μπάσκετ στη Ζελέζνιτσαρ Τσάτσακ, ομάδα β΄ κατηγορίας. Στο γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα πρωτοεμφανίστηκε το 1971 με τη μεγάλη ομάδα της πόλης, την Μπόρατς.[2]
Το 1972 μεταγράφηκε στην Παρτιζάν Βελιγραδίου, όπου συνάντησε τον άλλο μεγάλο σκόρερ της δεκαετίας του '70, το σμολ φόργουορντ Ντράζεν Νταλιπάγκιτς. Οι δυο τους οδήγησαν την ομάδα στους πρώτους τίτλους της ιστορίας της: Πρωτάθλημα και Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας, Κύπελλο Κόρατς. Στις 26 Νοεμβρίου 1978, η ομάδα μπάσκετ της Παρτιζάν κέρδισε τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο στην πλούσια ιστορία του συλλόγου. Στον τελικό του κυπέλλου Κόρατς στη Μπάνια Λούκα, νίκησε την επίσης γιουγκοσλαβική Μπόσνα Σεράγεβο με 117-110 μετά από παράταση. Οι βασικοί δημιουργοί αυτής της επιτυχίας ήταν ο Νταλιπάγκιτς με 48 πόντους και ο Kιτσάνοβιτς με 33.[3] Στον τελικό της επόμενης χρονιάς ο σύλλογος του Βελιγραδίου επιβλήθηκε της ιταλικής Ριέτι με 108-98 με 41 πόντους του Κιτσάνοβιτς.[4] Ήταν ένας ολοκληρωμένος παίκτης, τεχνικά τέλειος. Αυτό όμως που κάνει τη διαφορά μεταξύ ενός μεγάλου ταλέντου και ενός μεγάλου παίκτη είναι ο χαρακτήρας. Ήταν γεννημένος νικητής και μαχητής, δεν του άρεσε να χάνει σε τίποτα. Είχε έντονο χαρακτήρα και ήταν πρόθυμος να παλέψει για τη νίκη, ανεξάρτητα από τις συνθήκες και δεν φοβόταν εχθρικές ατμόσφαιρες.[5] Με την Παρτιζάν συμμετείχε σε 192 αγώνες πρωταθλήματος σημειώνοντας 5.443 πόντους έχοντας μέσο όρο 28,3 πόντους ανά παιχνίδι.[6]
Το 1981 υπέγραψε στην ιταλική Σκαβολίνι Πέζαρο, με την οποία κατέκτησε το 1983 το Κύπελλο Κυπελλούχων (επίσης ο πρώτος τίτλος στην ιστορία της ομάδας). Ήταν πρώτος σκόρερ του τελικού της 9ης Μαρτίου απέναντι στην γαλλική ΑΣΒΕΛ με 31 πόντους (αποτέλεσμα 111-99).[7]
Το καλοκαίρι του 1983 αποφάσισε να φύγει απ' τη Σκαβολίνι, μετά από το περιστατικό με τους Ιταλούς διεθνείς στον αγώνα του Ευρωμπάσκετ εκείνης της χρονιάς. Εντάχθηκε στη γαλλική Ρασίνγκ Παρί, όπου και έκλεισε την καριέρα του στο τέλος της σεζόν.[5]
Ο Κιτσάνοβιτς ξεκίνησε από τις «μικρές» εθνικές, όταν ακόμα αγωνιζόταν στην άσημη Ζελέζνιτσαρ. Ήταν δεύτερος σκόρερ της ομάδας που κατέκτησε τα Ευρωμπάσκετ Παίδων και Εφήβων, το 1971[8] και 1972[9] αντίστοιχα. Το 1971 συμμετείχε επίσης στην ομάδα που κατέκτησε το χρυσό στους Μεσογειακούς Αγώνες - τυπικά η διοργάνωση είναι επιπέδου ανδρών, οι Γιουγκοσλάβοι όμως συνήθως έστελναν νέους παίκτες για να αποκτήσουν εμπειρία.
Με την εθνική ανδρών ντεμπουτάρισε το 1973 στο Ευρωμπάσκετ της Ισπανίας. Ήταν βασικό στέλεχος της ομάδας σε όλες τις σημαντικές διοργανώσεις έως το 1983, συνολικά έξι Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, τρία Παγκόσμια Πρωταθλήματα και δύο Ολυμπιακούς Αγώνες. Ανέβηκε στο βάθρο 10 φορές, τις μισές στην πρώτη θέση, με κορυφαία στιγμή τους Ολυμπιακούς της Μόσχας (1980) με την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου.[10] Σε εκείνη τη διοργάνωση είχε μέσο όρο 23,4 πόντους, 2,2 ριμπάουντ και 1,8 ασίστ, ενώ με 189 πόντους ήταν τρίτος σκόρερ της διοργάνωσης.[11][12] Στη διοργάνωση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος του 1974 ήταν ο πολυτιμότερος παίκτης του τουρνουά και πρώτος σκόρερ της Γιουγκοσλαβίας με μέσο όρο 19,9 πόντους.[2][13][14] Με 491 πόντους στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα είναι 5ος σκόρερ όλων των εποχών.[15] Το 1981 ήταν πολυτιμότερος παίκτης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος της Τσεχοσλοβακίας σημειώνοντας 168 πόντους και έχοντας μέσο όρο 18,7 πόντων.[16]
Εκτός μεταλλίων έμεινε μόνο στο Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας (1983), κατά το οποίο πάντως προκάλεσε μια από τις βιαιότερες συμπλοκές που έχουν γίνει σε μεγάλο τουρνουά. Ήταν σε αγώνα εναντίον της Εθνικής Ιταλίας για τη φάση των ομίλων, όταν μία κλωτσιά-καράτε σε αντίπαλο παίκτη εξελίχθηκε σε γενικευμένη σύρραξη εντός του αγωνιστικού χώρου. Ανάμεσα στα πολλά που συνέβησαν στη συνέχεια, ο Κιτσάνοβιτς καταδιώχθηκε στα δημοσιογραφικά θεωρεία, όπου τον «υποδέχθηκαν» οι Ιταλοί αθλητικογράφοι χτυπώντας τον με τα καπάκια των γραφομηχανών τους, ενώ ταυτόχρονα ο Γκόραν Γκρμπόβιτς κυνηγούσε τους Ιταλούς παίκτες με ένα ψαλίδι.[17] Μετά απ' αυτό ο Κιτσάνοβιτς δεν ξανάπαιξε στην εθνική ομάδα, ανοίγοντας έτσι το δρόμο της πρώτης πεντάδας σε ένα 19χρονο γκαρντ, τον Ντράζεν Πέτροβιτς. Με την εθνική ανδρών αγωνίστηκε σε 216 αγώνες και πέτυχε 3.330 πόντους.[2] Είναι ο δεύτερος σκόρερ στην ιστορία της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας πίσω από τον Νταλιπάγκιτς.
Μετά το τέλος της καριέρας του ήταν διευθυντής της Παρτιζάν (τότε πρωταθλήτρια Ευρώπης, Κωνσταντινούπολη, 1992), διευθυντής της εθνικής ομάδας μπάσκετ της Γιουγκοσλαβίας, μέλος της Προεδρίας της Ένωσης Καλαθοσφαίρισης Σερβίας και Γιουγκοσλαβίας, Υπ. του αθλητισμού στην κυβέρνηση της Σερβίας από τις 31 Ιουλίου 1991 έως τις 24 Σεπτεμβρίου 1992. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αναγέννηση της Παρτιζάν που επανήλθε στην κορυφή του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ με την κατάκτηση δύο συνεχόμενων τίτλων πρωταθλήματος το 1987 και το 1988.[18] Το διάστημα 1996-2005 ήταν πρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής της χώρας του.[10]