Η ντροπή πτήσης (σουηδικά: flygskam[1]) είναι η ντροπή ή το αίσθημα ενοχής το οποίο πρέπει να αισθάνεται ένα άτομο ενήμερο ή ευαισθητοποιημένο σχετικά με το ζήτημα της προστασίας του περιβάλλοντος σχετικά με τις μετακινήσεις μέσω αεροπλάνου, μεταφορικού μέσου γνωστού για τον συνεχώς αυξανόμενο κλιματολογικό αντίκτυπό του και σημαντικότερο σε σύγκριση με άλλα μεταφορικά μέσα, συμβάλλοντας, ως εκ τούτου, στην περαιτέρω επιδείνωση και επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής[2]. Μία σχετικά παρεμφερής πρακτική, η κρυφή πτήση (σουηδικά: smygflyga), αναφέρεται στα άτομα τα οποία φέρεται να ταξιδεύουν αεροπορικώς στα κρυφά, ελπίζοντας πως κανείς δεν θα αντιληφθεί την παρουσία τους[3].
Κατά τις απαρχές του 21ου αιώνα, η αεροπλοΐα ήταν υπεύθυνη για ποσοστό, περίπου, της τάξεως του 2 % επί του συνόλου των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε παγκόσμιο επίπεδο, ωστόσο ο αντίκτυπος ως προς την κλιματική αλλαγή είναι δυνατό να προσδιοριστεί με ένα ποσοστό της τάξεως του 5 % εφόσον ληφθεί υπόψη το σύνολο των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ενώ ο ρυθμός της εναέριας κυκλοφορίας βρίσκεται σε συνεχή ανάπτυξη[4][5]: συνολικά, 4.000.000.000 επιβάτες χρησιμοποίησαν το αεροπλάνο ως μέσο μεταφοράς κατά τη διάρκεια του 2018, ενώ συγκριτικά διπλάσιος αριθμός προβλέπεται έως το τέλος της δεκαετίας του 2020[5]. Σύμφωνα με την εφημερίδα Le Monde, οι τεχνολογικές πρόοδοι οι οποίες αναμένεται εντός του τομέα των αερομεταφορών «δεν θα είναι επαρκείς προκειμένου να επιτρέψουν την απορρόφηση της εκτίναξης των τιμών των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου»[5].
Η συμβολή των αερομεταφορών στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου βρίσκεται σε συνεχή επιδείνωση. Οι εκπομπές ανά επιβάτη μειώθηκαν μεταξύ του 2000 και του 2020 χάρη στη χρήση λιγότερο ενεργοβόρων αεροπλάνων, ωστόσο, μέσω επίδρασης αναπήδησης, ο αριθμός επιβατών αυξήθηκε σε ιδιαιτέρως σημαντικό βαθμό[3]. Οι εκπομπές ρύπων σε παγκόσμιο επίπεδο προερχόμενων από την αεροπλοΐα υπολογίζονταν ως κατά 70 % υψηλότερες το 2020 συγκριτικά με το 2005. Βάσει του συγκεκριμένου ρυθμού και εφόσον δεν υπάρξει κάποια αύξηση ως προς τις υπόλοιπες πηγές, η αεροπλοΐα θα είναι υπεύθυνη για ποσοστό της τάξεως του 22 % επί του συνόλου των ανθρωπογενών εκπομπών το 2050[6], παραβιάζοντας, ως εκ τούτου, τη Συμφωνία του Παρισιού η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να μην ξεπεραστεί η τιμή του +1,5 °C έως το 2100[3].
Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού, σύμφωνα με σχετική έκθεση του 2018 της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος, κάθε κάτοικος της Γης θα πρέπει να εκπέμπει σε ετήσια βάση τιμή μικρότερη των 3-4 τόνων διοξειδίου του άνθρακα έως το 2030 και μικρότερη του 1 τόνου έως το 2050[7]. Επί παραδείγματι, κατά τη διάρκεια ταξιδιού μετ'επιστροφής μεταξύ Βρυξελλών και Νέας Υόρκης, ο κάθε επιβάτης είναι υπεύθυνος για την εκπομπή, περίπου, 1,9 τόνων διοξειδίου του άνθρακα[3].
<ref>
. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα EtudeSuede20109
.<ref>
. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα EnnemiPublic
.