Με την ονομασία Νυμφαίο (Νυμφαίον) οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν τόπους ιερούς αφιερωμένους στις νύμφες και ειδικότερα στις νύμφες των πηγών που ήταν κυρίως οι Ναϊάδες. Η καθιέρωση αυτή ανάγεται από τους μυθικούς χρόνους όπως αναφέρει ο Όμηρος αλλά και πολλοί ιστορικοί στη συνέχεια όπως ο Στράβων, ο Πλούταρχος και η Σουίδα.
Συνηθέστερα τέτοιοι τόποι ήταν φυσικά σπήλαια μέσα στα οποία ανέβλυζαν πηγές και οι οποίες θεωρούνταν λουτρώνες και χώροι ενδιαίτησης των Νυμφών. Από τέτοια Νυμφαία ήταν κατάσπαρτος όλος ο αρχαίος ελλαδικός χώρος και όπου αναπτύχθηκε ο ελληνικός πολιτισμός. Χαρακτηριστικό ήταν αυτό που αναφέρει ο Όμηρος, το Νυμφαίο της Ιθάκης στο οποίο κατέφυγε ο Οδυσσέας και προσευχήθηκε με την επιστροφή του στο πάτριο έδαφος, ή όπως το σπήλαιο της Καλυψούς που ήταν και αυτό Νυμφαίο.[1]
Νυμφαία ονόμαζαν επίσης οι αρχαίοι και τα αψιδωτά οικοδομήματα που στέγαζαν τις κρήνες βρύσες των πόλεων, οι οποίες ήταν συνήθως αφιερωμένες στις Νύμφες. Τέτοια τεχνητά νυμφαία ήταν η κρήνη του Θεαγένη στα Μέγαρα,[2] οι κρήνες της Πριήνης και της Γλαυκής στην Κόρινθο,[3] καθώς και η πηγή της Καλλιρρόης της Αθήνας.[4] Άλλα σπουδαία νυμφαία που αναφέρονται από ιστορικούς είναι:
Πολλές φορές γύρω από τα Νυμφαία ανεγείρονταν ιδιαίτερος μικρός ναός αφιερωμένος στις Νύμφες όπου και αυτός ονομάζονταν Νυμφαίον, όπως τέτοιοι υπήρχαν πολλοί στην Ήλιδα, κατά μαρτυρία του Στράβωνα. Έτσι άρχισε να γενικεύεται η ανέγερση τέτοιων οικοδομημάτων και εντός των πόλεων τα οποία στην ουσία στέγαζαν δημόσιες κρήνες που αφιερώνονταν επίσης στις Νύμφες. Τέτοια τεχνητά πλέον νυμφαία ιδιαίτερα αξιόλογα από τον πλούσιο διάκοσμό τους ήταν:
Με το χρόνο αυτά τα οικοδομήματα άρχισαν ιδίως στην ελληνιστική περίοδο να γίνονται επιβλητικότερα και πολυτελέστερα με κίονες, δεξαμενές, στοές κ.λπ. Ένα τέτοιο σπουδαίο οικοδόμημα ήταν το Νυμφαίο της Μιέξης στη Μακεδονία στο οποίο ο Αριστοτέλης δίδασκε τον Μέγα Αλέξανδρο[5], που φέρει σήμερα το όνομα Παλαιοσωτήρος στη "Βερριότικη βρύση", κοντά στη Νάουσα. Αυτό στην ουσία ήταν σπήλαιο με σταλακτίτες που στην είσοδό του υπήρχαν λίθινα θρανία όπου ο Αριστοτέλης και δίδασκε. Τέτοιο κατασκευάστηκε και στην Κόρινθο με προ αυτού μεγάλη στοά. Αλλά και στην αρχαία Ολυμπία το φερόμενο ως μνημείο εξέδρας του Ηρώδη του Αττικού ήταν Νυμφαίο που έφερε μεγάλη αψίδα (ως αρχιτεκτονικό σχήμα εισόδου σπηλαίου) με ημιθόλιο στέγη και με μαρμάρινη επένδυση των τοίχων φέροντας δύο αγάλματα. Σε τέτοιο ακριβώς αρχιτεκτονικό σχέδιο με ημιθόλιο στέγη ήταν και το Νυμφαίο της Εφέσου που φέρεται πλέον να είχαν υιοθετήσει οι Ρωμαίοι τεχνικοί και αρχιτέκτονες της εποχής.
Τα ρωμαϊκά Νυμφαία καλούμενα Νυμφέουμ (εκ της λατινικής Nympheum) άρχισαν να ανοικοδομούνται περί τον 4ο αιώνα π.Χ.; Ήταν τεχνητά οικοδομήματα και χρησίμευαν ως ιερά, δεξαμένες ή εντευκτήρια. Τα περισσότερα ήταν εξαρτήματα ανακτόρων ή θερμών, όπως το νυμφαίο των κήπων του αυτοκράτορα Γαλλιηνού, το νυμφαίο του ανακτόρου του Δομιτιανού στο Παλατίνο λόφο και άλλα στον Κυρηνάλιο λόφο της Ρώμης. Γνωστό νυμφαίο στον Ελλαδικό χώρο ήταν το Νυμφαίο της αρχαίας Ολυμπίας ή αλλιώς γνωστό υδραγωγείο του Ηρώδη του Αττικού κτισμένο στην αρχαία Ολυμπία το 160 μ.Χ.[6]
Με την παράλληλη ανάπτυξη των ψηφιδωτών άρχισαν τα νυμφαία της ελληνιστικής περιόδου κυρίως να κοσμούνται με πλούσιες ψηφιδωτές παραστάσεις όπως στην Αντιόχεια και Κωνσταντινούπολη. Έτσι σιγά - σιγά η επιβλητικότητα και ο πλούσιος πλέον διάκοσμός τους άλλαξε και τη χρήση τους μεταβάλλοντας σε τόπους τέλεσης γάμων. Με αυτή την αντίληψη απαντάται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όπως σημειώνει και ο Ιωάννης Ζωναράς «το καλούμενον νυμφαίον οίκον έτερον εις το τους γάμους γίνεσθαι».