Ο «Νόμος του Σε» ή «Νόμος των Αγορών», είναι ένας αμφιλεγόμενος ισχυρισμός, που συναντάται στα κλασικά οικονομικά και σύμφωνα με αυτόν η συνολική παραγωγή υποχρεωτικά δημιουργεί μια ίση ποσότητα συνολικής ζήτησης. Καθιερώθηκε από τον Γάλλο οικονομολόγο Ζαν-Μπατίστ Σε (1767-1832). Ο Σε υποστήριξε επίσης το επιχείρημα ότι ο Νόμος των Αγορών συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να προκύψει ένα «γενικότερο πλεόνασμα» (ο όρος χρησιμοποιούνταν την εποχή του Σε για να εκφράσει ένα ευρύ πλεόνασμα προσφοράς έναντι της ζήτησης). Αν έχουμε πλεόνασμα σε ένα αγαθό, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει αδυναμία κάλυψης ενός άλλου. «Αν ορισμένα αγαθά παραμένουν απούλητα, αυτό συμβαίνει διότι άλλα αγαθά δεν παράγονται[1]».
Ο Νόμος του Σε μπορεί να έχει επιρροές από τον Εκκλησιαστή ε, 10 «ἐν πλήθει ἀγαθωσύνης ἐπληθύνθησαν ἔσθοντες αὐτήν· καὶ τί ἀνδρεία τῷ παρ᾿ αὐτῆς ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τοῦ ὁρᾶν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ;» (μετ.: Όπου υπάρχει πλήθος καλοσύνης, εκεί θα πληθαίνουν και αυτοί που θα την γεύονται. Και κατά τι θα ωφελείται ο ιδιοκτήτης αυτών των αγαθών εκτός του να βλέπει τους άλλους, να απολαμβάνουν τα αγαθά του;). Μαζί με τη θεωρία του Άνταμ Σμιθ περί «Αόρατου Χεριού», ο νόμος του Σε υπήρξε ένα από τα δόγματα που χρησιμοποιούνται για να στηρίξουν την πεποίθηση "laissez-faire" ότι η καπιταλιστική κοινωνία, αν δεν δεχτεί κρατικές παρεμβάσεις, τείνει φυσικά προς την πλήρη απασχόληση και την ευημερία.
Στο Νόμο των Αγορών, ο Σε υποστηρίζει ότι η προσφορά είναι αυτή που κυρίως δημιουργεί το εισόδημα και επειδή οι καταναλωτές είναι αυτοί που χρησιμοποιούν εξ ολοκλήρου το εισόδημά τους, για να δημιουργηθεί ανάπτυξη, οφείλουμε να αυξάνουμε συνεχώς την προσφορά.
Ένα προϊόν δεν παράγεται πριν από εκείνη ακριβώς τη στιγμή που προσφέρει μια αγορά για άλλα προϊόντα σε όλη την έκταση της δικής του αξίας[2].
και
Αφού ο καθένας από εμάς μπορεί να αγοράσει μόνο την παραγωγή των άλλων με δική του παραγωγή - δεδομένου ότι η αξία που μπορεί να αγοράσει είναι ίση με την αξία που μπορεί να παράγει- όσο περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να παράγουν, τόσα περισσότερα θα αγοράσουν[1].
Η οικονομία της αγοράς, όταν λειτουργεί υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού, έχει τη δυνατότητα της αυτορρύθμισής της με τρόπο αυθόρμητο, όπως επίσης έχει τη δυνατότητα να επιτυγχάνει μια μοναδική ισορροπία ανάμεσα στα οικονομικά δεδομένα. Παραγωγή=Κατανάλωση+Επένδυση, Αποταμίευση=Επένδυση. Κατά τον Σε, μια κρίση γενικευμένης υπερπαραγωγής θεωρείται αδύνατη περίπτωση, καθώς είναι αδύνατον να υπάρξει παγκόσμια ανισορροπία σε οικονομίες που στηρίζονται στην ελεύθερη αγορά και στην ελεύθερη επιχειρηματικότητα.
Στη γλώσσα του Σε, «τα προϊόντα πληρώνονται με προϊόντα» (1803: σελ 153), ή «ένα πλεόνασμα μπορεί να εμφανιστεί μόνο όταν συσσωρεύονται πάρα πολλά μέσα παραγωγής σε ένα είδος προϊόντος και όχι αρκετά σε ένα άλλο» (1803: σελ. 178-9). Εξηγώντας την άποψή του εν εκτάσει, έγραψε ότι[3]:
Αξίζει να τονιστεί ότι ένα προϊόν μόλις δημιουργηθεί, από εκείνη ακριβώς τη στιγμή, προσφέρει την οικονομική δυνατότητα μιας αγοράς για άλλα προϊόντα στο πλήρες μέγεθος της αξίας του. Όταν ο παραγωγός έχει ολοκληρώσει τελείως το προϊόν του, είναι πλέον ανυπόμονος να το πουλήσει αμέσως, ώστε να μην απαξιωθεί στην κατοχή του. Εξίσου ανυπόμονος είναι να ξοδέψει τα χρήματα που μπορεί να πάρει σε αντάλλαγμα, καθώς η αξία του χρήματος είναι επίσης ευπαθής. Αλλά ο μόνος τρόπος για να απαλλαγεί κανείς από τα χρήματα είναι να αγοράσει κάποιο άλλο προϊόν. Έτσι, το απλό γεγονός της δημιουργίας ενός προϊόντος αμέσως δημιουργεί ένα άνοιγμα για άλλα προϊόντα (J.B. Say, 1803: σελ. 138–9).
Έγραψε επίσης, ότι δεν είναι η αφθονία του χρήματος, αλλά η αφθονία των άλλων προϊόντων εν γένει, που διευκολύνει τις πωλήσεις[4]:
Το χρήμα εκτελεί μόνο μια στιγμιαία λειτουργία σε αυτή την διπλή ανταλλαγή και όταν η συναλλαγή έχει κλείσει οριστικά, πάντα θα ισχύει, ότι ένα είδος εμπορεύματος έχει ανταλλαγεί με ένα άλλο.
Ένας τέτοιος νόμος έχει θετικές και αισιόδοξες συνέπειες:
Κατά τον Σε, δεν μπορεί να υπάρξει κρίση εξαιτίας της υπερπαραγωγής, παρά μόνο σε κάποιους τομείς, αλλά και αυτή επίσης δεν μπορεί να έχει μεγάλη χρονική διάρκεια. Αυτή δε, η όποια υπερπαραγωγή προϊόντος, δεν συνδέεται καθόλου με κάποια πιθανή παραγωγή πλεονάσματος. Αν θέλαμε να συμπυκνώσουμε το νόμο των ευκαιριών σε μια φράση θα γράφαμε ότι: «η προσφορά είναι αυτή που δημιουργεί τη ζήτηση». Μια καλύτερη φραστική περίληψη αυτής της προσέγγισης ανάμεσα σε προσφορά και ζήτηση θα ήταν η εξής: «Δεν ξοδεύουμε ποτέ παρά μόνο τα χρήματα που έχουμε κερδίσει». Συμπερασματικά λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι ο Σε δικαίως συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους βασικούς υποστηρικτές της Οικονομίας της Προσφοράς.
Είναι εμφανές ότι η Οικονομία της Προσφοράς αντιτίθεται στην Οικονομία της ζήτησης και η οποία έχει ως βασικούς εκφραστές της τον Μάλθους και τον Κέυνς. Ειδικά ο δεύτερος, εισάγοντας την έννοια της «πραγματικής ζήτησης» θα ασκήσει έντονη κριτική στις βασικές αντιλήψεις του Σε, χαρακτηρίζοντας αυτές εξ ολοκλήρου ως ανεφάρμοστες.
Με τα χρόνια, έχουν τεθεί τουλάχιστον δύο ενστάσεις για το νόμο του Σε:
Ο Νόμος του Σε ήταν γενικά αποδεκτός σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αν και τροποποιήθηκε ώστε να ενσωματώσει την ιδέα ενός κύκλου «έκρηξης και ώθησης». Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του ΄30, οι νέες θεωρίες των Κεϋνσιανών οικονομικών αμφισβήτησαν τα συμπεράσματα του Σε. Η συζήτηση μεταξύ κλασικών και κεϋνσιανών οικονομικών συνεχίζεται και σήμερα[6].
Οι μελετητές διαφωνούν σχετικά με το εκπληκτικά λεπτό ζήτημα του αν ήταν ο Σε που πρώτος καθιέρωσε αυτήν την αρχή[7][8] αλλά κατά συνθήκη, «Ο Νόμος του Σε» ήταν ένα άλλο όνομα για το Νόμο των Αγορών, από τότε που ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς χρησιμοποίησε τον όρο στη δεκαετία του ‘30.
Η ακριβής φράση «Η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση» εκφράστηκε από τον Τζων Μέυναρντ Κέυνς, ο οποίος την επέκρινε, αλλά ο χαρακτηρισμός αυτός αμφισβητείται ως διαστρέβλωση από ορισμένους υποστηρικτές του νόμου του Σε[9]. Παρόμοια συναισθήματα, αν και με διαφορετικές διατυπώσεις, εμφανίζονται στο έργο του Τζον Στιούαρτ Μιλ (1848) και του πατέρα του, Τζέιμς Μιλ (1808). Ο Σκοτσέζος κλασικός οικονομολόγος Τζέιμς Μιλ επαναδιατυπώνει τον Νόμο του Σε το 1808, γράφοντας ότι «η παραγωγή των εμπορευμάτων δημιουργεί, και είναι η μία και καθολική αιτία που δημιουργεί μια αγορά για τα προϊόντα που παράγονται[10]».
Ο Νόμος του Σε έχει θεωρηθεί από τον Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ ως «το πιο διακεκριμένο παράδειγμα της σταθερότητας των οικονομικών ιδεών, ακόμα και όταν είναι λάθος[11]».
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Jean-Baptiste Say της Γαλλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες). |
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Jean-Baptiste Say της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες). |