Τα ξυλοτεμαχίδια ή τσιπ ξύλου (αγγλ. wood chips) είναι μικρού έως μεσαίου μεγέθους ξύλινα μικροτεμάχια που παράγονται μετά την κοπή ή το θρυμματισμό μεγαλύτερων κομματιών ξύλου, όπως κορμοτεμάχια, κλαδιά, υπολείμματα υλοτομίας, πρέμνα, ρίζες και ξυλώδη απορρίμματα.[1][2]
Τα ξυλοτεμαχίδια μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως στερεό καύσιμο βιομάζας (λ.χ. για πέλετ ή μπρικέτες) για θερμαντικούς σκοπούς και επίσης αποτελούν πρώτη ύλη για την παραγωγή ξυλοπολτού[3] που θα αποδώσει χαρτί και χαρτόνια. Ξυλοτεμαχίδια διαφορετικών μορφών χρησιμοποιούνται τυπικά στα εργοστάσια παραγωγής μοριοπλακών και ινοπλακών (MDF).
Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως οργανικό υπόστρωμα στην κηπουρική, τον εξωραϊσμό και την αποκατάσταση οικοσυστημάτων. Επίσης και ως υπόστρωμα στις παιδικές χαρές. Επίσης αξιοποιούνται σε βιοαντιδραστήρες για απονιτροποίηση[4] και ως βιολογικό υπόστρωμα για την καλλιέργεια μανιταριών.[5]
Η διαδικασία παραγωγής των ξυλοτεμαχιδίων -τεχνικά- ονομάζεται θρυμματισμός και γίνεται με χρήση μιας ειδικής συσκευής κοπής που λέγεται θρυμματιστής ή τσίπερ (chipper).
Οι διαφορετικές μορφές (τύποι) των ξυλοτεμαχιδίων που σχηματίζονται μετά το θρυμματισμό της ξυλώδους βιομάζας δύναται να ποικίλουν και εξαρτώνται από το μηχανικό τύπο του θρυμματιστή και τον τύπο του ξυλώδους υλικού (κορμός, κλαδιά, τεμάχια κ.α.) από το οποίο παρασκευάζονται.[6] Οι ποικιλίες τεμαχιδίων ξύλου (ξυλοτεμαχιδίων) μπορεί να περιλαμβάνουν: μεγάλα τσιπ (από δασικές περιοχές), ξυλώδη υπολείμματα (από υπολείμματα ξύλου, ανακυκλωμένο ξύλο και κομμένα κομμάτια), υπολείμματα πρίσης (από υπολείμματα από μονάδες πριστηρίων) και τσιπς δασοκομίας από τεχνητές δασικές φυτείες (δηλ. από ενεργειακές καλλιέργειες, όπου τα δένδρα φυτεύονται για να δώσουν βιομάζα για θερμαντικούς σκοπούς).[6]
Μεγάλο μέρος της υπολειμματικής ξυλείας κυρίως από δύο πηγές, την υλοτομία στα δάση και στα πριονιστήρια στα οποία κόβονται αρχικά οι κορμοί των δασικών δένδρων, αποτελούν τις κυριότερες για τη μεγαλύτερη παραγωγή ξυλοτεμαχιδίων σήμερα.[7] Ωστόσο, μπορούν ξυλοτεμαχίδια επίσης να παραχθούν από αστικά κλαδέματα, ξυλεία χαμηλής ποιότητας, ή από δέντρα μικρού μεγέθους.[8]
Οι δασικές εργασίες παρέχουν τις πρώτες ύλες που απαιτούνται για την παραγωγή ξυλοτεμαχιδίων.[9] Σχεδόν κάθε δέντρο μπορεί να μετατραπεί σε θρυμματισμένα ξυλοτεμαχίδια, ανάλογα με τη ζήτηση σε κάθε τοπική αγορά.[10] Οι βασικές τελικές επεξεργασίες των μπορεί να είναι βασικά δύο: α) μετατροπή σε άλλα προϊόντα ξύλου (λ.χ. πολτός, μοριοπλάκες, ινοπλάκες, κ.α.), β) μετατροπή σε βιοκαύσιμα (λ.χ. πέλλετ).
Γενικά τα κωνοφόρα είδη (μαλακή ξυλεία, λ.χ. πεύκα, έλατο, ερυθρελάτη) τείνουν να είναι πιο κατάλληλα και πιο μαλακά για χρήση και τεμαχισμό τους ως ξυλοτεμαχίδια, σε σύγκριση με τα πλατύφυλλα είδη[10] που είναι σκληρότερα.
Τα ξυλοτεμαχίδια που χρησιμοποιούνται για τη χημική πολτοποίηση πρέπει να είναι σχετικά ομοιόμορφα σε μέγεθος και χωρίς καθόλου φλοιό. Το βέλτιστο μέγεθος ποικίλλει ανάλογα με το είδος του ξύλου.[11] Είναι σημαντικό να αποφευχθεί η ζημιά στις ίνες του ξύλου, καθώς αυτό επηρεάζει τις ιδιότητες του πολτού.
Για στρογγυλή ξυλεία είναι πιο συνηθισμένο να χρησιμοποιούνται θρυμματιστές τύπου δίσκου. Ένα τυπικό μέγεθος του δίσκου είναι 2,0–3,5 m σε διάμετρο, 10–25 cm σε πάχος και βάρος έως 30 τόνους. Ο δίσκος είναι εφοδιασμένος με 4 έως 16 μαχαίρια και κινείται με κινητήρες 0,5–2 MW.
Οι θρυμματιστές τύπου τυμπάνου χρησιμοποιούνται συνήθως για υπολείμματα ξύλου από πριονιστήρια ή άλλες βιομηχανίες ξύλου (λ.χ. επίπλων).
|