Οι Ναυαγοί, θαλασσογραφία του Εζέν Λεπουατβέν, 1839 | |
Συγγραφέας | Ονορέ ντε Μπαλζάκ |
---|---|
Τίτλος | Jésus-Christ en Flandre |
Γλώσσα | Γαλλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1846 |
Μορφή | νουβέλα |
Σειρά | Η Ανθρώπινη κωμωδία |
Δημοσιεύθηκε στο | Η Ανθρώπινη κωμωδία |
δεδομένα ( ) |
Ο Ιησούς Χριστός στη Φλάνδρα (γαλλικός τίτλος: Jésus-Christ en Flandre) είναι νουβέλα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ που εκδόθηκε το 1846 και περιλαμβάνεται στις Φιλοσοφικές μελέτες της Ανθρώπινης κωμωδίας.[1]
Στο πλοιάριο του πορθμείου που συνδέει το νησί Κάζνταντ (σήμερα συνδέεται με την ηπειρωτική χώρα της επαρχίας Ζηλανδία στην Ολλανδία αλλά τον 18ο αιώνα ήταν ακόμη νησί) και τις ακτές της Δυτικής Φλάνδρας κοντά στην Οστάνδη, οι πλούσιοι προύχοντες συγκεντρώνονται στο μπροστινό μέρος ενώ οι φτωχοί ταξιδιώτες συνωστίζονται στην πρύμνη. Όταν φτάνει ένας άγνωστος, λίγο πριν την αναχώρηση, οι προύχοντες δεν κάνουν χώρο για να του δώσουν μια θέση ανάμεσά τους, ενώ το φτωχό πλήθος μαζεύεται (ένας από αυτούς μάλιστα κάθεται στην άκρη του σκάφους για να του αφήσει χώρο να καθίσει). Ο ουρανός είναι απειλητικός, η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη, ακόμα και ο πορθμέας νιώθει ότι θα ξεσπάσει καταιγίδα. [2]
Καθώς το σκάφος προχωρά, αρχίζει η τρικυμία. Λίγο πριν βυθιστεί, ο άγνωστος ταξιδιώτης πηδάει στη θάλασσα και αρχίζει να βαδίζει πάνω στα κύματα. Καλεί τους ταξιδιώτες να τον ακολουθήσουν, όσοι έχουν πίστη μέσα τους και θέλουν να σωθούν. Το σκάφος βυθίζεται, οι πλούσιοι πνίγονται, αλλά οι φτωχοί που πίστεψαν στη θαυματουργή σωτηρία και περπάτησαν μαζί του πάνω στα κύματα, σώθηκαν από τον άγνωστο που αποδεικνύεται ότι είναι ο Χριστός.[3]
Στο δεύτερο μέρος της ιστορίας, σε ένα παρεκκλήσι που χτίστηκε αργότερα στο νησί, ο αφηγητής έχει ένα όραμα: βλέπει μια ηλικιωμένη γυναίκα να μεταμορφώνεται σε μια όμορφη νεαρή γυναίκα (η Εκκλησία μπορεί να ανακτήσει τη λάμψη της).
Η δράση του έργου διαδραματίζεται σε απροσδιόριστο χρόνο, γεγονός που δίνει στη θρησκευτική παραβολή μια διαχρονική αξία. Το έργο είχε σαφή ηθικολογικό προσανατολισμό, τονίζοντας τον ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας στην κοινωνική ζωή. Η έκδοσή του μπορεί να είχε σχέση με τις αντιεκκλησιαστικές ταραχές του 1831, όταν ο Μπαλζάκ, αναστατωμένος από αυτό το ξέσπασμα βίας, θεώρησε απαραίτητο να παρουσιάσει ξεκάθαρα τις μοναρχικές και φιλοκληρικές απόψεις του. Ταυτόχρονα, το έργο συνδυάζει τα χαρακτηριστικά μιας παραβολής με ένα έργο φαντασίας.[4]