Ο Ρωμαϊκός Στρατός της Υστεροβυζαντινής περιόδου | |
---|---|
Αυτοκρατορική σημαία (βασιλικόν φλάμουλον) | |
Προκάτοχος | Στρατός των Κομνηνών |
Διάδοχος | μερικούς απορρόφησε ο Οθωμανικός Στρατός, άλλοι έγιναν κλέφτες. |
Περιοχές δράσης | Βιθυνία, δυτική Μ. Ασία, Θράκη, Μοριάς, Μακεδονία, Ήπειρος, Κριμαία. |
Μέγεθος | 20.000 άνδρες (το 1279).[1] |
Ο Στρατός των Παλαιολόγων αναφέρεται στις στρατιωτικές δυνάμεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Ρωμανίας) υπό την κυριαρχία της δυναστείας των Παλαιολόγων, από τα τέλη του 13ου αι. έως τα μέσα του 15ου αιώνα. Ο Στρατός ήταν μία άμεση συνέχεια των δυνάμεων της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, οι οποίες ήταν συνέχεια του ισχυρού Στρατού των Κομνηνών του 12ου αι. Κάτω από τον πρώτο Αυτοκράτορα της δυναστείας των Παλαιολόγων, τον Μιχαήλ Η΄, ο ρόλος του Στρατού έπαιρνε ολοένα και πιο επιθετικό ρόλο, ενώ οι ναυτικές δυνάμεις της Αυτοκρατορίας -που είχαν αποδυναμωθεί στις ημέρες του Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού- ενισχύθηκαν, για να συμπεριλάβουν χιλιάδες εξειδικευμένους ναυτικούς και περίπου 80 πλοία. Λόγω της έλλειψης γης για την υποστήριξη του Στρατού, η Αυτοκρατορία είχε ανάγκη από τη χρήση μεγάλου αριθμού μισθοφόρων.
Όταν όμως ο Ανδρόνικος Β΄ ανέβηκε στον θρόνο το 1282, ο Στρατός περιέπεσε σε αχρηστία και οι Ρωμαίοι υφίσταντο συχνά ήττες στα χέρια των εξ ανατολών αντιπάλων τους, αν και συνέχιζαν να απολαμβάνουν επιτυχίες εναντίον των Λατινικών εδαφών στην Ελλάδα. Περίπου από το 1350 η αναποτελεσματική οικονομική οργάνωση της Αυτοκρατορίας και η ανίκανη κεντρική κυβέρνηση έκαναν τη συγκέντρωση στρατευμάτων και των προμηθειών για τη διατήρησή τους σχεδόν αδύνατη και η Αυτοκρατορία βασίστηκε σε στρατεύματα που προέρχοντο από Σέρβους, Βούλγαρους, Ενετούς, Λατίνους, Γενουάτες και Οθωμανούς, για να διεξάγει εμφυλίους πολέμους που διήρκεσαν για το μεγαλύτερο μέρος του 14ου αι. Οι Τούρκοι επέτυχαν να εγκαταστήσουν μία βάση στην Καλλίπολη. Μέχρι τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, οι Οθωμανοί είχαν αποκόψει την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, από την υπόλοιπη Ρωμανία. Το 1453 δόθηκε η τελευταία αποφασιστική μάχη από τον Στρατό των Παλαιολόγων, όταν η πρωτεύουσα πολιορκήθηκε και λεηλατήθηκε, αφού αλώθηκε στις 29 Μαΐου.
Ο Στρατός της Ρωμανίας συνέχισε να χρησιμοποιεί τους ίδιους στρατιωτικούς όρους, όσον αφορά τον αριθμό στρατευμάτων και αξιωματικών, όπως και ο στρατός των Κομνηνών. [2] Ωστόσο υπήρχαν λιγότερα εδάφη για να στρατολογηθούν άνδρες. Στη Μικρά Ασία η τοπική υποστήριξη προς τους Οθωμανούς κατακτητές αυξανόταν καθημερινά, ενώ στην Ελλάδα η καταστροφή από τα Σταυροφορικά κράτη, από τη Σερβία, από τη Βουλγαρία και πιο πριν από τους Καπετίδες-Ανζού της Νότιας Ιταλίας έληξε την πρωτοκαθεδρία της περιοχής ως πηγής στρατευμάτων. Μετά το 1204 κανένα τμήμα Ρωμαϊκού Στρατού στη μάχη δεν αριθμούσε περισσότερους από 5.000 άνδρες. [3] Γύρω στο 1261, ο κεντρικός Στρατός αποτελείτο από 6.000 άνδρες, ενώ ο αριθμός των συνολικών στρατευμάτων ποτέ δεν ξεπέρασε τους 10.000 άνδρες. [4] [5] Ο συνολικός αριθμός στρατευμάτων υπό τον Μιχαήλ Η΄ ήταν περίπου 20.000 άνδρες: η κινητή δύναμη αριθμούσε 15.000 άνδρες, ενώ οι φρουρές της πόλης ήταν 5.000 άνδρες. Αλλά υπό τον Ανδρόνικο Β΄ τα πιο επαγγελματικά στοιχεία του στρατού αποστρατεύτηκαν και ευνοήθηκαν οι πενιχρά εκπαιδευμένοι και φθηνότεροι στρατιώτες. Ο Αυτοκράτορας μείωσε τη δύναμη όλου του Στρατού σε 4.000 άνδρες έως το 1320 και έναν χρόνο αργότερα ο μόνιμος στρατός της Αυτοκρατορίας έπεσε σε μόνο 3.000 ιππείς. [6] Παρόλο που η Αυτοκρατορία είχε συρρικνωθεί σημαντικά την εποχή της βασιλείας του Ανδρόνικου Γ΄, αυτός κατάφερε να συγκεντρώσει έναν στρατό 4.000 ανδρών για την εκστρατεία του εναντίον των Οθωμανών. [7] Μέχρι το 1453, ο στρατός της Ρωμανίας είχε πέσει σε μία τακτική φρουρά 1.500 ανδρών στην Κωνσταντινούπολη. [8] Με μία υπέρτατη προσπάθεια, ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ κατάφερε να συγκεντρώσει μία φρουρά 7.000 ανδρών (συμπεριλαμβανομένων 2.000 ξένων) για να υπερασπιστεί την πόλη ενάντια στον οθωμανικό στρατό. [9]
Τα στρατεύματα της Ρωμανίας συνέχισαν να αποτελούνται από ιππικό, πεζικό και τοξότες. Εφόσον η Τραπεζούντα είχε αυτονομηθεί, οι Κουμάνοι και οι Οθωμανοί χρησιμοποιήθηκαν για μονάδες ιππικού και πυροβολικού. Στην εποχή των Παλαιολόγων, ο κύριος όρος για ένα μόνιμο σύνταγμα ήταν το αλλάγιον. Οι φρουρές του Παλατιού και του Αυτοκράτορα περιελάμβαναν τη φρουρά των Βαράγγων, τις -ασαφείς σε εμάς- Παραμονές και τους Βαρδαριώτες.
Μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, οι συνεχείς εκστρατείες του Στρατού του Μιχαήλ Η΄ στην Ελλάδα εξασφάλισαν ότι ο στρατός της Νίκαιας -που ήταν ένα μέρος του ακριβού, αλλά αποτελεσματικού, στρατού των Κομνηνών- παρέμενε ενεργός. Ωστόσο, υπό τον Ανδρόνικο Β΄, ο στρατός μειώθηκε σε καταστροφικά χαμηλούς αριθμούς, καθώς οι μισθοφόροι στρατιώτες απολύθηκαν για να εξοικονομηθούν χρήματα [10], ώστε να μειωθούν οι φόροι του δυσαρεστημένου πληθυσμού. Αντίθετα, η χρήση στρατιωτών με ανεπαρκή εξοπλισμό και κακή πειθαρχία αντικατέστησε τους εξαιρετικά έμπειρους επαγγελματίες στρατιώτες. Τα αποτελέσματα ήταν προφανή· οι απώλειες της Ρωμανίας στη Μικρά Ασία σημειώθηκαν κυρίως επί Ανδρόνικου Β΄.
Το 1302 το κέντρο των στρατιωτικών δαπανών μετατοπίστηκε ξανά προς τους μισθοφόρους, ιδίως την Καταλανική Εταιρεία, αλλά μετά τη δολοφονία του ηγέτη τους, η Εταιρεία επέστρεψε στη Θράκη και την κυρίως Ελλάδα, όπου ανέτρεψαν το Σταυροφορικό Δουκάτο της Αθήνας των Ντε Λαρός και υπονόμευσαν σοβαρά την ελληνική κυριαρχία, έτσι ώστε και στις δύο πλευρές του Βοσπόρου η Αυτοκρατορία υπέφερε. Ωστόσο, οι μισθοφόροι συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και μετά τη βασιλεία του Ανδρόνικου Β΄. Κατά περίεργο τρόπο η πολιτική τού διαδόχου του Ανδρόνικου Γ΄, να χρησιμοποιεί πολλούς ξένους μισθοφόρους, επιδείνωσε την τύχη της Ρωμανίας, όπως όταν ο Ανδρόνικος Β΄ τους είχε απολύσει. Η χρήση Σέρβων, Βουλγάρων και Τούρκων του Αϊδινίου και Οθωμανών μισθοφόρων, επέφερε μετά στη Ρωμανία περισσότερες ξένες επιδρομές. Η ανάπτυξη έως και 20.000 Τούρκων στρατιωτών από την οθωμανική επικράτεια, για να ενισχυθεί η -κατ' όνομα- σύμμαχος Ρωμανία, απλώς διευκόλυνε τις μελλοντικές κατακτήσεις της περιοχής από εκείνους. [11]
Δεδομένου ότι στην Αυτοκρατορία γινόταν όλο και πιο δύσκολο να δημιουργηθεί ένας «πιστός» ελληνικός στρατός, ξένοι -όπως οι Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου, οι Ενετοί, οι Γενουάτες και άλλοι Ιταλοί- προστέθηκαν στις πολεμικές δυνάμεις της Ρωμανίας. Όταν το Αυτοκρατορικό Θησαυροφυλάκιο περιήλθε σε πτώχευση μετά το 1350, αυτοί οι ξένοι μαχητές πολέμησαν μόνο για πολιτικούς λόγους και συχνά στους Εμφύλιους Πολέμους, αντί να ενισχύσουν τη θέση της Αυτοκρατορίας.
Η βασική στρατηγική της Ρωμανίας είχε ως στόχο να αντιμετωπίσει με τον επινοητικότερο τρόπο έναν συχνά υπερμεγέθη αριθμό εχθρών. Το κλειδί πίσω από αυτή την προσέγγιση ήταν η χρήση συνοριακών οχυρών, που θα παρακώλυαν μία δύναμη εισβολής για αρκετό καιρό, ώστε ο κύριος Αυτοκρατορικός στρατός να προχωρήσει προς ανακούφισή τους. [2] Αυτό για παράδειγμα συνέβη τον Μάιο του 1281, όταν ο Ταρχανεώτης στάλθηκε από τον Μιχαήλ Η΄ για να ενισχύσει την οχυρή πόλη Βεράτιο και επέτυχε να εκδιώξει τον Κάρολο Α΄ της Σικελίας. Παρ' όλα αυτά, μία τέτοια στρατηγική δεν ήταν εναρμονισμένη με τη στρατιωτική κατάσταση της εποχής, καθώς τα οχυρά και τα κάστρα γινόταν χρήσιμα όλο και λιγότερο για την άμυνα και περισσότερο ως κατοικίες: τέτοια ήταν τα οχυρά των Σταυροφόρων, των μεγαλύτερων αντιπάλων της Ρωμανίας στα δυτικά. Αυτά τα οχυρά έπαιξαν μικρό ρόλο στην προσπάθεια των Σταυροφόρων να διατηρήσουν τα εδάφη τους και η μάχη συχνά αποφασιζόταν σε ανοιχτό πεδίο: το κάστρο της Θήβας χάθηκε δύο φορές μέσα σε 20 χρόνια, πρώτα από τους Σταυροφόρους και μετά από τους Καταλανούς, χωρίς πολιορκία. [12] Αυτό που μπορεί να συνέβαλε στον υποβιβασμό των κάστρων στον πόλεμο, ήταν το γεγονός ότι οι Σταυροφόροι στην Ελλάδα στερούνταν απελπιστικά ανθρώπινου δυναμικού [13] και ως εκ τούτου η καταστροφή τού στρατού τους στο πεδίο της μάχης, άφηνε τα κάστρα τους ανυπεράσπιστα. Αυτό φαίνεται στη λατινική Κωνσταντινούπολη το 1261, όπου είχε μείνει μόνο μία ισχνή δύναμη για να υπερασπιστεί την πρωτεύουσα, λόγω της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού της λατινικής αυτοκρατορίας.
Η αναγνώριση και οι ενέδρες στον εχθρό παρέμειναν μία αγαπημένη τακτική στη Ρωμανία. Στη μάχη του Πελεκάνου, οι Οθωμανοί κατασκοπεύτηκαν επιτυχώς από τα αντίπαλα Αυτοκρατορικά στρατεύματα. Η σύνεση παρέμεινε μία αξιοθαύμαστη αρετή (όπως φαίνεται από τη συμβουλή του Ιωάννη Καντακουζηνού να αποσυρθεί από τη μάχη στον Πελεκάνο, που χάθηκε).
Πιο σοβαρές αδυναμίες στη στρατηγική της Ρωμανίας εμφανίστηκαν στη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα ενάντια στους Οθωμανούς Τούρκους, που έκαναν επιδρομές στα Αυτοκρατορικά εδάφη και στη συνέχεια υποχωρούσαν, για να μην αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε σοβαρή αντίσταση. Ο εντόπιος πληθυσμός υπέστη βαρύ πλήγμα παρέχοντας στους αξιωματούχους φαγητά και υλικά [14], αλλά τέτοια βάρη ήταν πολύ δύσκολο να υπερκεραστούν· μάλιστα έφτασαν στα σπίτια των αξιωματούχων οι καταστροφές του πολέμου από τους Οθωμανούς και τους Γαζί (θερμόαιμους) οπαδούς τους. Στη Μαγνησία, τη Νικομήδεια και τον Πελεκάνο η Ρωμανία υπέστη σοβαρές ήττες από τους Τούρκους· δεδομένου ότι υπήρχαν λίγα στρατεύματα για να ανταπεξέλθουν, η Αυτοκρατορία έφτανε ένα βήμα πιο κοντά στην απώλεια με κάθε ήττα.
Αφού ο Αυτοκρατορικός στρατός υπέστη ήττες στη Μικρά Ασία, ο Ανδρόνικος Γ΄ την είδε ως χαμένη επαρχία και άρχισε να αναδιοργανώνει τον στόλο της Ρωμανίας. [15] Ως αποτέλεσμα, στο Αιγαίο παρέμεινε η αποτελεσματική άμυνα ενάντια στις τουρκικές επιδρομές, έως ότου η Καλλίπολη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1354. Από τότε και μετά, ο Αυτοκρατορικός στρατός άρχισε να διεξάγει πόλεμο μικρής κλίμακας εναντίον των αδύναμων αντιπάλων της Σταυροφόρων, αναμειγνύοντας στη διπλωματία και τεχνάσματα· έτσι εκμεταλλεύτηκαν συχνά τις εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των Οθωμανών αντιπάλων τους. Η Πελοπόννησος συνέχισε να ανακτάται από τη Ρωμανία εις βάρος των Σταυροφόρων μέχρι τα μέσα του 15ου αι., ώσπου ο Μυστράς κατακτήθηκε τελικά από τους Τούρκους.
Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος ανυπομονούσε να δημιουργήσει συμμαχία με τους Μογγόλους, οι οποίοι ήταν πολύ ευνοϊκοί για τον Χριστιανισμό, καθώς πολλοί από αυτούς ήταν Νεστοριανοί Χριστιανοί. Υπέγραψε μία συνθήκη το 1263 με τον Μογγόλο χαν της Χρυσής Ορδής και πάντρεψε τις δύο νόθες κόρες του (που είχε από την ερωμένη του Διποβατάτζαινα) με Μογγόλους ηγεμόνες: την Ευφροσύνη Παλαιολογίνα, την πάντρεψε με τον Νογκάι χαν της Χρυσής Ορδής και τη Μαρία Παλαιολογίνα την πάντρεψε με τον Αμπακά χαν των Iλχανιδών της Περσίας. Έτσι το 1282, ο Νογκάι χαν παρείχε στον Μιχαήλ Η΄ 4.000 Μογγόλους στρατιώτες, που έστειλε εναντίον της Θεσσαλίας. [16] Η συμμαχία του με τους Μογγόλους θα ωφελούσε επίσης τον γιο του Ανδρόνικο Β΄: το 1305 ο Ολζεϊτού των Iλχανιδών υποσχέθηκε στον Ανδρόνικο Β΄ 40.000 άνδρες και το 1308 έστειλε 30.000 άνδρες για να ανακτήσει πολλές Αυτοκρατορικές πόλεις στη Βιθυνία. [17]
Τα όπλα των ανδρών του Στρατού της Αυτοκρατορίας διέφεραν πολύ, όπως και η σύνθεση του Στρατού. Οι ασπίδες και τα δόρατα ήταν όπως πάντα τα πιο κοινά όπλο.
Η βαλλίστρα (τζάγκρα) εισήχθη στη Ρωμανία από τους Λατίνους στα τέλη του 11ου αι. Συνδεόμενη κυρίως με τους δυτικούς, παρέμεινε δευτερεύουσας σημασίας και περιοριζόταν κυρίως σε ναυμαχίες και πολιορκίες. [18] Οι στρατιώτες που έφεραν αυτό το όπλο ήταν γνωστοί ως οι τζαγκράτοροι. Παρά τη σχετική σπανιότητά τους, [19] ο Ιωάννης Καντακουζηνός επιδοκίμαζε την αποτελεσματικότητά τους στις πολιορκίες, ενώ δημιουργήθηκε επίσης ένα νέο στρατιωτικό αξίωμα, ο στρατοπεδάρχης τζαγκρατόρων. [20]
Τα όπλα με πυρίτιδα εξαπλώθηκαν στα Βαλκάνια από το δεύτερο μισό του 14ου αι. και είχαν καθιερωθεί μέχρι τον 15ο, αλλά οι Ρωμαίοι δεν τα υιοθέτησαν σε μεγαλύτερη κλίμακα λόγω έλλειψης χρημάτων. Ενώ οι γραπτές πηγές είναι περιορισμένες και η ορολογία είναι συχνά ασαφής, οι μόνοι πυροβολητές που αγωνίζοντο για τη Ρωμανία, φαίνεται να ήταν μισθοφόροι Γενουάτες. Τα πυροβόλα πυρίτιδας με τη μορφή βομβαρδών (πρωτόγονων κανονιών) πιστοποιείται στις πολιορκίες του 1422 και του 1453. Πράγματι, η Πόλη είχε ένα δικό της οπλοστάσιο βομβαρδών, αν και τα τείχη δεν άντεχαν τις συνεχείς κρούσεις από αυτές, ειδικά των μεγαλύτερων βομβαρδών. [21] Επιπλέον, η αποτελεσματικότητά τους περιορίστηκε από την έλλειψη κατανόησης της σωστής ανάπτυξής τους [22] καθώς και από την έλλειψη πυρίτιδας και πυρομαχικών. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για το αν οι Ρωμαίοι είχαν κατασκευάσει ποτέ βομβάρδες, φαίνεται πιθανότατα ότι αυτές εισάγοντο από την Ιταλία. [23]
H στρατιωτική στρατηγική της Ρωμανίας βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην οχύρωση των πόλεων. Τα τείχη αποτελούνται από στρώσεις λιθοδομής με σειρές πλίθων στο μεταξύ, για να είναι πιο ανθεκτικά στους σεισμούς. [12] Αργότερα, καθώς το πυροβολικό έγινε όλο και πιο αποτελεσματικό, άρχισαν να κτίζουν κεκλιμένα τείχη. Επιπλέον, τα τείχη είχαν πύργους ανά τακτά διαστήματα, σε όλο το μήκος τους. Οι περιτοιχισμένοι πύργοι σχεδιάστηκαν για να καλύπτουν ολόκληρη την πόλη.
Η προμήθεια των πόλεων και των φρουρίων έγινε το πιο απαιτητικό πρόβλημα της Αυτοκρατορίας και, παρόλο που οι Οθωμανοί αρχικά δεν είχαν την εξειδίκευση να καταλάβουν τειχισμένες πόλεις, δεν μπορούσαν να ηττηθούν στην ξηρά, ούτε να σπάσει ο αποκλεισμός τους. Πόλεις όπως η Νίκαια και η Νικομήδεια έπεσαν μετά από λίγα ή περισσότερα έτη. Ακόμη και έτσι, αυτή ήταν μία μακρύτερη χρονική περίοδος, από ό,τι μπόρεσαν να αντέξουν οι Σταυροφόροι στην Παλαιστίνη, εκεί όπου εντυπωσιακά οχυρά -όπως το Κρακ των Ιπποτών- παραδόθηκαν σχετικά γρήγορα. Χειρότερα ήταν τα οχυρά των Σταυροφόρων στο Αιγαίο, τα οποία συχνά παραδίδοντο στους Ρωμαίους και τους Οθωμανούς χωρίς μάχη. [12]
Ο Αυτοκρατορικός στρατός ανέκτησε έναν ολοένα και πιο επιθετικό ρόλο εναντίον των Σταυροφόρων στα μέσα έως τα τέλη του 13ου αι., αλλά πολλές οχυρώσεις που ανακτήθηκαν από τη Ρωμανία, έμειναν εκτός χρήσης· [24] η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και τα πολλαπλά μέτωπα πίεσης άφησαν αυτά τα κάστρα στην εγκατάλειψη. Μερικά από τα Σταυροφορικά κάστρα που καταλήφθηκαν στην Ελλάδα, χρησιμοποιήθηκαν για τον έλεγχο των εχθρικών Ελλήνων, Αλβανών, Βλάχων ή άλλων φυλών, που είχαν αντιταχθεί στη Φραγκική κυριαρχία και επειδή οι Ρωμαίοι ήταν Ορθόδοξοι όπως και οι Αλβανοί και οι Βλάχοι, η απειλή -την οποία οι Σταυροφόροι είχαν πριν να αντιμετωπίσουν- τώρα υπήρχε σε πολύ μικρότερη κλίμακα για τους Ρωμαίους, δίνοντάς τους έναν ακόμη λόγο να μην τα επισκευάσουν. [25] Οι οχυρώσεις της Κωνσταντινούπολης παρέμεναν δεινές, αλλά η επισκευή τους αποδείχθηκε αδύνατη μετά το 1370, λόγω της καταστροφικής φύσης ενός συνεχιζόμενου Εμφυλίου Πολέμου. Ως τη στιγμή που οι Ρωμαίοι έπαυσαν τον Εμφύλιο, αναγκαζόταν να αναγνωρίζουν την κυριαρχία του σουλτάνου των Οθωμανών, ο οποίος απειλούσε με στρατιωτική δράση, εάν εγίνοντο επισκευές στα Τείχη της Κωνσταντινούπολης, που ήταν μίας χιλιετίας παλαιά. Εξαιρετικά υπερμεγέθη, τα Τείχη της πρωτεύουσας έδωσαν, στους υπερασπιστές της κατά την πολιορκία του 1453, άμυνα 6 εβδομάδων.
Το Ρωμαϊκό ναυτικό ήταν κάποτε το ισχυρότερο ναυτικό στην Ανατολική Μεσόγειο, μέχρι και την εποχή των Κομνηνών. Ωστόσο η παραμέληση από τους Αγγέλους μείωσε σοβαρά τις δυνατότητες της Ρωμανίας στη θάλασσα. Ο Μιχαήλ Η΄ ανέστρεψε την κατάσταση και άρχισε να αυξάνει το μέγεθος του ναυτικού σε περίπου 80 πλοία. Όμως οι προσπάθειες του Αυτοκράτορα απέδωσαν λίγους καρπούς, όπως μαρτυρείται από το γεγονός ότι 32 βενετικά πλοία νίκησαν έναν Ρωμαιο-γενουατικό στόλο 48 πλοίων. [26] Ακόμη χειρότερο ήταν το γεγονός ότι ο Μιχαήλ Η΄ εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από τους Γενουάτες για ναυτική υποστήριξη, αφού προσέλαβε 50-60 γαλέρες το 1261. [27] Το Ναυτικό κατέρρευσε σε ακόμη χειρότερη κατάσταση, όταν ο Ανδρόνικος Β΄, ως μέρος της αποστρατικοποίησης της Αυτοκρατορίας, διέλυσε το ναυτικό. Αυτό δεν σήμαινε μόνο το τέλος μίας Ρωμαϊκής ναυτικής άμυνας, αλλά είχε επίσης ως συνέπεια την αυξημένη εξάρτηση από τους αναξιόπιστους Γενουάτες και Βενετούς (που θα έκαιγαν σταθερά ο ένας την περιουσία του άλλου στην πρωτεύουσα, ζημιώνοντας έτσι την Πόλη) και άφησε χιλιάδες εξειδικευμένους ναυτικούς για να τους αρπάξουν οι Οθωμανοί, οι οποίοι τους προσέλαβαν για να δημιουργήσουν τους δικούς τους στόλους. Μέχρι το 1291, ο Ανδρόνικος Β΄ είχε προσλάβει 50-60 πλοία από τη Δημοκρατία της Γένουας [28] Αργότερα το 1320, συνειδητοποίησε την αναγκαιότητα ενός ναυτικού και σχεδίαζε να αναδημιουργήσει τον στόλο κατασκευάζοντας 20 γαλέρες, αλλά αυτή η προσπάθεια απέτυχε.
Η καταστροφή του στόλου από τον Ανδρόνικο Β΄ διορθώθηκε κάπως από τον Ανδρόνικο Γ΄, τον εγγονό του, ο οποίος αναβίωσε τον στόλο και το 1332 είχε ένα ναυτικό 10 πλοίων. [28] Το 1329 το νησί της Χίου καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους, αφού οι νησιώτες εξεγέρθηκαν εναντίον των Γενουατών. Ωστόσο το ναυτικό παρέμενε ένα από τα πολλά στο Αιγαίο, το οποίο περιπολείτο επίσης από Βενετούς, Σταυροφόρους, Οθωμανούς και Γενουάτες, οι οποίοι εξισορρόπησαν την ήττα από τους Έλληνες στη Χίο με την κατάληψη της Λέσβου. Από το τέλος του Ανδρόνικου Γ΄, οι εμφύλιοι πόλεμοι της Αυτοκρατορίας έδωσαν στους Βενετούς και τους Γενουάτες πολλές ναυτικές νίκες ώστε να κυριαρχήσουν, ενώ η έλλειψη κεντρικής κυβέρνησης και πόρων επιδείνωσε περαιτέρω το ναυτικό. Στην τελική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1453 ο ναυτικός στόλος της Αυτοκρατορίας αποτελείτο από 10 ρωμαϊκά πλοία, 16 ξένα και άλλα 3 που έφτασαν από τη Ρώμη, συνολικά 29 πλοία.