Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης το 1930 | |
Συγγραφέας | Ρόμπερτ Μούζιλ |
---|---|
Τίτλος | Der Mann ohne Eigenschaften |
Γλώσσα | Γερμανικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 20ος αιώνας[1] |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1932[2] |
Μορφή | μυθιστόρημα |
Θέμα | Αυστροουγγαρία[2] Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος[2] social criticism[2] ρασιοναλισμός[2] irrationalism[2] τάξη[2] προσωπική ταυτότητα[3] Ουτοπία[4] αξία[4] |
Χαρακτήρες | Ulrich, Bonadea, Diotima, Clarisse, Walter, Moosbrugger, Ulrich's father, Hans Tuzzi, Paul Arnheim[4], Rachel, Leo Fischel, Soliman, Gerda Fischel, Count Leinsdorf, Hans Sepp, General Stumm von Bordwehr, Agathe, Friedel Feuermaul και Gottlieb Hagauer |
Τόπος | Βιέννη[5] |
Βραβεία | Τα 100 βιβλία του Αιώνα |
LC Class | OL1330245W |
LΤ ID | 36097 |
δεδομένα ( ) |
Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες (γερμανικός τίτλος:Der Mann ohne Eigenschaften) είναι ημιτελές μοντερνιστικό μυθιστόρημα του Αυστριακού συγγραφέα Ρόμπερτ Μούζιλ. Το 1930 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος, το 1933 το δεύτερο μέρος και μεταθανάτια το 1943, το υπόλοιπο έργο. Διαδραματίζεται στη Βιέννη, την εποχή των τελευταίων ημερών της Αυστροουγγαρίας και αναφέρεται στην ατμόσφαιρα στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου πολέμου. Η πλοκή συχνά εκτρέπεται σε ένα ευρύ φάσμα υπαρξιακών θεμάτων με εκτενή δοκιμιακά αποσπάσματα ιστορικο-φιλοσοφικών θεμάτων και στοχασμούς σχετικά με την πνευματική κατάσταση της εποχής. Το βιβλίο, με περισσότερες από 1700 σελίδες συνολικά, δεν έχει κεντρικό θέμα.[6]
Το τεράστιο μυθιστόρημα του Μούζιλ ήταν το έργο της ζωής του. Γραμμένο σε χιουμοριστικό και ειρωνικό ύφος, σε πρώτο επίπεδο παρουσιάζεται σαν ένα πνευματώδες πορτρέτο της αστικής ζωής στις τελευταίες μέρες της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Είναι επίσης μια τραγική φάρσα που περιγράφει την αργή κατάρρευση μιας κοινωνίας και ένα κατηγορητήριο για μια κοινωνία που ασπάστηκε τον φασισμό. Το βιβλίο, που θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της εποχής, ανατέμνει ειρωνικά την αβεβαιότητα της εποχής, τις ψευδείς αξίες και την πολιτική ανοησία.[7]
Συγκαταλέγεται στα 100 βιβλία του Αιώνα της γαλλικής εφημερίδας Le Monde.
Η ιστορία διαδραματίζεται από το 1913 έως την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου. Ο Ούλριχ είναι ένας 32χρονος μαθηματικός καλής οικογένειας που εξακολουθεί να αναζητά το νόημα στην προσωπική του ζωή και στην πραγματικότητα γενικότερα. Η αβεβαιότητα και η αμφιθυμία που αισθάνεται απέναντι στην ηθική, τόσο την κοσμική όσο και τη θρησκευτική, καθώς και η βαθιά αδιαφορία για την ίδια του την ύπαρξη, τον οδηγούν στο να θεωρείται «άνθρωπος χωρίς ιδιότητες», καθώς είναι ανίκανος να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του και να προσαρμοστεί στον έξω κόσμο. Καταγγέλλει την έλλειψη ηθικής που παρατηρεί στους άλλους και θρηνεί για τη βαρβαρότητα της σύγχρονης κοινωνίας. Ταυτόχρονα, όμως, επιδίδεται στις χειρότερες πτυχές της κοινωνίας που καταδικάζει. Βρίσκει τον εαυτό του πλούσιο πνευματικά αλλά και στερημένο από οποιοδήποτε εξωτερικό πάθος: ειρωνικά και διαβρωτικά, συζητάει για τον εθνικισμό, τον πανγερμανισμό, την ψυχανάλυση, τον θετικισμό, τον εξπρεσιονισμό και τον παραλογισμό.[8]
Λίγο αργότερα συναντάμε έναν δολοφόνο που συλλαμβάνεται για επαναλαμβανόμενες βίαιες πράξεις, ονόματι Μοοσμπρούγκερ: καταδικάστηκε για τον βιασμό και τη δολοφονία μιας ιερόδουλης και αργότερα κλείστηκε σε ψυχιατρείο. Στη συνέχεια εμφανίζεται η αισθησιακή ερωμένη του Ούλριχ, Μποναντέα, και δύο από πιο στενούς φίλους του πρωταγωνιστή: η νευρωτική Κλαρίσα και ο σύζυγός της Βάλτερ, ένας απογοητευμένος καλλιτέχνης και μουσικός που εργάζεται ως υπάλληλος στη δημόσια διοίκηση.
Στο δεύτερο μέρος, ο Ούλριχ αναζητά τη θέση του στην κοινωνία συμμετέχοντας, χάρη στις γνωριμίες του πατέρα του που έχει επιρροή, στην «Παράλληλη Δράση», μια επιτροπή που έχει αναλάβει τις κατάλληλες προετοιμασίες για τον εορτασμό της 70ής επετείου από την άνοδο στο θρόνο του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄, που θα γίνει το 1918. Η ειρωνεία είναι ότι ο αναγνώστης γνωρίζει πολύ καλά ότι το 1918 κανείς δεν θα νοιάζεται για τη γιορτή και ο αυτοκράτορας δεν θα ζει για να τη δει. Όμως, την ίδια χρονιά, το 1918, θα γιορταζόταν και τα 30 χρόνια της βασιλείας του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β': αυτή η σύμπτωση - εξ ου και η ονομασία Παράλληλη δράση, η αυστριακή γιορτή δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να υπολείπεται σε λαμπρότητα - ώθησε τους Αυστριακούς πατριώτες να αναλάβουν δράση για να καταδείξουν την πολιτική, πολιτιστική και ιστορική υπεροχή του έθνους τους.
Η μεγάλη γιορτή που ετοιμάζουν πρέπει να συναρπάσει το μυαλό, αλλά και κυρίως την ψυχή των υπηκόων: πολλές λαμπρές ιδέες και οράματα συζητούνται σχετικά από την επιτροπή Παράλληλης Δράσης. Οι συναντήσεις λαμβάνουν χώρα στο διαμέρισμα της Ερμίν Τούζι, μακρινής ξαδέρφης του Ούλριχ, την οποία αποκαλεί το παρατσούκλι Διοτίμα, σύζυγο ενός πολύ υψηλόβαθμου αξιωματούχου της αυλής. Η φιλόδοξη Διοτίμα στοχεύει με αυτόν τον τρόπο να γίνει το υπομόχλιο και ο εμπνευστής της δράσης των εκδηλώσεων. Χάρη στην εξυπνάδα και τη γοητεία της αποδεικνύεται ικανή να εμπλέξει διακεκριμένους ανθρώπους στο έργο. Ο ίδιος ο Ούλριχ συμμετέχει στην επιτροπή ως γραμματέας και θα βρεθεί έτσι να έχει κεντρικό ρόλο στην επιτροπή.
Συντονιστής της επιτροπής είναι ο συντηρητικός κόμης Λάινσντορφ, τυπικός εκπρόσωπος της παρακμιακής τάξης των αριστοκρατών γαιοκτημόνων της αυτοκρατορικής Αυστρίας, παρουσιάζεται ανίκανος να πάρει μια απόφαση - ή ακόμα και να μην πάρει μια απόφαση. Ένας άλλος κεντρικός χαρακτήρας της επιτροπής και ολόκληρου του μυθιστορήματος είναι ο Πρώσος βιομήχανος Άρνχαϊμ, με πρότυπο τον Γερμανό πολιτικό Βάλτερ Ράτεναου, ο οποίος παρά το γεγονός ότι είναι ξένος γίνεται δεκτός ως πρωταγωνιστής με μεγάλη επιρροή στο έργο. Η συναισθηματική έλξη της Διοτίμας δεν είναι άσχετη με αυτό και, καλλιεργημένη διακριτικά στο σαλόνι της Παράλληλης Δράσης, θα φτάσει στο σημείο να ζητήσει διαζύγιο από τον άνδρα της για να παντρευτεί τον Άρνχαϊμ.[9]
Στο σαλόνι της Διοτίμας, ο Ούλριχ συναντά επίσης τον στρατηγό Στουμ φον Μπόρντβερ, τον ανώτερό του όταν ήταν νεαρός αξιωματικός του στρατού. Περιγράφει ειρωνικά τα πιο παράξενα ελαττώματα του, ο συντηρητικός φον Μπόρντβερ αντιπροσωπεύει την αυστριακή στρατιωτική κάστα που βρίσκεται σε διαδικασία παρακμής, όπως θα φανεί στην εξέλιξη του πολέμου. Ο στρατηγός εισάγεται στην Παράλληλη Δράση ως ελεγκτής, αλλά καταλήγει να γοητευθεί από τη Διοτίμα και από τις ιδέες της φιλοσοφίας και του πολιτισμού που ακούει να συζητούνται στο σαλόνι της.[10]
Ενώ η πλειονότητα των συμμετεχόντων (και η Διοτίμα πιο πυρετωδώς από όλους) κινείται από ένα ειλικρινές πατριωτικό πνεύμα και προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την Παράλληλη Δράση ως ευκαιρία για αυθεντική πολιτιστική και ηθική ανάπτυξη της Αυτοκρατορίας, υπάρχουν και ορισμένοι συμμετέχοντες που στοχεύουν στην εκμετάλλευση της κατάστασης για τους δικούς τους σκοπούς. Ο Άρνχαϊμ, για παράδειγμα, στοχεύει να αποκτήσει τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου που ανακαλύφθηκαν σε μια από τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ο φον Μπόρντβερ, από την άλλη, τοποθετήθηκε για να εκπροσωπήσει τον Στρατό στη Δράση με στόχο την αύξηση της επιρροής του στον κρατικό μηχανισμό, καθώς και μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Τα συμφέροντά τους αρχίζουν να στρέφουν το πρόγραμμα της Παράλληλης Δράσης προς τον πόλεμο αντί για την ειρήνη. Μέσα από τη σάτιρα, ο Μούζιλ χαρτογραφεί ειρωνικά τους τρόπους με τους οποίους η Αυστρία αναπόφευκτα βάδισε προς τον πόλεμο που θα άλλαζε τα πάντα.
Στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος κυριαρχεί η σχέση του Ούλριχ και της Αγκάθα, αδερφής του που είναι πέντε χρόνια μικρότερη από αυτόν, από την οποία ο Ούλριχ αποχωρίστηκε από την παιδική ηλικία. Έχοντας ξανασυναντηθεί για την κηδεία του πατέρα τους, τα δύο αδέρφια αναπτύσσουν μια βαθιά σχέση που θα οδηγήσει την Αγκάθα να αποφασίσει να μείνει στη Βιέννη και να χωρίσει από τον σύζυγό της, τον διάσημο παιδαγωγό Χάγκαουερ. Τα δύο αδέλφια, παρά τα πολλά χρόνια χωρισμού, βιώνουν μια έντονη πνευματική σχέση που αγγίζει τα όρια μιας ανεξήγητης αιμομιξίας: βλέπουν τους εαυτούς τους ως «αδερφές ψυχές» ή «σιαμαία αδέρφια».
Το 1942 ο Ρόμπερτ Μούζιλ πέθανε εξόριστος στη Γενεύη, πριν ολοκληρώσει το έργο του. Προς το τέλος, ο Ούλριχ εγκαταλείπει την επιτροπή και απομονώνεται σταδιακά από τον κόσμο με την αδερφή του. Το κείμενο ολοκληρώνεται με ένα μεγάλο τμήμα προπαρασκευαστικών σχεδίων, αποσπασματικών σημειώσεων, διορθώσεων και εναλλακτικών εκδοχών του πιθανού τέλους. Η ροή του μυθιστορήματος μοιάζει στατική και τα τελευταία χρόνια έχει ήδη εμφανιστεί στο προσκήνιο ο ναζισμός με την ιδεολογία του που για τον Ούλριχ είναι στασιμότητα, φόβος για το κενό, θάνατος, καταστροφή κάθε μορφής επικοινωνίας.[11]
Ο Μούζιλ εργάστηκε πάνω στο μυθιστόρημα για περισσότερα από 20 χρόνια, από το 1921 μέχρι τον ξαφνικό θάνατό του στην Ελβετία το 1942. Το συνολικό μήκος του μυθιστορήματος είναι περίπου 1700 σελίδες. Αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στη συγγραφή του, γεγονός που τον οδήγησε να ζει στα όρια της φτώχειας. Τα δύο πρώτα βιβλία εκδόθηκαν το 1930 και έγιναν αντιληπτά ως ένα μεγάλο μυθιστόρημα χωρίς πολλή δράση με ένα ξεπερασμένο θέμα και δεν προσέλκυσαν μεγάλο ενδιαφέρον. Το τελευταίο μέρος δημοσίευσε η χήρα του συγγραφέα μόλις τη δεκαετία του 1950 και η νέα έκδοση άρχισε να ελκύει την προσοχή. Μυθιστόρημα για τη λαχτάρα του πνεύματος, για την κατάρρευση μιας αυτοκρατορίας, με το ασυνήθιστο ύφος και τους μεγάλους διαλόγους του, θεωρείται πλέον από τους κριτικούς ως ένα από τα κλασικά έργα του 20ού αιώνα, ένα από τα σημαντικά βιβλία γερμανόφωνης και της αυστριακής λογοτεχνίας.[7]
Απόηχοι και αναφορές στη ζωή του συγγραφέα - ο νεαρός διανοούμενος Ούλριχ που αναζητά μια ουσιαστική και ικανοποιητική επαγγελματική και προσωπική ύπαρξη από πολλές απόψεις φέρει χαρακτηριστικά του ίδιου του Μούζιλ - ειδήσεις της εποχής και ρεπορτάζ εφημερίδων καθώς και παρατηρήσεις για την κοινωνία, την πολιτική και τον πολιτισμό ήταν οι βασικές πρώτες ύλες με τις οποίες ο Μούζιλ διαμόρφωσε το έργο. Συχνά παραπέμπει ξεκάθαρα σε ανθρώπους του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Η εξαιρετικά πρωτότυπη δομή του έργου περιέχει εκτενή δοκιμιακά αποσπάσματα ιστορικο-φιλοσοφικών θεμάτων και στοχασμούς σχετικά με την πνευματική κατάσταση της εποχής και τις τάσεις της κοινωνικής ανάπτυξης. [12]
Η ειρωνεία και η σάτιρα του Μούζιλ είναι ότι ο προγραμματισμένος εορτασμός της διεθνούς ειρήνης και της αυτοκρατορικής ενότητας διολισθαίνει σε εθνικό σωβινισμό και ακολουθεί ο πόλεμος και η αυτοκρατορική κατάρρευση. Το μυθιστόρημα παρέχει έτσι μια ανάλυση των πολιτικών και πολιτιστικών διαδικασιών που συνέβαλαν στο ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.