Εξώφυλλο ελληνικής έκδοσης του 2018 | |
Συγγραφέας | Γκράχαμ Γκρην |
---|---|
Τίτλος | Our Man in Havana |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | Δεκέμβριος 1958 |
Τόπος | Κούβα |
LC Class | OL7312642W |
Πρώτη έκδοση | Heinemann |
Προηγούμενο | The Quiet American |
Επόμενο | A Burnt-Out Case |
δεδομένα ( ) |
Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα (αγγλικός τίτλος: Our Man in Havana) είναι μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα Γκράχαμ Γκρην που δημοσιεύτηκε το 1958. Διαδραματίζεται στην προεπαναστατική Κούβα και σατιρίζει τον κόσμο της κατασκοπείας, ειδικά τις Βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών MI6 και την προθυμία τους να πιστέψουν αναφορές από τοπικούς πληροφοριοδότες. [1]
Το βιβλίο προηγείται της Κρίσης των πυραύλων της Κούβας, αλλά ορισμένες πτυχές της πλοκής, ιδίως ο ρόλος των μυστικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων, φαίνεται να προεξοφλούν τα γεγονότα του 1962.[2]
Ο Γκρην εντάχθηκε στην MI6 τον Αύγουστο του 1941. Στο Λονδίνο, το τμήμα του ασχολούνταν με την αντικατασκοπεία στην Ιβηρική Χερσόνησο. Εκεί πληροφορήθηκε για Γερμανούς πράκτορες στην Πορτογαλία που έστελναν στη χώρα τους εικονικές αναφορές, αποκομίζοντας επιπλέον από τον βασικό τους μισθό.
Ένας από τους πράκτορες ήταν ο Γκάρμπο, ένας Ισπανός διπλός πράκτορας στη Λισαβόνα, ο οποίος έδινε παραπληροφόρηση στους Γερμανούς ανωτέρους του, προσποιούμενος ότι ελέγχει ένα κύκλωμα πρακτόρων σε όλη την Αγγλία. Στην πραγματικότητα, επινόησε κινήσεις και επιχειρήσεις των Βρετανικών ενόπλων δυνάμεων από χάρτες, οδηγούς και τυπικές στρατιωτικές αναφορές. Ο Γκάρμπο ήταν η κύρια έμπνευση για τον Τζέιμς Ουόρμολντ, τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος.[3]
Με βάση τη δράση των Γερμανών πρακτόρων στην Πορτογαλία, ο Γκρην έγραψε την πρώτη εκδοχή της ιστορίας το 1946, ως περίγραμμα για ένα σενάριο ταινίας, με την ιστορία να διαδραματίζεται στην Εσθονία το 1938. Η ταινία δεν γυρίστηκε ποτέ και ο Γκρην συνειδητοποίησε σύντομα ότι η Αβάνα, την οποία είχε επισκεφθεί πολλές φορές στις αρχές της δεκαετίας του 1950, θα ήταν ένα πολύ καλύτερο σκηνικό, με τα παράλογα του Ψυχρού Πολέμου να είναι πιο κατάλληλα για μια μαύρη κωμωδία.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην Αβάνα κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Μπατίστα, την περίοδο λίγο πριν την επανάσταση του Κάστρο.
Ο Τζέιμς Ουόρμολντ, ένας έμπορος ηλεκτρικών σκουπών, προσεγγίζεται από τον πράκτορα της MI6 Χόθορν, ο οποίος προσπαθεί να τον στρατολογήσει για τη Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών (MI6). Η γυναίκα του Ουόρμολντ τον έχει εγκαταλείψει και τώρα, ζει με την όμορφη 17χρονη κόρη του, Μίλι, η οποία είναι ιδιαίτερα πολυέξοδη. Ο Ουόρμολντ δεν κερδίζει αρκετά χρήματα για να πληρώσει τις υπερβολές της Μίλι, οπότε δέχεται την πρόταση παρόλο που δεν έχει ιδέα περί κατασκοπείας. Επειδή δεν έχει πληροφορίες για να στείλει στο Λονδίνο, ο Ουόρμολντ επινοεί τις πληροφορίες που περιμένει από αυτόν το Λονδίνο και στις αναφορές του χρησιμοποιεί πληροφορίες από εφημερίδες.
Επιπλέον, προσλαμβάνει μια ομάδα εικονικών υπαλλήλων - για να αυξήσει τον λογαριασμό εξόδων του. Μερικά από τα ονόματα στο πλασματικό δίκτυο πρακτόρων του είναι αληθινά πρόσωπα (τα περισσότερα από τα οποία δεν έχει γνωρίσει ποτέ), και μερικά εντελώς φανταστικά. Ο Ουόρμολντ λέει μόνο στον φίλο του Δρ. Χάσελμπαχερ για το κατασκοπευτικό του έργο, κρύβοντας την αλήθεια από τη Μίλι.
Κάποια στιγμή, αποφασίζει να κάνει τις αναφορές του «συναρπαστικές» στέλνοντας στο Λονδίνο σκίτσα με αυτό που περιγράφει ως μυστικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στα βουνά, στην πραγματικότητα είναι εξαρτήματα ηλεκτρικής σκούπας σε μεγάλο μέγεθος. Στο Λονδίνο, κανείς εκτός από τον Χόθορν, ο μόνος που γνωρίζει ότι ο Ουόρμολντ πουλά ηλεκτρικές σκούπες, δεν αμφιβάλλει για αυτήν την αναφορά. Ωστόσο, ο Χόθορν μένει σιωπηλός από φόβο μήπως χάσει τη δουλειά του. Υπό το φως των νέων εξελίξεων και ενθουσιασμένη με τη νέα πληροφορία, η MI6 του στέλνει μια γραμματέα, την πράκτορα Μπεατρίς Σέβερν.
Δεδομένου ότι η Μπεατρίς θέλει να γνωρίσει τους φανταστικούς υπαλλήλους του, ο Ουόρμολντ θα ήθελε να τους ξεφορτωθεί μέσω φανταστικών θανάτων, αλλά αυτή τη στιγμή, προς έκπληξή του, παρατηρεί ότι αρχίζει μια σειρά πραγματικών θανάτων με θύματα κατοίκους της Αβάνας που τυχαία έχουν το ίδιο όνομα με τους φανταστικούς υπαλλήλους του. Προφανώς οι ευφάνταστες αναφορές του δεν έγιναν αντιληπτές μόνο στο Λονδίνο, αν και παραμένει ασαφές ποιοι είναι οι αντίπαλοί του. Μαζί με τη Μπεατρίς, που εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι επαφές είναι πραγματικές, ο Ουόρμολντ προσπαθεί να σώσει τους πραγματικούς ανθρώπους που έχουν τα ονόματα των φανταστικών πρακτόρων του.
Εν τω μεταξύ, το Λονδίνο μεταδίδει την πληροφορία ότι ένας απροσδιόριστος εχθρός, που υπονοείται ότι είναι σοβιετικός πράκτορας, σκοπεύει να δηλητηριάσει τον Ουόρμολντ σε ένα γεύμα εμπορικών ενώσεων, όπου είναι ο ομιλητής. Φαίνεται ότι οι πληροφορίες του έχουν ανησυχήσει τους τοπικούς πράκτορες που τώρα προσπαθούν να τον απομακρύνουν. Το Λονδίνο είναι ικανοποιημένο, καθώς επικυρώνεται η αξία του έργου του. Ο Ουόρμολντ πηγαίνει στο γεύμα όπου ο Δρ. Χάσελμπαχερ τον προειδοποιεί για την απειλή. Ο Ουόρμολντ αποφεύγει το γεύμα. Ένας συνάδελφος πωλητής ηλεκτρικών σκουπών, ο Κάρτερ, του προσφέρει ουίσκι. Καχύποπτος, ο Ουόρμολντ αφήνει το ποτήρι, ο σκύλος του σερβιτόρου το γλείφει και πεθαίνει αμέσως μετά. Σε αντίποινα για την προδοσία του Δρ. Χάσελμπαχερ, ο Κάρτερ τον σκοτώνει.[4]
Ο διαβόητος λοχαγός Σεγκούρα, ένας ισχυρός Κουβανός μυστικός αστυνομικός, ερωτευμένος με τη Μίλι και με πρόθεση να την παντρευτεί, έχει μια λίστα με όλους τους κατασκόπους στην Αβάνα, την οποία ο Ουόρμολντ πολύ θα ήθελε να αποκτήσει για να στείλει στο Λονδίνο και κάτι πραγματικό. Τον προσκαλεί στο σπίτι του δήθεν για να συζητήσουν για τη Μίλι. Μόλις φτάνει, του προτείνει να παίξουν ένα παιχνίδι, ο Σεγκούρα καταλήγει μεθυσμένος και αποκοιμιέται. Ο Ουόρμολντ παίρνει το όπλο του, φωτογραφίζει τη λίστα και τη στέλνει στο Λονδίνο, τελικά αποδεικνύεται άχρηστη.[5]
Για να εκδικηθεί τη δολοφονία του φίλου του, ο Ουόρμολντ πείθει τον Κάρτερ να τον συνοδεύσει για να δει τη νυχτερινή ζωή της Αβάνας και, μετά από κάποιο δισταγμό, τον πυροβολεί με το πιστόλι του Σεγκούρα. Αστοχεί, ο Κάρτερ αντεπιτίθεται και ο Ουόρμολντ πυροβολεί και τον σκοτώνει.
Μετά από μερικές ακόμα γκροτέσκες επιπλοκές, ο Ουόρμολντ ομολογεί τα πάντα στη Μπεατρίς, την οποία έχει ερωτευτεί. Ανακαλούνται και οι δύο στα κεντρικά γραφεία στο Λονδίνο. Εκεί, ο Ουόρμολντ παραδέχεται την πλεκτάνη φέρνοντας την ηγεσία των Μυστικών υπηρεσιών σε δύσκολη θέση - αν δικαστεί, θα είναι βαρύ πλήγμα για τη φήμη ολόκληρης της υπηρεσίας. Η MI6 αποφασίζει να θεωρήσει όλα τα δεδομένα που της παρείχε ως αληθινά και ο Ουόρμολντ, κατάπληκτος μαθαίνει ότι δεν τον τιμωρούν, αντίθετα, του δίνουν θέση εκπαιδευτή πρακτόρων και για τις υπηρεσίες του τον προτείνουν για το Τάγμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Στο τέλος του μυθιστορήματος, ο Ουόρμολντ και η Μπεατρίς αποφασίζουν να παντρευτούν και να ζήσουν στο Λονδίνο. Η Μίλι πρόκειται να πάει σε ένα ελβετικό σχολείο, το οποίο πληρώνεται από τα κέρδη του Ουόρμολντ για τις υπηρεσίες του.[6]
Το μυθιστόρημα, που γράφτηκε στο αποκορύφωμα της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, έχει μια ξεκάθαρη σατιρική πρόθεση απέναντι σε μια συγκεκριμένη κατασκοπευτική λογοτεχνία και κινηματογραφικά έργα της εποχής τα οποία παρουσίαζαν ανίκητους και συναρπαστικούς κατασκόπους που χρησιμοποιούσαν αλάνθαστα και εξαιρετικά εξελιγμένα συστήματα.
Το 1959 το μυθιστόρημα διασκευάστηκε στην ομώνυμη κινηματογραφική ταινία σε σκηνοθεσία Κάρολ Ριντ, σενάριο του συγγραφέα και πρωταγωνιστή τον Άλεκ Γκίνες. [7]Το 1963, διασκευάστηκε σε όπερα από τον Μάλκομ Ουίλιαμσον. Το 2007, διασκευάστηκε σε θεατρικό έργο από τον Κλάιβ Φράνσις.