Εικονογράφηση από έκδοση του 1682 | |
Συγγραφέας | Μολιέρος |
---|---|
Γλώσσα | Γαλλικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1665 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1665 |
Πολιτιστικό κίνημα | μπαρόκ μουσική |
Μορφή | θεατρικό έργο |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο έρωτας γιατρός (γαλλικός τίτλος: L'Amour Médecin) είναι τρίπρακτη κωμωδία-μπαλέτο σε πρόζα του Μολιέρου σε μουσική του Ζαν-Μπατίστ Λυλί, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο παλάτι των Βερσαλλιών στις 14 Σεπτεμβρίου 1665 και στη συνέχεια στο Παρίσι στο θέατρο του Παλαί Ρουαγιάλ στις 22 Σεπτεμβρίου 1665.[1]
Η υπόθεση αναφέρεται στην άρνηση ενός πατέρα να επιτρέψει στην ερωτευμένη μοναχοκόρη του να παντρευτεί και στο κόλπο που σκαρφίζεται το νεαρό ζευγάρι για να ξεπεράσει τις δυσκολίες. Συγχρόνως, ο συγγραφέας ασκεί κριτική στο ιατρικό επάγγελμα σατιρίζοντας τις πρακτικές των γιατρών της εποχής του που δεν είχαν ιδιαίτερες γνώσεις ιατρικής. Τα ονόματα των γιατρών, εντελώς πλασματικά, και οι ιδιαιτερότητές τους παρέπεμπαν σε διάσημους γιατρούς εκείνης της εποχής, ξεκάθαρα αντιληπτούς από το κοινό.[2]
Είναι το πιο βιαστικά γραμμένο από όλα τα έργα του Μολιέρου. Γράφτηκε, κατόπιν παραγγελίας του Λουδοβίκου ΙΔ΄, έγιναν οι πρόβες και παρουσιάσθηκε, όλα μέσα σε πέντε ημέρες, η επιτυχία του ωστόσο ήταν μεγάλη και θεωρείται ένα από τα κλασικά έργα του Μολιέρου.[3]
Ο Σγαναρέλος, ένας πλούσιος αστός χήρος που ενδιαφέρεται μόνο για τις δικές του εγωιστικές φιλοδοξίες, αρνείται να παντρέψει τη μοναχοκόρη του Λουσίντα με τον αγαπημένο της Κλείτανδρο γιατί δεν αντέχει στη σκέψη ότι θα αναγκαζόταν να δώσει μια σημαντική προίκα στον γαμπρό, ο οποίος θα γινόταν επίσης ο κληρονόμος της περιουσίας του. Η Λουσίντα, με τη βοήθεια της υπηρέτριάς της Λιζέτας, προσποιείται ότι είναι άρρωστη, ανεξήγητα καταθλιπτική.[4]
Ο Σγαναρέλος καλεί τέσσερις γιατρούς, οι οποίοι εξετάζουν την κοπέλα και τότε προκύπτουν διαφορές απόψεων σχετικά με τη διάγνωση και τη θεραπεία της: Ο πρώτος υποστηρίζει την αφαίμαξη, ο δεύτερος ευαγγελίζεται τη χρήση καθαρκτικού, ενώ οι δύο επόμενοι ενημερώνουν τον Σγαναρέλο ότι παρά τις «καλύτερες» προσπάθειές τους η κόρη του μάλλον θα πεθάνει ούτως ή άλλως, αλλά μπορεί να παρηγορηθεί με το γεγονός ότι οι κανόνες της συμβατικής ιατρικής έχουν τηρηθεί με απόλυτη ακρίβεια. Απελπισμένος, ο Σγαναρέλος επισκέπτεται έναν τσαρλατάνο του δρόμου για να αγοράσει ένα θρυλικό φάρμακο που μπορεί να θεραπεύσει κάθε ασθένεια. Υπονοείται ότι ούτε αυτό δεν έχει καμία επίδραση στη Λουσίντα.
Ο Σγαναρέλος καλεί και πέμπτο γιατρό: ο Κλείτανδρος, με τις οδηγίες της Λιζέτας, φτάνει μεταμφιεσμένος σε γιατρό και εξετάζει τη Λουσίντα. Εντυπωσιασμένος από τον νεαρό γιατρό, ο Σγαναρέλος τον ρωτά ποια είναι η μυστηριώδης ασθένεια. Ο Κλείτανδρος δηλώνει ότι η ασθενής πάσχει από μια σοβαρή περίπτωση κατάθλιψης και μόνο ένας γάμος θα την θεραπεύσει. Επιπλέον, ανακοινώνει ότι θα ξεγελάσει τη Λουσίντα ώστε να πιστέψει ότι οι δυο τους θα παντρευτούν για να της φτιάξει τη διάθεση. Το ζευγάρι φεύγει και ο Σγαναρέλος διοργανώνει γιορτή για να γιορτάσει την ανάρρωση της κόρης του και, πιστεύοντας ότι την εξαπατά, υπογράφει ένα «ψεύτικο» συμβόλαιο γάμου μεταξύ του Κλείτανδρου και της Λουσίντας δίνοντας στο ζευγάρι μια προίκα 20.000 φλουριά. Στην πραγματικότητα το συμβόλαιο, που υπογράφηκε ενώπιον συμβολαιογράφου, είναι πραγματικό. Στη συνέχεια, ο Σγαναρέλος πληροφορείται από τη Λιζέτα ότι το ζευγάρι έχει παντρευτεί πραγματικά και ότι το όλο θέμα ήταν ένα κόλπο. Θυμώνει, αλλά συγκρατείται από τους φίλους του και οι εορτασμοί συνεχίζονται μέχρι τη νύχτα.[5]
Στον Έρωτα γιατρό εμφανίζονται πέντε γιατροί, όλοι θέμα σάτιρας του Μολιέρου. Και οι πέντε είναι εμπνευσμένοι από πραγματικούς γιατρούς της εποχής του Μολιέρου και το κοινό τους αναγνώριζε εύκολα γιατί τα χαρακτηριστικά τους, ακόμη και τα ελληνοποιημένα τους ονόματα, που επινοήθηκαν από τον Νικολά Μπουαλώ κατόπιν αιτήματος του φίλου του Μολιέρου, υποδηλώνουν σαφώς αναγνωρίσιμες ιδιαιτερότητες. Ο ντε Φοναντρέ[6] παραπέμπει στον ντε Φουζεραί, έναν από τους πιο εξέχοντες γιατρούς στο Παρίσι, ο Μακροτόν μιμείται την αργή ομιλία του γιατρού της βασίλισσας, άλλος θύμιζε τον γιατρό του δούκα της Ορλεάνης και ο Τομέ είναι ένας από τους οκτώ γιατρούς του βασιλιά. Ο Μολιέρος είχε φροντίσει ώστε τα πρόσωπα αυτών των γιατρών να είναι ξεκάθαρα ανιχνεύσιμα.[7]
Αυτοί οι γιατροί που στοχοποιήθηκαν στο έργο διαμαρτυρήθηκαν στον βασιλιά. Λέγεται ότι ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ τους απάντησε: «Οι γιατροί συχνά κάνουν τους ανθρώπους να κλαίνε, ας μας κάνουν να γελάσουμε και μια φορά».
Η ιατρική, για άλλη μια φορά στα έργα του Μολιέρου, εμφανίζεται αδύναμη και ασαφής. Μπροστά στο κρεβάτι της Λουσίντας που προσποιείται, οι γιατροί κάνουν διάφορες διαγνώσεις (όλες λάθος), μαλώνουν μεταξύ τους (συζητώντας επίσης για μη ιατρικά θέματα) και αυτοσχεδιάζουν τις συνήθεις θεραπείες, αφαιμάξεις και καθαρκτικά, θεωρώντας ότι η τήρηση των κανόνων είναι πιο σημαντική από τη διάσωση της ζωής των ασθενών.