Ο Ζωρζ ντ' Εστουτβίλ, η Μαρί και ο κοιμισμένος κόμης ντε Σαιν-Βαλιέ στον καθεδρικό ναό της Τουρ. Εικονογράφηση του Πιέρ Βιντάλ (1897) | |
Συγγραφέας | Ονορέ ντε Μπαλζάκ |
---|---|
Τίτλος | Maître Cornélius |
Γλώσσα | Γαλλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1831 |
Μορφή | νουβέλα |
Σειρά | Η Ανθρώπινη κωμωδία |
Δημοσιεύθηκε στο | Η Ανθρώπινη κωμωδία |
δεδομένα ( ) |
Ο δάσκαλος Κορνήλιος (γαλλικός τίτλος: Maître Cornélius) είναι διήγημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Εκδόθηκε το 1831 και κατατάσσεται στην ενότητα Φιλοσοφικές μελέτες της Ανθρώπινης κωμωδίας. Διαδραματίζεται στην Τουρ του 15ου αιώνα, στη Γαλλία.[1]
Το διήγημα αποτελείται από δύο ιστορίες που τυχαία συνδέονται, την ερωτική ιστορία της νόθας κόρης του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΑ΄ με τον Ζωρζ ντ' Εστουτβίλ και την ιστορία των ανεξήγητων κλοπών στο σπίτι του αργυροχόου Κορνήλιου.[2]
Η ιστορία διαδραματίζεται στην Τουρ το 1479. Αρχίζει με τη Μαρί ντε Σαιν-Βαλιέ, νόθα κόρη του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΑ΄, να παρακολουθεί τη λειτουργία στον καθεδρικό ναό της Τουρ με τον πολύ μεγαλύτερο σύζυγό της, τον κόμη ντε Σαιν-Βαλιέ, έναν δεσποτικό, βάναυσο και ζηλιάρη γέροντα, ο οποίος έχει αποκοιμηθεί. Ο εραστής της Μαρί, ο νεαρός Ζωρζ ντ' Εστουτβίλ, έρχεται να της μιλήσει. Της λέει ότι θα τη συναντήσει το ίδιο βράδυ στο σπίτι της, μπαίνοντας από το σπίτι του Κορνήλιου Χόγουορστ που μένει ακριβώς δίπλα στο μέγαρο του Σαιν-Βαλιέ.[3]
Ο δάσκαλος Κορνήλιος είναι ένας πλούσιος Φλαμανδός αργυροχόος και έμπορος που έχει δοσοληψίες με τον βασιλιά και πλούσιους αυλικούς. Είναι ένας ηλικιωμένος φιλάργυρος που μένει με την αδερφή του σε ένα μεγάλο σπίτι και έχει καταγωγή από τη Γάνδη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Τουρ, το σπίτι του έχει διαρρηχθεί τρεις φορές και κάθε φορά οι μαθητευόμενοί του κατηγορήθηκαν και εκτελέστηκαν, αν και υπήρχαν αμφιβολίες για την ενοχή των άτυχων. Αυτό τον έκανε φοβερό και μισητό στην πόλη.
Παρά τον κίνδυνο, ο Ζωρζ παρουσιάζεται στον Κορνήλιο και ζητά να γίνει μαθητευόμενός του. Γίνεται δεκτός με τη βοήθεια μιας πλαστής επιστολής από έναν άλλο έμπορο της Γάνδης. Του δίνουν ένα δωμάτιο στο σπίτι του Κορνήλιου και κατά τη διάρκεια της νύχτας ο νεαρός περνάει μέσα από μια καμινάδα στο διπλανό σπίτι για το ραντεβού του με τη Μαρί. Ενώ συμβαίνουν αυτά, στο σπίτι του Κορνήλιου γίνεται πάλι διάρρηξη και κλέβονται πολύτιμα κοσμήματα. Το επόμενο πρωί, ο Ζωρζ συλλαμβάνεται, καθώς ο Κορνήλιος παρατήρησε ότι έλειπε από το δωμάτιό του. Όταν η Μαρί μαθαίνει τη σύλληψη του εραστή της, κανονίζει αμέσως να δει τον πατέρα της, τον βασιλιά.[4]
Η Μαρί και ο σύζυγός της ταξιδεύουν στην κατοικία του βασιλιά στο κάστρο του Πλεσσί-λε-Τουρ στα περίχωρα της Τουρ. Όταν μένει μόνη με τον πατέρα της, του λέει ότι ο Ζωρζ δεν είναι ο κλέφτης, γιατί πέρασε τη νύχτα μαζί της. Λέει επίσης ότι δεν αγαπά τον άντρα της και τον φοβάται. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς κανονίζει να σταλεί ο σύζυγός της σε διπλωματικό ταξίδι στη Βενετία. Καλεί επίσης τον Κορνήλιο, και του λέει ότι θα επισκεφτεί αμέσως το σπίτι του.
Ο βασιλιάς πηγαίνει στο σπίτι του Κορνήλιου για να ερευνήσει τη ληστεία. Επιθεωρεί το δωμάτιο με το θησαυροφυλάκιο και διαπιστώνει ότι οι κλειδαριές δεν έχουν παραβιαστεί. Στη συνέχεια διατάζει φρουρούς να παρακολουθούν το σπίτι όλη τη νύχτα. Την επόμενη μέρα ανακαλύπτεται νέα κλοπή, αλλά πάλι η κλειδαριά είναι απείραχτη. Ο Κορνήλιος εθεάθη επίσης έξω κατά τη διάρκεια της νύχτας, αν και δεν το θυμάται. Ο γιατρός του βασιλιά τους λέει στη συνέχεια ότι η εξήγηση είναι ότι ο Κορνήλιος είναι υπνοβάτης και σχεδόν σίγουρα μόνος του έκλεψε και έκρυψε τα τιμαλφή του.
Ως αποτέλεσμα αυτού, ο Ζωρζ απαλλάσσεται. Ο Κορνήλιος αντιμετωπίζεται τώρα με καχυποψία από τον βασιλιά, αλλά δεν τιμωρείται. Ωστόσο, βασανίζεται από την απώλεια των τιμαλφών και την απώλεια της εύνοιας του βασιλιά. Τρία χρόνια αργότερα, ο Κορνήλιος αυτοκτονεί, παίρνοντας στον τάφο του το μυστικό της κρυψώνας όπου έβαλε το χρυσάφι που έκλεψε από τον εαυτό του.[5]
Η ιστορία του δάσκαλου Κορνήλιου είναι σαφώς επηρεασμένη από τη ρομαντική μυθοπλασία που ήταν πολύ δημοφιλής στη Γαλλία το πρώτο μισό του 19ου αιώνα μέσα από τα έργα πολλών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων οι Σαρλ Νοντιέ, Αλέξανδρος Δουμάς και ο νεαρός Βικτόρ Ουγκό, από το ιστορικό μυθιστόρημα στο στυλ του Γουόλτερ Σκοτ όπως και από τη φιλοσοφία του Εμάνουελ Σβέντενμποργκ.
Η εισαγωγή του διηγήματος μέσα στον γοτθικό καθεδρικό ναό της Τουρ και το μεσαιωνικό ιστορικό πλαίσιο προϊδεάζουν για την ατμόσφαιρα μυστηρίου στο έργο, όπου συνυπάρχουν η θρησκευτική εξύψωση και ο βέβηλος έρωτας. Το μυστήριο εντείνεται με τις μυστικιστικές ανησυχίες του Μπαλζάκ και το ενδιαφέρον του για τα υπερφυσικά φαινόμενα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνει και την υπνοβασία του χαρακτήρα του τίτλου. [6]
Το διήγημα παρουσιάζει μια φανταστική διάσταση γιατί ο χαρακτήρας του δάσκαλου Κορνήλιου και της αδερφής του καλύπτονται από μυστήριο και σκοτάδι. Οι μαθητευόμενοί του πεθαίνουν στην αγχόνη. Το μυστήριο κρέμεται πάνω από το σπίτι και τον μυστηριώδη ιδιοκτήτη του αλλά τελικά ο συγγραφέας κόβει τη φανταστική τροπή δίνοντας μια πιο ρεαλιστική και προσγειωμένη εξήγηση.[7]
Ο χαρακτήρας του τίτλου δάσκαλος Κορνήλιος, μοιάζει με μεταγενέστερους χαρακτήρες των εντελώς ρεαλιστικών πλέον φιλάργυρων του Μπαλζάκ - για παράδειγμα, τον χαρακτήρα τίτλου της νουβέλας Γκομπσέκ.