Ο πύργος του Κυανοπώγωνα

Ο πύργος του Κυανοπώγωνα

Οι πρωταγωνιστές της παγκόσμιας πρεμιέρας
Πρωτότυπος τίτλος A kékszakállú herceg vára
Γλώσσα πρωτοτύπου Ουγγρικά
Μουσική Μπέλα Μπάρτοκ
Λιμπρέτο Μπέλα Μπαλάζ
Πράξεις 1
Πρεμιέρα 24 Μαΐου 1918
Θέατρο Θέατρο της Όπερας, Βουδαπέστη
Ρόλοι

Κυανοπώγων, Ιουδίθ

Το έργο Ο πύργος του Κυανοπώγωνα (ουγγρικά: A kékszakállú herceg vára‎‎) είναι μονόπρακτη όπερα του Ούγγρου συνθέτη Μπέλα Μπάρτοκ. Το λιμπρέτο, στα ουγγρικά, είναι του Μπέλα Μπάλαζ, Ούγγρου ποιητή, συγγραφέα και σκηνοθέτη, και συνιστά ελεύθερη απόδοση του λαϊκού παραμυθιού ο Κυανοπώγων το οποίο καταγράφηκε και εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Σαρλ Περώ το 1697, αλλά και του δράματος Ariane et Barbe Bleue (1901) του Βέλγου συγγραφέα Μωρίς Μαίτερλινκ. Ο Μπάρτοκ συνέθεσε την όπερα το 1911 αλλά η παγκόσμια πρεμιέρα δόθηκε 7 χρόνια αργότερα, στις 24 Μαΐου 1918, στη Βουδαπέστη.

Το έργο διαρκεί κάτι λιγότερο από μια ώρα και στη σκηνή εμφανίζονται δυο πρόσωπα, ο δούκας Κυανοπώγων και η σύζυγός του Ιουδίθ. Η ιστορία αποδίδεται ως συμβολιστική και ψυχαναλυτική ανατομία μιας ερωτικής σχέσης, παρουσιάζει τις διεργασίες της και ξετυλίγει την πλοκή βάσει της αλληγορίας ότι πίσω από τις κλειστές πόρτες υπάρχει πάντα κάτι που οδηγεί σε ανακαλύψεις για τη ζωή του άλλου.[1]

Ιστορικό σύνθεσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Όλγα Χάσελμπεκ, ο Οζκάρ Κάλμαν, ο Ντέστσο Ζάντορ και ο Μπέλα Μπάρτοκ μετά την πρεμιέρα στο Θέατρο της Όπερας της Βουδαπέστης το 1918.

Ο Μπέλα Μπαλάζ είχε αρχικά στο μυαλό του αυτό το λιμπρέτο για τον συγκάτοικό του Ζόλταν Κόνταϊ, το 1908, και το έγραψε μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Το κείμενο εκδόθηκε το 1910, με κοινή αφιέρωση στον Κόνταϊ και τον Μπάρτοκ και το 1912 εμφανίστηκε με τον πρόλογο του Βάρδου στη συλλογή «Μυστήρια».

Ο Μπάρτοκ αποφάσισε να μελοποιήσει το έργο το 1911, καθώς ήταν η τελευταία ημερομηνία συμμετοχής στον διαγωνισμό - στον οποίο είχε ήδη δηλώσει συμμετοχή - για το βραβείο «Ferenc Erkel» για μονόπρακτη όπερα, διαγωνισμό που οργάνωνε η Ουγγρική Ακαδημία Καλών Τεχνών. Ένας δεύτερος διαγωνισμός, που διοργανώθηκε από τους μουσικούς εκδότες Rózsavölgyi και με ημερομηνία λήξης το 1912, ενθάρρυνε τον Μπάρτοκ να πραγματοποιήσει κάποιες αλλαγές στο έργο, προκειμένου να το υποβάλει και σε αυτόν το διαγωνισμό.

Το έργο δεν κέρδισε το βραβείο «Ferenc Erkel», οι δε κριτές του διαγωνισμού Rózsavölgyi, αφού εξέτασαν τη σύνθεση, θεώρησαν ότι το έργο (με δύο μόνο χαρακτήρες και μια σκηνή) δεν ήταν αρκετά δραματικό για να προκριθεί στην κατηγορία στην οποία είχε ενταχθεί, δηλ. μουσική για το θέατρο.

Το 1913 ο Μπαλάζ παρουσίασε μια θεατρική παράσταση στην οποία ο Μπάρτοκ έπαιξε μερικά κομμάτια για πιάνο από την όπερα αυτή, σε ένα ξεχωριστό μέρος του προγράμματος. Πλέον ο συνθέτης δεν ήλπιζε να δει ένα ολοκληρωμένο ανέβασμα του έργου του, όπως φαίνεται από μια επιστολή του γραμμένη το 1915.

Στις 12 Μαΐου 1917 στο Θέατρο της Όπερας της Βουδαπέστης ο Μπάρτοκ με τον Μπαλάζ παρουσίασαν το μπαλέτο Ο ξύλινος Πρίγκιπας. Η παράσταση, με διευθυντή ορχήστρας τον Εγκίστο Τάνγκο, γνώρισε μεγάλη επιτυχία κι έτσι η διεύθυνση του θεάτρου αποφάσισε να ανεβάσει την επόμενη χρονιά το έργο τους Ο πύργος του Κυανοπώγωνα, με τον ίδιο διευθυντή ορχήστρας.[2] Ύστερα από την εξορία του Μπαλάζ το 1919[σημ. 1] και τη σχετική λογοκρισία για τα έργα του, η όπερα δεν ξανανέβηκε στην Ουγγαρία μέχρι το 1936. Το 1922 η όπερα ανέβηκε με γερμανικό κείμενο στη Φρανκφούρτη και στη συνέχεια στο Βερολίνο το 1929. Με αυτή την εκδοχή γνώρισε μεγάλη διάδοση στην προπολεμική Ευρώπη.[3]

Χαρακτήρας Φωνή Καστ της παγκόσμιας πρεμιέρας
24 Μάιος 1918
(Διευθυντής ορχήστρας: Egisto Tango)
πρόλογος του βάρδου απαγγελία Imre Palló
Κυανοπώγων Λυρικός Βαθύφωνος ή Μπάσο-Βαρύτονος Οζκάρ Κάλμαν (Oszkár Kálmán)
Ιουδίθ σοπράνο ή μέτζο-σοπράνο Όλγα Χάσελμπεκ (Olga Haselbeck)
Οι πρώην σύζυγοι του Κυανοπώγωνα βουβά πρόσωπα

Μετά από έναν ομιλούμενο πρόλογο, ο δούκας Κυανοπώγωνας φτάνει με την νέα του σύζυγο, την Ιουδίθ, στο κάστρο του, που είναι βυθισμένο στο σκοτάδι. Ο Κυανοπώγωνας ρωτά την Ιουδίθ αν θέλει να μείνει και της προσφέρει την επιλογή να φύγει, αλλά εκείνη αποφασίζει να μείνει. Η γυναίκα επιμένει να είναι όλες οι πόρτες ανοιχτές, για να μπαίνει φως και να στεγνώσουν οι κρύοι, υγροί τοίχοι. επιμένοντας, εξάλλου, ότι το αίτημά της βασίζεται στην αγάπη της για τον Κυανοπώγωνα. Ο δούκας αρνείται, λέγοντάς της ότι είναι μυστικά μέρη και δεν πρέπει να εξερευνηθούν από άλλους. ζητά δε από την Ιουδίθ να τον αγαπάει χωρίς να κάνει ερωτήσεις. Η Ιουδίθ επιμένει και τελικά υπερισχύει.

Η πρώτη πόρτα ανοίγει για να αποκαλύψει τον αιματοβαμμένο θάλαμο βασανιστηρίων. Στην αρχή η Ιουδίθ τα χάνει αλλά μετά, από περιέργεια, συνεχίζει. Πίσω από τη δεύτερη πόρτα υπάρχει ένα οπλοστάσιο και πίσω από την τρίτη ένας θησαυρός από χρυσάφι και κοσμήματα. Κάθε φορά που ανοίγει μια πόρτα, ακούγονται από μέσα μυστηριώδη βογγητά πόνου. Πίσω από την τέταρτη πόρτα υπάρχει είναι ένας μυστικός κήπος με υπέροχα λουλούδια. πίσω από την πέμπτη, ένα παράθυρο ανοίγει στο αχανές βασίλειο του Κυανοπώγωνα. Τα πάντα φωτίζονται τώρα από τον ήλιο, αλλά το αίμα έχει λερώσει τον θάλαμο των βασανιστηρίων, το οπλοστάσιο και τους θησαυρούς, έχει μουσκέψει τον κήπο και τα σκοτεινά σύννεφα ρίχνουν κόκκινες σκιές πάνω από το βασίλειο του Δούκα.

Ο Κυανοπώγωνας ικετεύει τη γυναίκα του να σταματήσει: ο πύργος λάμπει τώρα όσο περισσότερο γίνεται, πιο φωτεινός δεν γίνεται. Η Ιουδίθ, ωστόσο, αρνείται να σταματήσει αφού προχώρησε τόσο μακριά και, επιμένοντας, καταφέρνει να ανοίξει την έκτη πόρτα. Στο μεταξύ μια σκοτεινή σκιά περνά πάνω από το πύργο. Αυτός είναι ο πρώτος θάλαμος που δεν είναι λερωμένος με αίμα: μια λίμνη με ασημένιο και σιωπηλό νερό είναι το μόνο που υπάρχει μέσα, "Είναι δάκρυα, Ιουδίθ, δάκρυα" επαναλαμβάνει ο Κυανοπώγωνας. Της ζητά απλώς να τον αγαπά και να μην κάνει άλλες ερωτήσεις. Η τελευταία πόρτα πρέπει να μείνει κλειστή για πάντα. Αλλά η γυναίκα εξακολουθεί να επιμένει, ζητώντας να μάθει για τις πρώην συζύγους του και μετά τον κατηγορεί ότι τις σκότωσε, φτάνει στο σημείο να υποθέσει ότι το αίμα που βρέθηκε παντού ανήκει σε αυτές και ότι τα δάκρυά τους είναι αυτά που σχημάτισαν τη λίμνη, και ότι τα σώματά τους βρίσκονται πίσω από την τελευταία πόρτα. Αντιμέτωπος με αυτές τις κατηγορίες, ο Κυανοπώγωνας της παραδίδει το έβδομο κλειδί.

Σε αυτό το σημείο μπαίνουν στη σκηνή οι τρεις πρώην σύζυγοι του Κυανοπώγωνα, σιωπηλές αλλά ακόμα ζωντανές, υπέροχα ντυμένες και στολισμένες με στέμματα και κοσμήματα. Ο Κυανοπώγωνας, συγκινημένος από τις αναμνήσεις, τις προσκυνά και τις εξυμνεί μια προς μια (ως συζύγους της αυγής, του μεσημεριού και του σούρουπου). Τελικά, γυρνώντας προς την Ιουδίθ, της λέει ότι είναι η πιο όμορφη από όλες: τη συνάντησε νύχτα, τώρα πρέπει να ανήκει στη νύχτα για πάντα. Συντετριμμένη, τον παρακαλεί να αλλάξει γνώμη και να την αφήσει, αλλά είναι πολύ αργά. Ο Κυανοπώγωνας την στολίζει με υπέροχα κοσμήματα και έναν έναστρο μανδύα, που τη βαραίνουν σαν μολύβι. Καθώς σκύβει το κεφάλι της κάτω από το βάρος, αναγκάζεται να ακολουθήσει τις άλλες συζύγους, που βγαίνουν σε μια δέσμη φεγγαρόφωτος από την έβδομη πόρτα. Αυτή κλείνει πίσω της, και ο Κυανοπώγωνας μένει μόνος, ενώ όλα εξαφανίζονται στο απόλυτο σκοτάδι και το έρεβος κατακυριεύει το κάστρο.[3]

Για να υποστηρίξει όλες τις ψυχολογικές αποχρώσεις της πλοκής, ο Μπάρτοκ χρησιμοποιεί εξαιρετικά μεγάλη ορχήστρα[4]. Τα μουσικά όργανα είναι τα εξής:

Απαιτούνται επίσης 8 μουσικοί χάλκινων πνευστών εκτός σκηνής (4 τρομπέτες και 4 τρομπόνια)

Ο πύργος του Κυανοπώγωνα ξεκινά με έναν αντισυμβατικό ομιλούμενο πρόλογο που μας ρωτά, «Πού είναι η σκηνή; Έξω ή μέσα μας;» Η όπερα του Μπάρτοκ δεν ακολουθεί τα μοτίβα των ιταλικών και γερμανικών έργων του 19ου αιώνα, ούτε από μουσικής άποψης ούτε από δραματουργικής. Σχεδόν τίποτα δεν συμβαίνει στη σκηνή, η πλοκή εξελίσσεται με τη βοήθεια μόνο κάποιων φωτιστικών εφέ. Η μουσική δομή δεν διαθέτει τις άριες και τα ρετσιτατίβο που συναντάμε στις άλλες όπερες. Απουσιάζει εντελώς η ουβερτούρα καθώς και τα μεγάλα ορχηστρικά επεισόδια και τα ντουέτα ή τα τρίο, που διανθίζουν τις παρτιτούρες μιας συνήθης όπερας. Η όλη δραματική εξέλιξη βασίζεται στον Κυανοπώγωνα και τη νέα του σύζυγο, σχεδόν δυο στατικές φιγούρες και μέσα από τους δυο αυτούς χαρακτήρες αποκαλύπτονται τα ανθρώπινα πάθη, οι μοιραίες συγκρούσεις και η ευρύτερη δυνατή προοπτική της ανθρωπότητας. Η απροθυμία του Κυανοπώγωνα να αποκαλύψει τα πιο οικεία μυστικά της ψυχής του, ταιριάζει στον κλειστό χαρακτήρα του συνθέτη και στην ασκητική του εμβάθυνση στην ίδια την ουσία των πραγμάτων και δεν πρέπει να είναι τυχαία η επιλογή του θέματος για τη μοναδική όπερα που συνέθεσε. [5] Το δε λιμπρέτο που του έγραψε ο Μπαλάζ, αντί να σκιαγραφεί την ιστορία ενός κατά συρροή δολοφόνου (σύμφωνα με τον αρχικό μύθο), έχει να κάνει με τη μοναξιά και τον φόβο να αποκαλύψουμε τα πιο σκοτεινά μυστικά μας σε αυτούς που αγαπάμε.[2]

Γνωρίζουμε ότι η πλοκή της όπερας διαφέρει σημαντικά από την αρχική ιστορία του Σαρλ Περώ. Στο πρωτότυπο, η Ιουδίθ προσπαθεί να ξεφύγει από τον άντρα της. Στην όπερα όμως κυριαρχεί η περιέργειά της και η επιμονή της να ανακαλύψει τα πάντα. Βλέπει αίμα παντού, αλλά εξακολουθεί να προσπαθεί να συνεχίσει και να δει τι συμβαίνει. Περιπλανιέται σταδιακά στα επίπεδα της ζωής του Κυανοπώγωνα, στην πραγματικότητα στο υποσυνείδητό του, (γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε την επίδραση που είχαν οι θεωρίες του Σίγκμουντ Φρόυντ και η αναδυόμενη επιστήμη της ψυχολογίας την εποχή που γράφτηκε αυτή η όπερα[2]). Ο Κυανοπώγωνας φαίνεται να αντιπροσωπεύει τον μέσο άνθρωπο, που είναι ένα εξαιρετικά χαοτικό και μοναχικό πλάσμα. Όταν προσπαθούμε να μάθουμε βαθιά για αυτό ή προσπαθούμε να είμαστε μέρος του «μέσα» ενός άλλου ανθρώπου, βλέπουμε γενικά να δημιουργούνται μεγάλα προβλήματα. Η κυρίαρχη ιδέα στον Πύργο του Κυανοπώγωνα είναι ότι το να αφήνεις τον καθένα με το δικό του «μέσα» είναι ίσως πιο υγιές και κυρίως πολύ πιο ευχάριστο για όλους.[6] Το έργο διαθέτει πλούσια ενορχήστρωση και εξαιρετική δραματική δύναμη και με αυτήν τη μοναδική του όπερα ο Μπάρτοκ άνοιξε ένα νέο δρόμο για το είδος αυτό.[7]

  1. Ο Μπαλάζ στήριξε την σύντομη κυβέρνηση του Μπέλα Κουν, υπήρξε μάλιστα ένας από τους πνευματικούς ηγέτες της και μέλος της Διεύθυνσης Συγγραφέων. Όταν η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία κατέρρευσε, ο Μπαλάζ πέρασε πάνω από 20 χρόνια στην εξορία.
  1. Χρήστος Παρίδης (9 Νοεμβρίου 2023). «Δάκρυα και αίμα: «Ο Πύργος του Κυανοπώγωνα» στη Λυρική». Lifo. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2023. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Calvin Dotsey (19 Απριλίου 2019). «Dare to Enter…Bluebeard's Castle». Houston Symphony. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2023. 
  3. 3,0 3,1 Harold Rosenthal -John Warrack (ed. italiana Luciano Alberti) (1991). «Il castello del Principe Barbablù». Dizionario enciclopedico dell'opera lirica. Φλωρεντία: Le lettere. σελ. 146. ISBN 88 7166 038 2. 
  4. «Ο πύργος του Κυανοπώγωνα». Εθνική Λυρική Σκηνή. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2023. 
  5. Sandor Veress (1949). «Bluebeard's Castle». Tempo, Cambridge University Press 13: 32-37. doi:10.1017/S0040298200042959. 
  6. «Symbolism and Bela Bartok's Bluebeard's Castle». handeucar.blogspot.ca. 12 Μαΐου 2010. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2023. 
  7. Γιάννης και Ανθούλα Παπαδοπούλου (2001). «Η όπερα τον 20ο αιώνα, Ουγγαρία». Όπερα, Διαδρομή στα λυρικά μονοπάτια. Αθήνα: Μουσικός οίκος Φίλιππος Νάκας. σελ. 209. ISBN 960-290-571-9. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]