Η οδοντόφρακτη περικεφαλαία είναι τύπος περικεφαλαίας που χρησιμοποιήθηκε κατά τη μινωική και μυκηναϊκή εποχή, κυρίως στον ελληνικό χώρο. Είναι κατασκευασμένη από δέρμα και χαυλιόδοντες αγριόχοιρου. Συναντάται από το 1650 έως το 1150 π.Χ., ενώ απεικονίζεται σε πολλές τοιχογραφίες και περιγράφεται λεπτομερώς στην Ιλιάδα του Ομήρου στον Τρωικό πόλεμο, ως περικεφαλαία του Οδυσσέα στν ωδή κ', στίχοι 260 ως 271.
Η χρήση του κράνους (Αρχαία ελληνικά: κορύς, Γραμμική Β': ko-ru) από χαυλιόδοντες χρονολογείται στις αρχές της εποχής του χαλκού, όταν οι άνθρωποι με τη βοήθεια των μεταλλικών εργαλείων άρχισαν να επεξεργάζονται διάφορα οργανικά και φυσικά υλικά. Από την άλλη μεριά οι κίνδυνοι του κυνηγιού και των ενόπλων μικροσυγκρούσεων ανάγκαζαν τους ανθρώπους να προστατεύσουν τα ζωτικά μέλη του σώματος, και να εφευρίσκουν τρόπους θωράκισης για το κεφάλι, το σώμα και τα άκρα ενάντια της επίδρασης των χάλκινων όπλων. Την ίδια εποχή υπήρχαν βέβαια και κράνη από χαλκό. Επειδή όμως ο χαλκός ήταν ακόμα σπάνια και ακριβή πρώτη ύλη,[1] οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν άλλα υλικά, και μάλιστα με πολλή δεξιοτεχνία όπως τεκμηριώνουν τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα:
Έχουμε λεπτομερειακές περιγραφές κράνους από χαυλιόδοντες στην Ιλιάδα[2] και την Οδύσσεια. Σύμφωνα με αυτές τις περιγραφές ξέρουμε ότι το κράνος αυτό είναι μια δερμάτινη σκούφια που είναι εσωτερικά καλυμμένη με τσόχα. Στο εξωτερικό μέρος είναι προσαρμοσμένοι οι χαυλιόδοντες. Διακρίνονται δύο τύποι, με κοινό γνώρισμα το πολύ πλήθος κοινοδόντων. Στην αρχαιότερη κατασκευή οι κοινόδοντες ήταν προσαρμοσμένοι σε αραιές οριζόντιες σειρές, όπως μας μαρτυρούν αρχαιολογικά ευρήματα στην Αίγινα, Ελευσίνα, το Άργος και την Θήβα.[3] Αγρότερα η διάταξη γίνεται κάθετη και οι χαυλιόδοντες συμπτήσονται. Σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα έχουμε στα Σπάτα, Αθήνα, στο Αστους Αρμένους, στις Μυκήνες, στην Καλλιθέα και Κνωσσό.[4] Απεικονίσεις βρίσκουμε σε τοιχογραφίες.