Ο όρος οθωμανική Συρία[1] αναφέρεται σε εδάφη της μετέπειτα Συρίας και της ευρύτερης Συρίας που βρίσκονταν υπό οθωμανική διοίκηση το διάστημα από την κατάκτηση του σουλτανάτου των Μαμελούκων έως και τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1922. Τα κατακτημένα εδάφη χωρίστηκαν στις δικαιοδοσίες των εγιαλετίων (επαρχιών) της Δαμασκού και του Χαλεπίου. Το εγιαλέτι της Τρίπολης ιδρύθηκε το 1579 και αργότερα το εγιαλέτι των Αδάνων αποσπάστηκε από το εγιαλέτι του Χαλεπίου. Το εγιαλέτι του Σαφέντ συστάθηκε το 1660 και μετονομάστηκε σύντομα σε «εγιαλέτι της Σιδώνας» λίγο αργότερα. Αυτά τα εγιαλέτια μετατράπηκαν σε εγιαλέτια της Συρίας, του Χαλεπίου και της Βηρυτού το 1864 ως μέρος των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ.
Πριν από το 1516, η Συρία αποτελούσε τμήμα του Μαμελουκικού Σουλτανάτου με κέντρο την Αίγυπτο. Ο Οθωμανός σουλτάνος Σελίμ Α΄ κατέκτησε τη Συρία το 1516, αφού νίκησε τους Μαμελούκους στη μάχη του Μαρτζ Νταμπίκ κοντά στο Χαλέπι στη βόρεια Συρία. Ο Σελίμ πραγματοποίησε νικηφόρα εκστρατεία εναντίον των Μαμελούκων και κατέκτησε την Αίγυπτο το 1517 μετά τη μάχη της Ριντανίγια, με αποτέλεσμα να καταλύσει το Μαμελουκικό Σουλτανάτο.
Όταν κατέκτησε για πρώτη φορά τη Συρία το 1516, ο Σελίμ κράτησε αμετάβλητες τις διοικητικές υποδιαιρέσεις της περιόδου των Μαμελούκων. Αφού επέστρεψε από την Αίγυπτο τον Ιούλιο του 1517, αναδιοργάνωσε τη Συρία σε μια μεγάλη επαρχία ή εγιαλέτι με την ονομασία Σαμ (η Συρία στα αραβικά/τουρκικά). Το εγιαλέτι υποδιαιρέθηκε σε διάφορες περιοχές ή σαντζάκια.
Το 1549, η Συρία αναδιοργανώθηκε σε δύο εγιαλέτια. Το βόρειο σαντζάκι του Χαλεπίου αποτέλεσε το κέντρο του νέου εγιαλετίου του Χαλεπίου. Το 1579 ιδρύθηκε το εγιαλέτι της Τρίπολης με την ονομασία Τρίπολη της Συρίας (τουρκικά: Trablusşam, αραβικά: طرابلس الشام). Το 1660 εγκαταστάθηκε το εγιαλέτι του Σαφάντ. Αργότερα μετονομάστηκε σε εγιαλέτι της Σιδώνας, και αργότερα, σε εγιαλέτι της Βηρυτού.
Το 1833 οι συριακές επαρχίες παραχωρήθηκαν στον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου με τη Σύμβαση της Κιουτάχειας. Ο φιρμάνι έλεγε ότι «οι κυβερνήσεις της Κάντιας και της Αιγύπτου παραχωρούνται στον Μεχμέτ Αλή, ενώ αναφερόμενος στην ειδική του αξίωση, του έδωσα τις επαρχίες της Δαμασκού, της Τρίπολης της Συρίας, της Σίδωνας, του Σαφέντ, του Χαλεπίου, των επαρχιών της Ιερουσαλήμ και της Ναμπλούς, με τη συμπεριφορά των προσκυνητών και την εντολή του Τσερντέ (η ετήσια προσφορά στον τάφο του Προφήτη). Ο γιος του, ο Ιμπραήμ Πασάς, έχει και πάλι τον τίτλο του Σεΐχη και του Χαρέμ της Μέκκα και της περιοχής Τζέντα και μακρύτερα, έχω συγκατατεθεί στο αίτημά του να έχει την περιοχή των Αδάνων από το Θησαυροφυλάκιο του Ταύρου, με τον τίτλο του Μοχασίλ».[2]
Μετά τη σφαγή χιλιάδων χριστιανών πολιτών κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στο Λίβανο το 1860 και υπό την αυξανόμενη ευρωπαϊκή πίεση, κυρίως από τη Γαλλία, ένα οθωμανικό διάταγμα που εκδόθηκε το 1861 μεταμόρφωσε το «Αλ Καϊμακουμιατίν», το πρώην καθεστώς βασισμένο στη θρησκευτική κυριαρχία που οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο, στο σαντζάκι του Όρους του Λιβάνου, κυβερνούμενο από μουτεσαρίφη ο οποίος, σύμφωνα με το νόμο, έπρεπε να είναι Χριστιανός μη Λιβανέζος.
Στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ, ο οθωμανικός νόμος που ψηφίστηκε το 1864 προέβλεπε μια τυποποιημένη επαρχιακή διοίκηση σε όλη την αυτοκρατορία, με τα εγιαλέτια να γίνονται μικρότερα βιλαέτια, κυβερνούμενα από έναν κυβερνήτη που εξακολουθούσε να διορίζεται από την αυτοκρατορική Πύλη αλλά με νέες επαρχιακές συνελεύσεις να συμμετέχουν στη διοίκηση .
Το 1872 η Ιερουσαλήμ και οι γύρω πόλεις αποτέλεσαν το αυτόνομο σαντζάκι της Ιερουσαλήμ, με ειδικό διοικητικό καθεστώς.