Οι εύθυμες Κυράδες του Ουίνδσορ (Αγγλικά: The Merry Wives of Windsor) είναι μια κωμωδία του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, όπου διακωμωδούνται σε μορφή φάρσας τα ερωτικά παθήματα του Φάλσταφ, ενός ξεπεσμένου ιππότη, γνωστού από το ιστορικό δράμα Ερρίκος Δ’.
Ο Σαίξπηρ αρχικά είχε ονομάσει τον Φάλσταφ «Τζον Ολντκάστλ». Ο Λόρδος Κόμπαμ, απόγονος του πραγματικού Τζον Όλντκαστλ (π. 1417), παραπονέθηκε, αναγκάζοντας τον Σαίξπηρ να αλλάξει το όνομα. Το όνομα Φάλσταφ ίσως είναι εμπνευσμένο από τον σερ Τζον Φάλστοφ (1380 – 1459), Άγγλο γαιοκτήμονα και ιππότη του ύστερου Μεσαίωνα, που πολέμησε στον Εκατονταετή Πόλεμο.
Ο ρόλος της Κουΐκλι στις Εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ είναι αρκετά διαφορετικός από τον ρόλο της στα άλλα έργα έτσι ώστε ορισμένοι κριτικοί έχουν προτείνει ότι δεν μπορεί να είναι ο ίδιος χαρακτήρας. Στον Ερρίκο τον Ε' αναφέρεται ως Νελλ Κουΐκλι, βρίσκεται με τον Φάλσταφ στο νεκροκρέβατό του και περιγράφει τον θάνατό του στους φίλους του. Είναι παντρεμένη με τον ακόλουθο του Φάλσταφ, τον Πίστολ, παρόλο που είχε προηγουμένως αρραβωνιαστεί με τον δεκανέα Νυμ. Ενώ ο Πίστολ λείπει στη Γαλλία, λαμβάνει ένα γράμμα από το οποίο μαθαίνει ότι ο άντρας της πέθανε έχοντας υποκύψει στην σύφιλη.
Το έργο διαδραματίζεται στην πόλη του Ουίνδσορ και στο δάσος γύρω από αυτήν. Δεδομένου ότι η δράση λαμβάνει χώρα μεταξύ της εμφάνισης του χαρακτήρα του Φάλσταφ στο ιστορικό δράμα του Σαίξπηρ Ερρίκος ο Δ' Μέρος 2ο και του θανάτου του στον Ερρίκο τον Ε' , η πλοκή μπορεί να χρονολογηθεί στα πρώτα χρόνια του 15ου αιώνα.
Ο δικαστής Σάλλοου και ο ανιψιός του ο Σλέντερ συνοδεύουν τον κληρικό σερ Χιου στο σπίτι των Πέιτζ. Εκεί συναντούν τον σερ Τζον Φάλσταφ, τον οποίο ο Σάλλοου κατηγορεί ότι του σκότωσε το ελάφι του, ενώ ο Σλέντερ κατηγορεί τους άνδρες του Φάλσταφ ότι τον λήστεψαν. Ο Φάλσταφ συναντά την κυρία Φορντ και την κυρία Πέιτζ και ο Σλέντερ προσπαθεί αδέξια να φλερτάρει την Άννα Πέιτζ.
Ο σερ Χιου στέλνει με τον Σιμπλ, τον υπηρέτη του Σλέντερ, ένα γράμμα στην κυρά Κουΐκλι, ζητώντας της να μεσολαβήσει στην Άννα Πέιτζ για λογαριασμό του Σλέντερ, που θέλει να την παντρευτεί.
Ο Φάλσταφ, έχοντας απεγνωσμένη ανάγκη από χρήματα, απολύει τον υπηρέτη του Μπάρντολφ, ο οποίος μπαίνει στην υπηρεσία του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου «Η Καλτσοδέτα». Ο Φάλσταφ σχεδιάζει να ξελογιάσει την κυρία Φορντ και την κυρία Πέιτζ για να βάλει χέρι στα πλούτη των συζύγων τους. Με αυτό το σκοπό, τους στέλνει δύο πανομοιότυπα ερωτικά γράμματα. Όταν ο Πίστολ και ο Νυμ αρνούνται να ενεργήσουν ως μεσολαβητές του, τους απολύει από την υπηρεσία του. Τότε αυτοί συνωμοτούν μεταξύ τους για να τον εκδικηθούν.
Όταν ο Σιμπλ παραδίδει το γράμμα του σερ Χιου στην κυρά Κουΐκλι, γίνεται αντιληπτός από τον εργοδότη της, τον δόκτορα Καγιού (άλλος ένας από τους μνηστήρες της Άννας). Έξαλλος με τον σερ Χιου επειδή μεσολάβησε εκ μέρους του Σλέντερ, ο δρ. Καγιού γράφει στον σερ Χιου, προκαλώντας τον σε μονομαχία.
Η κυρία Φορντ και η κυρία Πέιτζ συγκρίνουν τα ερωτικά γράμματα του Φάλσταφ, βλέπουν ότι είναι ολόιδια και αποφασίζουν να τον εκδικηθούν. Ο Πίστολ και ο Νυμ λένε στους κύριους Φορντ και Πέιτζ τα σχέδια του Φάλσταφ για τις συζύγους τους και η ζήλια του Φορντ φουντώνει. Κανονίζει να μεταμφιεστεί σε έναν άντρα ονόματι Μπρουκ και να πλησιάσει τον Φάλσταφ κάνοντας ότι είναι ερωτευμένος με την κυρία Φορντ αλλά δεν μπορεί να την κατακτήσει. Με την υπόσχεση γενναίας αμοιβής, ο Φάλσταφ υπόσχεται στον Μπρουκ να κερδίσει την κυρία για εκείνον και μετά να του την παραχωρήσει. Ο ξενοδόχος και ο Σάλλοου ξεκινούν με τον Πέιτζ για να βρουν τον Δρ. Καγιού και τον σερ Χιου, οι οποίοι αποπροσανατολίζονται από τις εσκεμμένα εσφαλμένες οδηγίες του ξενοδόχου.
Ο Φάλσταφ λαμβάνει πρόσκληση από την κυρία Φορντ να την επισκεφθεί. Στη συνέχεια δέχεται τα χρήματα του Μπρουκ με αντάλλαγμα την υπόσχεσή του να ξελογιάσει την κυρία Φορντ. Ο κύριος Φορντ σχεδιάζει να αιφνιδιάσει τη σύζυγό του με τον Φάλσταφ.
Ο Δρ. Καγιού γίνεται έξαλλος όταν ο Σερ Χιου αποτυγχάνει να τον συναντήσει για τη μονομαχία τους. Ο ξενοδόχος κατευνάζει τον θυμό του λέγοντάς του ότι θα φροντίσει να συναντήσει την Άννα Πέιτζ.
Ο Πέιτζ, ο Σάλλοου και ο Σλέντερ βρίσκουν τον Σερ Χιου, ο οποίος περιμένει να μονομαχήσει με τον Δρ Καγιού. Όταν ο Δρ Καγιού και ο Σερ Χιου, συναντώνται τελικά, συμφιλιώνονται και σχεδιάζουν εκδίκηση εναντίον του ξενοδόχου που τους εμπόδισε να μονομαχήσουν.
Ο Φορντ, γνωρίζοντας την επίσκεψη του Φάλσταφ στην κυρία Φορντ, μαζεύει όσους περισσότερους άντρες μπορεί για να πάνε μαζί του στο σπίτι του, υποσχόμενος ότι θα τους περιμένει εκεί ωραία διασκέδαση.
Η κυρία Φορντ και η κυρία Πέιτζ ξεκινούν την εκδίκησή τους εναντίον του Φάλσταφ. Καθώς ο Φάλσταφ συναντά την κυρία Φορντ, καταφθάνει η κυρία Πέιτζ με την είδηση της επικείμενης άφιξης του κυρίου Φορντ. Ο Φάλσταφ χώνεται σε ένα μεγάλο καλάθι με άπλυτα και έτσι κρυμμένος κάτω από τα βρώμικα ρούχα, μεταφέρεται από τους υπηρέτες, που έχουν λάβει εντολή να πετάξουν το περιεχόμενο του καλαθιού στο ποτάμι. Καθώς ο Φορντ ψάχνει μάταια για τον Φάλσταφ, οι δυο κυρίες σχεδιάζουν περαιτέρω εκδίκηση εναντίον και των δύο ανδρών.
Το κόρτε του Φέντον με την Άννα Πέιτζ διακόπτεται πρώτα από τον αντίπαλό του τον Σλέντερ και μετά από τους εχθρικούς γονείς της κοπελιάς.
Ο Φάλσταφ συμφωνεί για άλλη μια φορά να επισκεφτεί την κυρία Φορντ και ενημερώνει ξανά τον Μπρουκ για τα σχέδιά του.
Ο Ουίλιαμ, ο μικρός γιος του κυρίου και της κυρίας Πέιτζ, εξετάζεται στα λατινικά από τον Σερ Χιου.
Η επίσκεψη του Φάλσταφ στην κυρία Φορντ, διακόπτεται ξανά από την κυρία Πέιτζ, και πάλι με τα νέα ότι καταφθάνει ο κύριος Φορντ. Αυτή τη φορά οι γυναίκες στήνουν τη φυγή του Φάλσταφ ντύνοντάς τον σαν μια ηλικιωμένη χοντρή γυναίκα, θεία της υπηρέτριας της κυρίας Φορντ, την οποίαν μισεί ο κύριος Φορντ. Ο κύριος Φορντ τις βρέχει για τα καλά στον μεταμφιεσμένο Φάλσταφ και τελικά τον πετάνε με τις κλωτσιές έξω από το σπίτι.
Εμφανίζονται κάποιοι περαστικοί Γερμανοί που θέλουν να νοικιάσουν τα άλογα του ξενοδόχου.
Η κυρία Πέιτζ και η κυρία Φορντ, έχοντας αποκαλύψει πλήρως τις σχέσεις τους με τον Φάλσταφ στους συζύγους τους, συνωμοτούν μαζί τους για να ταπεινώσουν δημόσια τον Φάλσταφ εκείνο το βράδυ στο δάσος του Ουίνδσορ. Ο κύριος και η κυρία Πέιτζ σχεδιάζουν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για να παντρέψουν την κόρη τους με τον μνηστήρα της επιλογής τους. Ο κύριος Πέιτζ θέλει να την δώσει στον Σλέντερ, ενώ η κυρία Πέιτζ προτιμά τον δρ. Καγιού. Ο κύριος Πέιτζ και η σύζυγός του θέλουν και οι δύο να βάλουν τον δικό τους υποψήφιο γαμπρό να απαγάγει την Άννα για να τη παντρευτεί. Η Άννα ωστόσο ειδοποιεί τον αγαπημένο της Φέντον.
Ο ξενοδόχος μαθαίνει ότι τα άλογά του έχουν κλαπεί. Η κυρά Κουΐκλι προσεγγίζει τον Φάλσταφ με μια ακόμη πρόσκληση για να συναντήσει την κυρία Φορντ και την κυρία Πέιτζ.
Ο ξενοδόχος καλείται να βρει έναν εφημέριο για να παντρέψει την Άννα με τον Φέντον το ίδιο βράδυ.
Ο Φάλσταφ, έχοντας συμφωνήσει να συναντήσει την κυρία Πέιτζ και την κυρία Φορντ, υπόσχεται επιτυχία στον Μπρουκ.
Ο Σλέντερ ετοιμάζεται να κλέψει με την Άννα Πέιτζ.
Ο Δρ Καγιού περιμένει να κλέψει την Άννα Πέιτζ. Η κυρία Πέιτζ και η κυρία Φορντ ακολουθούν το σχέδιό τους. Η κυρία Πέιτζ και η κόρη της Άννα, μαζί με μερικά παιδάκια, έχουν ντυθεί ξωτικά για να βασανίσουν τον Φάλσταφ.
Ο Σερ Χιου και οι ξωτικά φτάνουν στο δάσος.
Ο Φάλσταφ βασανίζεται από τα ξωτικά και μετά ταπεινώνεται δημόσια. Οι παρευρισκόμενοι αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους στον Φάλσταφ. Ο Φάλσταφ ντρέπεται αλλά δεν απελπίζεται γιατί συνειδητοποιεί ότι του άξιζαν οι φάρσες. Ο κύριος Φορντ αξιώνει πίσω τα χρήματα που του είχε πληρώσει ως Μπρουκ και παίρνει επίσης στην κατοχή του το άλογο του Φάλσταφ ως αποζημίωση. Ο Σλέντερ και ο Δρ Καγιού μπαίνουν με τη σειρά τους για να αναφέρουν ότι και οι δυο τους έχουν εξαπατηθεί αφού δυο μεταμφιεσμένα αγόρια είχαν αντικαταστήσει την Άννα στην υποτιθέμενη φυγή μαζί τους. Τελικά ο Φέντον και η Άννα Πέιτζ , έχοντας εξαπατήσει και τους δύο γονείς, έχουν καταφέρει να παντρευτούν. Δίνεται συγχώρεση στους Φέντον και Φάλσταφ και όλοι καλούνται να γιορτάσουν στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Πέιτζ. [3]
Το έργο, ακολουθούσε για χρόνια ο θρύλος ότι γράφτηκε μέσα σε 14 μέρες για να ανταποκριθεί στις επιθυμίες της βασίλισσας Ελισάβετ, που ανυπομονούσε να δει ξανά στη σκηνή τον χαρακτήρα του Φάλσταφ από το έργο Ερρίκος ο Δ΄. Αυτός ο θρύλος προέρχεται από τον Τζον Ντένις[σημ. 2], με την ευκαιρία της έκδοσης της διασκευής του έργου The comical gallant ή The amours of Sir John Falstaff το 1702 και επαναλήφθηκε από τον Νίκολας Ρόου[σημ. 3] το 1709 στο Life of Shakespeare.[4] Ωστόσο, αυτή η ιδέα δεν γίνεται πλέον αποδεκτή από τους σύγχρονους κριτικούς. Επίσης η θεωρία ότι το έργο δημιουργήθηκε ως βασιλική ψυχαγωγία για τον εορτασμό της εκλογής των νέων ιπποτών του Τάγματος της Περικνημίδας το 1597 δεν είναι πλέον ευρέως αποδεκτή.
Ο Σαίξπηρ είναι απίθανο να είχε δημιουργήσει το έργο πριν από τα τέλη του 1599 ή το 1600. Η δράση του έργου διαδραματίζεται μεταξύ του Ερρίκου του Δ' Μέρος 2ο, που δημιουργήθηκε το 1597, και του Ερρίκου του Ε' , που χρονολογείται το 1599.[5] Με βάση αυτές τις υποθέσεις, και έχοντας κατά νου ότι η πρώτη καταγραφή του κειμένου έλαβε χώρα τις πρώτες εβδομάδες του 1602, η πιο πιθανή ημερομηνία ολοκλήρωσης της συγγραφής του έργου τοποθετείται σε ένα χρονικό διάστημα μεταξύ 1599 και 1601.
Η ημερομηνία εγγραφής στο Stationers' Register[σημ. 4] είναι η 18 Ιανουαρίου 1602. Εκείνη τη χρονιά δημοσιεύτηκε μια πρώτη έκδοση (αποκαλούμενη Bad Quarto ή Q1), μια στην ουσία ανεπίσημη εκτύπωση,[σημ. 5] με βάση μια μερική και μάλλον κατά προσέγγιση, μεταγραφή από κάποιον θεατή ή ηθοποιό. Η δεύτερη έκδοση (Q2), που εκδόθηκε από τον William Jaggard το 1619, χρησιμοποιεί επίσης την ίδια μη εξουσιοδοτημένη μεταγραφή, αναπαράγοντας λάθη και παραλείψεις. Μόνο το 1623, στην πρώτη επίσημη έκδοση (γνωστή με την ονομασία First folio[σημ. 6]) η κωμωδία εμφανίζεται στην πλήρη μορφή της, σχεδόν διπλάσια από τις προηγούμενες, βασισμένη στο κείμενο που μετέγραψε προσεκτικά ο Ραλφ Κρέιν[σημ. 7]και χωρίστηκε από αυτόν σε πράξεις και σκηνές.
Ο Σαίξπηρ θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει πολλές πηγές για αυτό το έργο του:
Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ είναι ένα από τα πρώτα στην αγγλική γλώσσα που εξυμνεί χαρακτήρες προερχόμενους από τη μεσαία τάξη και επίσης παρουσιάζει γυναίκες ως πρωταγωνιστές της κωμωδίας. Τα βασικά θέματα του έργου είναι η αγάπη και ο γάμος, η ζήλια και η εκδίκηση, η κοινωνική τάξη και ο πλούτος.[6] Τα σεξουαλικά υπονοούμενα, ο σαρκασμός και οι στερεότυπες απόψεις για τις τάξεις και τις εθνικότητες, μας δίνουν μια πιο πιστή εικόνα της Ελισαβετιανής κοινωνίας από ό,τι συναντάμε στα άλλα έργα του Σαίξπηρ. Όλα διαδραματίζονται στους κόλπους της επαρχιακής κοινωνίας, αυτής που γνώριζε ο ποιητής από τη γενέτειρά του, το Στράτφορντ-απόν-Έιβον. Το χωρατό, η αφέλεια, η σοβαροφάνεια, οι γκάφες και οι παρεξηγήσεις μεταξύ των χαρακτήρων δίνουν το κωμικό αποτέλεσμα σε αυτήν την ηθογραφική κωμωδία.[4]
Πολλές όπερες, από τον 18ο έως τον 20ο αιώνα είχαν σαν πηγή έμπνευσης τις εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ.[7]