Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Οιδίποδας | |
---|---|
Συγγραφέας | Βολταίρος |
Τοποθεσία πρώτης παράστασης | Παρίσι |
Γλώσσα πρωτότυπου | Γαλλικά |
Είδος | τραγωδία |
Διαδραματίζεται στο/η | Θήβα |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Οιδίπους ή Οιδίποδας (γαλλικά: Oedipe) είναι μια τραγωδία από τον Γάλλο δραματουργό και φιλόσοφο Βολταίρο που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1718. Ήταν η πρώτη του παράσταση και το πρώτο λογοτεχνικό έργο για το οποίο χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Βολταίρος (το πραγματικό του όνομα ήταν Φρανσουά Μαρί Αρουέ). Κατά την προσαρμογή της τραγωδίας του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος», ο Βολταίρος προσπάθησε να εξορθολογίσει την πλοκή και τα κίνητρα των χαρακτήρων του. Σε μια επιστολή του το 1719 ανέφερε ότι του φάνηκε απίθανο ότι η δολοφονία του Λάιου δεν είχε διερευνηθεί προηγουμένως και ότι θα έπαιρνε του Οιδίποδα τόσο καιρό να κατανοήσει το χρησμό. Ο Βολταίρος προσθέτει μια δευτερευουσα πλοκή που αφορά την αγάπη του Φιλοκτήτη για την Ιοκάστη. Επίσης, μειώνει την ανάδειξη του θέματος της αιμομιξίας.
Ο Βολταίρος το ολοκλήρωσε το 1717 κατά τη διάρκεια της εντεκάμηνης φυλάκισης του. Έκανε πρεμιέρα στις 18 Νοεμβρίου 1718 στην Comédie-Française, κατά την πρώτη περίοδο της εξορίας του στο Châtenay-Malabry. Ο Quinault-Dufresne έπαιξε τον Οιδίποδα, και η Charlotte Desmares, την Ιοκάστη. Ο αντιβασιλέας ήταν παρών στην πρεμιέρα και συνεχάρη το Βολταίρο για την επιτυχία του. Ο αντιβασιλέας φημολογούταν πολύ καιρό ότι είχε μια αιμομικτική σχέση με την μεγαλύτερη κόρη του, Marie Louise Elisabeth d'Orléans, Δούκισσα του Μπερρύ. Ο Βολταίρος είχε συλληφθεί και σταλεί στη Βαστίλη το Μάιο του 1717, μετά την αφήγηση σε έναν πληροφοριοδότη της αστυνομίας ότι η Δούκισσα ήταν έγκυος και είχε απομονωθεί στο κάστρο της στη La Muette, μέχρι την παράδοσή της. Οι φήμες της αιμομικτικής σχέσης του Φίλιππου με την κόρη του είχε κάνει την παράσταση του Αρουέ αμφιλεγόμενη πολύ πριν να είχε παιχτεί. Η ειρωνεία είναι ότι στην πρεμιέρα παραβρέθηκε επίσης η Δούκισσα του Μπερρύ η οποία είχε εισέλθει με βασιλικό στυλ συνοδευόμενη από τις κυρίες της αυλής και τους φύλακές της. H κόρη του αντιβασιλέα δεν μπορούσε πλέον να κρύψει την κατάσταση της και η φανερή εγκυμοσύνη της ενέπνευσε τα κακόβουλα σχόλια των σατυριστών ότι οι θεατές όχι μόνο θα έβλεπαν τον Οιδίποδα (τον αντιβασιλέα) και την Ιοκάστη (Μπερρύ) αλλά ίσως να ήταν μάρτυρες και στη γέννηση του Ετεοκλή. Η παρουσία της κακοφημισμένης πριγκίπισσας συνέβαλε έτσι στην επιτυχία του έργου. Η παραγωγή έτρεξε για 45 παραστάσεις και έλαβε μεγάλη αναγνώριση που σηματοδότησε την έναρξη της επιτυχίας του Βολταίρου στη θεατρική του καριέρα. Αποτελούσε «τη μεγαλύτερη δραματική επιτυχία του δέκατου όγδοου αιώνα στη Γαλλία». Αναβιώθηκε στις 7 Μαΐου, 1723 με την Le Couvreur και τον Quinault-Dufresne και παρέμεινε στο ρεπερτόριο της Comédie-Française μέχρι 1852.
Σε μια επιστολή του το 1731 ο Βολταίρος έγραψε ότι όταν έγραψε το έργο ήταν «γεμάτος αναγνώσματα αρχαίων συγγραφέων [...] ήξερα πολύ λίγο για το θέατρο στο Παρίσι.»
Μετά από μακρά απουσία, ο Φιλοκτήτης επιστρέφει στη Θήβα για να αναγγείλει τον θάνατο του Ηρακλή. Μαθαίνει έτσι ότι τέσσερα χρόνια νωρίτερα ο βασιλιάς Λάιος δολοφονήθηκε και ότι ο Οιδίποδας, έχοντας λύσει τους γρίφους της Σφίγγας, παντρεύτηκε την Ιοκάστη και ανέβηκε στο θρόνο. Ο Φιλοκτήτης είναι προβληματισμένος- στο παρελθόν ξεπέρασε το πάθος του για την Ιοκάστη εξορίζοντας τον εαυτό του και συμμετέχοντας στα κατορθώματα του Ηρακλή, αλλά τώρα πρέπει να αντιμετωπίσει ξανά τα ίδια του τα συναισθήματα. Εν τω μεταξύ, μια επιδημία μετά από λιμό μαστίζει την πόλη και ένα όνειρο αποκαλύπτει στον αρχιερέα ότι θα σταματήσει μόνο όταν τιμωρηθεί ο δολοφόνος του Λάιου. Ο Οιδίποδας ρωτά τότε τη γυναίκα του για το φόνο, μαθαίνοντας ότι μόνο όταν ο Λάιος έπεσε από άγνωστο χέρι τον συνόδευε ο Φορμπάς, ο πιστός υπηρέτης του βασιλιά. Τραυματισμένος ο ίδιος, επέστρεψε στη Θήβα- ο λαός και οι ισχυροί απαίτησαν το κεφάλι του, αλλά η Ιοκάστη τον έκρυψε σε ένα κάστρο. Ο Οιδίποδας διατάζει την απελευθέρωσή του και επικαλείται την οργή των θεών για τον φονιά του Λάιου.
Ο λαός αναγνωρίζει τον Φιλοκτήτη ως ένοχο. Η Ιοκάστη θρηνεί για τη μοίρα της- δύο φορές αναγκάστηκε να παντρευτεί έναν άνδρα που δεν αγαπούσε, αναγκάστηκε να καταπνίξει τα αισθήματά της για τον Φιλοκτήτη, στον οποίο εξομολογείται το πάθος της και αποκαλύπτει τις φήμες που κυκλοφορούν στη Θήβα. Τον παρακαλεί τότε να φύγει, να επιστρέψει και να διεξάγει αλλού τις μάχες του κατά των τυράννων, αλλά ο φίλος του Ηρακλή, υπερασπίζεται την αθωότητά του και δηλώνει στον Οιδίποδα την πρόθεσή του να δικαστεί για να αποδείξει την αθωότητά του.
Η Ιοκάστη παρακαλεί και πάλι τον Φιλοκτήτη να φύγει, για να την απαλλάξει από μια δυσάρεστη κατάσταση που θα την έφερνε σε δημόσιο μπελά. Φοβάται μάλιστα ότι αποτυγχάνει στην αμεροληψία που απαιτεί ο ρόλος της και ότι μια πιθανή αθώωση θα μπορούσε να είναι αποκαλυπτική για την αγάπη της. Ο άνδρας, ωστόσο, αντιτίθεται σε μια περαιτέρω άρνηση. Ο Οιδίποδας του αποκαλύπτει ότι οι θεοί έχουν αποφασίσει να αποκαλύψουν την ταυτότητα του ενόχου. Αν και πιστεύει ότι πρέπει να τον πιστέψουν στον λόγο του και ερμηνεύει κάθε αμφιβολία ως προσβολή, ο Φιλοκτήτης συμφωνεί για το καλό του λαού να ακούσει την ετυμηγορία του αρχιερέα.
Ο ιερέας της λατρείας προφέρει ένα όνομα που σοκάρει τους πάντες, αυτό του Οιδίποδα. Ο τελευταίος, αγανακτισμένος, τον κατηγορεί ότι εκμεταλλεύεται την ατιμωρησία για να διαπράξει ιεροσυλία και να πει ψέματα στο όνομα των θεών, ενώ ο Φιλοκτήτης διαβεβαιώνει τον Θηβαίο βασιλιά για την υποστήριξή του.
Μόνοι τους, η Ιοκάστη και ο Οιδίποδας ανακαλύπτουν ότι και οι δύο κρύβουν ένα μυστικό με ενοχλητικά κοινά σημεία. Σκοπεύει να καταρρίψει τις προφητείες των χρησμών και τους ισχυρισμούς των ιερέων, υπενθυμίζοντας ότι χρόνια νωρίτερα είχε βάλει να σκοτώσουν τον γιο της επειδή, σύμφωνα με την Πυθία, θα γινόταν μια μέρα ο δολοφόνος του πατέρα του και ο σύζυγος της μητέρας του. Ελπίζει έτσι να καθησυχάσει τον σύζυγό της, αλλά ο τελευταίος, παγωμένος, εξηγεί πώς μια θεϊκή φωνή του είχε πει την ίδια πρόβλεψη σε έναν ναό της Κορίνθου. Ο Φορμπάς φτάνει εκεί και αναγνωρίζει τον Οιδίποδα ως τον φονιά του Λάιου.
Ο ηγεμόνας είναι απελπισμένος και έχει πλέον αποφασίσει να εγκαταλείψει τον θρόνο και την πόλη, παρά τις προσπάθειες της συζύγου του να του αποδείξει την αθωότητά της. Απτόητος, ορίζει τον Φιλοκτήτη ως διάδοχό του, όταν φτάνει ο αγγελιοφόρος Ίκαρος από την Κόρινθο. Ο Πολύβας είναι νεκρός, αλλά για τον Οιδίποδα η αλυσίδα των ατυχιών δεν έχει ακόμη ξετυλιχτεί σταδιακά- μάλιστα, ο βασιλιάς της Κορίνθου παραδέχτηκε στο νεκροκρέβατό του ότι ο Οιδίποδας δεν ήταν γιος του. Ο Ίκαρος θυμάται ότι τον έσωσε μέσα σε ρούχα στο όρος Κυθήρων, ο Φορμπάς καταφθάνει και αναγνωρίζεται από τον αγγελιοφόρο. Είναι αυτός - θυμάται ο Ίκαρος - ο άνθρωπος που παρέδωσε το παιδί που προοριζόταν για θάνατο και αποκαλύπτει την ταυτότητα του πραγματικού πατέρα του Οιδίποδα, του Λάιου. Η προφητεία εκπληρώνεται, ο Θηβαίος βασιλιάς τυφλώνεται, ο αρχιερέας χαιρετίζει την επιστροφή της θεϊκής εύνοιας και της γαλήνης στη Βοιωτία, ενώ η Ιοκάστη, μη μπορώντας να δεχτεί μια τόσο σκληρή μοίρα, αυτοκτονεί.