Η Ομιλία στο Γκέτισμπεργκ είναι ομιλία του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Αβραάμ Λίνκολν και μια από τις πιο γνωστές ομιλίες στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.[1] Εκφωνήθηκε από τον Λίνκολν κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου, το απόγευμα της Πέμπτης, 19 Νοεμβρίου του 1863, στα εγκαίνια των Εθνικού Στρατιωτικού Νεκροταφείου στο Γκέτισμπεργκ της Πενσυλβάνια, τεσσεράμισι μήνες μετά την νίκη των δυνάμεων της Ένωσης (βόρειοι) κατά της συνομοσπονδίας (νότιοι) στην αποφασιστική μάχη του Γκέτισμπεργκ.
Η προσεκτικά συνταιριασμένη ομιλία του Αβραάμ Λίνκολν, που ακολούθησε άλλες εκφωνήσεις λόγων εκείνη την ημέρα, θεωρήθηκε αργότερα ως μία από τις καλύτερες ομιλίες στην αμερικανική ιστορία. Σε λίγο περισσότερο από δύο λεπτά, ο Λίνκολν επικαλέστηκε τις αρχές της ισότητας των ανθρώπων που ευαγγελίζεται η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και επαναπροσδιόρισε τον Εμφύλιο Πόλεμο ως ένας αγώνα όχι απλώς για την Ένωση, αλλά ως «μια νέα γέννηση της ελευθερίας» που θα έφερνε πραγματική ισότητα για όλους τους πολίτες της, και που επίσης θα δημιουργούσε ένα ενοποιημένο έθνος στο οποίο τα δικαιώματα των πολιτειών δεν θα ήταν πλέον κυρίαρχα.
Αρχίζοντας με την τώρα πια εμβληματική στις Ηνωμένες Πολιτείες φράση «Τέσσερις εικοσαετίες και επτά χρόνια πριν", αναφερόμενος στην αμερικανική επανάσταση του 1776, ο Λίνκολν εξέτασε τις θεμελιώδεις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών μέσα στο πλαίσιο του Εμφυλίου Πολέμου και χρησιμοποίησε την τελετή στο Γκέτισμπεργκ ως ευκαιρία όχι μόνο να αφιερώσει ένα ταφικό πεδίο, αλλά και να προτρέψει τους ακροατές να εξασφαλίσουν την επιβίωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας της Αμερικής, «ότι η διακυβέρνηση του λαού, από τον λαό, για τον λαό δεν θα εκλείψει από την γη.»
Παρά την περίοπτη θέση της ομιλίας στην Ιστορία και την μαζική κουλτούρα των Ηνωμένων Πολιτειών, η ακριβής διατύπωση του λόγου αμφισβητείται. Τα πέντε γνωστά χειρόγραφα της ομιλίας στο Γκέτισμπεργκ διαφέρουν σε έναν αριθμό λεπτομερειών και επίσης διαφέρουν από ανατυπώσεις της ομιλίας σε εφημερίδες της εποχής.
Από 1 έως 3 Ιουλίου 1863, 172.000 Αμερικανοί στρατιώτες συγκρούστηκαν στη μάχη του Γκέτισμπεργκ, σε αυτό που θα αποδεικνυόταν μια κρίσιμη καμπή του Εμφυλίου Πολέμου. [2] Η μάχη είχε επίσης μεγάλη επίδραση στην πόλη του Γκέτισμπεργκ της Πενσυλβανία, που αριθμούσε μόνο 2.400 κατοίκους. [3] Στο πεδίο της μάχης απέμειναν να κείτονται τα πτώματα περισσότερων από 7.500 στρατιωτών και 5.000 αλόγων [4] της Στρατιάς του Ποτόμακ και της Συνομοσπονδιακής Στρατιάς της Βόρειας Βιρτζίνια, και η δυσωδία της σήψης των σωρών στην υγρασία του αέρα του Ιουλίου ήταν ανυπόφορη [5].
Ο ενταφιασμός των νεκρών με αξιοπρεπή και συντεταγμένο τρόπο, έγινε υψηλή προτεραιότητα για τις λίγες χιλιάδες κατοίκους του Γκέτισμπεργκ. Αρχικά, η πόλη σχεδίαζε να αγοράσει γη για νεκροταφείο και στη συνέχεια να ζητήσει από τις οικογένειες των νεκρών να πληρώσουν για την ταφή τους. Ωστόσο, ο David Wills, ένας εύπορος 32χρονος δικηγόρος, αντιτάχθηκε σε αυτή την ιδέα και έγραψε στον Κυβερνήτη της Πενσυλβάνια, Andrew Gregg Curtin, προτείνοντας αντ 'αυτού, ένα Εθνικό νεκροταφείο που θα χρηματοδοτείτο από τις πολιτείες. Ο Wills εξουσιοδοτήθηκε να αγοράσει μια έκταση περίπου 69 στρεμμάτων (17 έικρς) για ένα νεκροταφείο προς τιμήν αυτών που χάθηκαν στην μάχη, πληρώνοντας 2.475,87 δολάρια για το οικόπεδο (περίπου 30.200 ευρώ με τιμές του 2011) [6].
Ο Wills είχε προγραμματίσει αρχικά να κάνει την τελετή παράδοσης του νέου νεκροταφείου την Τετάρτη 23 Οκτωβρίου και κάλεσε τον Edward Everett, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως υπουργός εξωτερικών, γερουσιαστής, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, κυβερνήτης της Μασαχουσέτης, πρόεδρος του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, και υποψήφιος αντιπρόεδρος, ως κύριο ομιλητή. [7] Την εποχή εκείνη, ο Everett, ήταν πολύ φημισμένος ρήτορας. [8] Σε απάντηση, ο Everett είπε στον Wills και στην οργανωτική του επιτροπή ότι δεν θα ήταν σε θέση να προετοιμάσει κατάλληλα μια ομιλία σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και ζήτησε να αναβληθεί η ημερομηνία. Η επιτροπή συμφώνησε και η τελετή αναβλήθηκε μέχρι την Πέμπτη, 19 Νοεμβρίου.[9]
Ο Wills και η οργανωτική επιτροπή τότε προσκάλεσαν τον Πρόεδρο Λίνκολν για να συμμετάσχει στην τελετή. Η επιστολή του Wills έλεγε "Υπάρχει η επιθυμία ότι, μετά την αγόρευση, εσείς, ως Επιτελικός Διοικητής του έθνους, επισήμως να διακρίνετε αυτόν τον τόπο για την ιερή του χρήση με κάποιες σχετικές παρατηρήσεις." [10] Ο Λίνκολν έλαβε επίσημη ενημέρωση για την πρόσκλησή του να συμμετάσχει μόνο δεκαεπτά ημερες πριν από την τελετή, ενώ ο Everett είχε προσκληθεί 40 ημέρες νωρίτερα: «Αν και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι ο Λίνκολν τελούσε εν αναμονή της επιστολής του Wills, η καθυστερημένη ημερομηνία της κάνει τον συγγραφέα να φαίνεται αλαζονικό ... Δεκαεπτά ημέρες ήταν εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα για πρόσκληση του Προέδρου να συμμετάσχει ακόμη και για τα πρότυπα του δέκατου ένατου αιώνα.» [11] Επιπλέον, η επιστολή του Wills «κατέστησε εξίσου σαφές στον πρόεδρο ότι θα είχε μόνο ένα μικρό μέρος στις τελετές» [11], ίσως παρόμοια με τη σύγχρονη πρακτική της πρόσκλησης ενός γνωστού δημοσίου προσώπου για να κόψει μια κορδέλα σε εγκαίνια.
Ο Λίνκολν έφτασε με το τρένο στο Γκέτισμπεργκ στις 18 Νοεμβρίου και πέρασε τη νύχτα ως φιλοξενούμενος στο σπίτι του Wills στην πλατεία της πόλης, όπου έβαλε τις τελευταίες πινελιές στην ομιλία που είχε γράψει στην Ουάσιγκτον [12] Σε αντίθεση με ένα κοινώς γνωστό μύθο, ο Λίνκολν ούτε ολοκλήρωσε την ομιλία του καθ’ οδόν με το τρένο ούτε την έγραψε στο πίσω μέρος ενός φακέλου. [13] Αυτή η ιστορία έρχεται σε αντίθεση με την ύπαρξη αρκετών πρώιμων προσχεδίων στα έγγραφα του Εκτελεστικού Μεγάρου (Executive Mansion) όπως και με τις αναφορές για τις τελικές διορθώσεις του Λίνκολν όσο αυτός φιλοξενείτο στον David Wills στο Γκέτισμπεργκ [14]. Το πρωί της 19 Νοεμβρίου στις 9:30 π.μ., ο Λίνκολν, έφιππος σε ένα κοκκινοκαφέ άλογο και προχωρώντας ανάμεσα στον υπουργό εξωτερικών William H. Seward και τον υπουργό οικονομικών Salmon P. Chase, [15][16] εντάχθηκαν σε μια πομπή με τους συγκεντρωμένους αξιωματούχους, τους κατοίκους της πόλης και τις χήρες που περπατούσαν προς το ταφικό πεδίο που θα εγκαινιαζόταν.
Περίπου 15.000 άνθρωποι υπολογίζεται ότι παρακολούθησαν την τελετή, συμπεριλαμβανομένων και των εν ενεργεία κυβερνητών έξι από τις είκοσι τέσσερις πολιτείες της Ένωσης: τους Andrew Gregg Curtin της Πενσυλβάνια, Augustus Bradfornt του Μέριλαντ, Oliver P. Morton της Ιντιάνα, Horatio Seymour της Νέας Υόρκης, Joel Parker του Νιου Τζέρσεϊ και David Tod του Οχάιο. [17] Ο Καναδός πολιτικός William McDougall παρέστη ως προσκεκλημένος του Λίνκολν. [18] Η ακριβής θέση της εκδήλωσης μέσα στον χώρο του νεκροταφείου αμφισβητείται [19]. Η επαναταφή των σωρών από τους τάφους του πεδίου της μάχης, η οποία είχε ξεκινήσει εντός μηνών από την μάχη ήταν λιγότερο από το μισό ολοκληρωμένη κατά την ημέρα της τελετής [20].
Μέχρι τον Αύγουστο του 1863, οι κατάλογοι των απωλειών του Εμφυλίου Πολέμου συμπεριλάμβαναν 250.000 ονόματα. Κατά συνέπεια, τα αισθήματα κατά του πολέμου και κατά του Λίνκολν μεγάλωναν στον Βορρά [21]. Οι Δημοκρατικοί υπέρ της Ειρήνης, γνωστοί ως Copperheads επιθυμούσαν την απομάκρυνση του Λίνκολν μέσω των εκλογών του 1864, προκειμένου να σταματήσουν τον πόλεμο με παραχωρήσεις προς τη Συνομοσπονδία, ενώ οι επιστρατεύσεις που διενήργησε ο Λίνκολν το 1863 ήταν ιδιαίτερα αντιδημοφιλείς. Το μίσος για την επιστράτευση του Λίνκολν κορυφώθηκε δέκα μόλις ημέρες μετά τη Μάχη του Γκέτισμπεργκ με τις ομώνυμες ταραχές στη Νέα Υόρκη (New York Draft Riots). Τον Σεπτέμβριο του 1863, ο κυβερνήτης της Πενσυλβάνια Curtin προειδοποίησε τον Λίνκολν ότι τα πολιτικά αισθήματα στρέφονταν εναντίον της πολεμικής προσπάθειας: [22]
«Αν οι εκλογές επρόκειτο να συμβούν τώρα, το αποτέλεσμα θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολο, και παρ’ όλο που οι περισσότεροι από τους διακριτικούς φίλους μας είναι αισιόδοξοι για το αποτέλεσμα, η εντύπωσή μου είναι, ότι οι πιθανότητες θα ήταν εναντίον μας. Η επιστράτευση είναι πολύ απεχθής στην Πολιτεία ... οι Δημοκρατικοί ηγέτες κατάφεραν να προκαλέσουν προκατάληψη και πάθος, και να ρίξουν το δηλητήριο τους στο μυαλό των ανθρώπων σε πολύ μεγάλο βαθμό, και οι αλλαγές είναι εναντίον μας.»
Το επόμενο έτος τις θα διεξάγονταν οι προεδρικές εκλογές, και ο Λίνκολν ήταν αρκετά ανήσυχος ότι οι Copperheads θα μπορούσαν να επικρατήσουν. Μέσα στο καλοκαίρι του 1864, ο Λίνκολν παρέμεινε πεπεισμένος ότι η αντιπολίτευση θα τον απομάκρυνε από το αξίωμα.[23] Το φθινόπωρο του 1863, ένα από τα κύρια μελήματα του Λίνκολν ήταν να διατηρήσει το ηθικό της Ένωσης σε σχέση με την πολεμική προσπάθεια. Ο στόχος αυτός ήταν η κύρια επιδίωξη της ομιλίας του Λίνκολν στο Γκέτισμπεργκ.
Ο Edward Everett ήταν διάσημος την εποχή του, και στην πραγματικότητα είναι ακόμα διάσημος, ομολογουμένως και με βεβαιότητα ως ο κορυφαίος από τους αγορητές κλασικού και ακαδημαϊκού τύπου που ανήκαν στην γενιά του στην Αμερική.
[Του] ζητήθηκε τον Σεπτέμβριο να εκφωνήσει αγόρευση … Ο Everett είχε πει ότι δεν θα μπορούσε να ήταν έτοιμος έως τις 19 Νοεμβρίου.