Η Ομολογητική Εκκλησία (γερμ.: Bekennende Kirche) ήταν Προτεσταντική εκκλησία στη Ναζιστική Γερμανία, η οποία αποσπάστηκε από την επικρατούσα εκκλησιαστική δομή της χώρας, αντιδρώντας στην προσπάθεια που γινόταν να καλλιεργηθεί, υπό την αιγίδα της κυβέρνησης, η ναζιστική ιδεολογία μέσα στους κόλπους της.
Από μερικούς, η Ομολογητική Εκκλησία χαρακτηρίστηκε ως κίνημα αντίστασης ενάντια στο ναζισμό.[α] Γενικά, οι προτεσταντικές εκκλησίες της Γερμανίας[β] (που στο Μεσοπόλεμο περιελάμβαναν περίπου 45 εκατ. μέλη) εμφορούνταν από το πνεύμα του γερμανικού εθνικισμού και αρχικά δεν εναντιώθηκαν καθόλου στο χιτλερικό καθεστώς. Συμμερίζονταν, επίσης, σε μεγάλο βαθμό την αντικομμουνιστική και αντισιμητική φρασεολογία των νέων ηγετών.[3] Ωστόσο, η προσπάθεια των ναζί να ελέγξουν τα εκκλησιαστικά πράγματα, δημιούργησε πολλές αντιδράσεις.[4]
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θεσμικής ναζιστικοποίησης των προτεσταντικών εκκλησιών,[γ] ο πάστορας Μάρτιν Νίμελερ ίδρυσε το Σεπτέμβριο του 1933 την Ομολογητική Εκκλησία, ως αντίδραση στην ένταση της προσπάθειας τους κράτους για διοικητικό και ιδεολογικό έλεγχο.[6]
Στη Σύνοδό της στο Μπάρμεν (29-31 Μαΐου 1934), η Ομολογητική Εκκλησία υιοθέτησε την ομώνυμη Θεολογική διακήρυξη –που κύριος συντάκτης της ήταν ο επιφανής θεολόγος Καρλ Μπαρτ–[7] με οποία άσκησε επιρροή μέσα κι έξω από τη Γερμανία, ως μια βάση για εναντίωση προς τις καταπιεστικές δημόσιες αρχές.[8] Στη Σύνοδο έλαβαν μέρος 139 εκπρόσωποι από 19 περιφερειακές (σε σύνολο 28[2]) προτεσταντικές εκκλησίες, οι οποίοι έκαναν ομόφωνα αποδεκτό το προταθέν κείμενο. Με την απόφασή τους αυτή, οι συμμετέχοντες και το ποίμνιο που εκπροσωπούσαν ήλθαν σε σύγκρουση, όχι μόνο με την κυβέρνηση της χώρας, αλλά και με τη θεολογική παράδοσή τους των δυο προηγούμενων αιώνων.[9] Η διακήρυξη στάλθηκε ταχυδρομικά από τον Μπαρτ στον ίδιο τον Χίτλερ.[10]
Ωστόσο, η στάση αρκετών μελών της Ομολογητικής Εκκλησίας, της οποίας η ενότητα ήταν έτσι κι αλλιώς χαλαρή, υπήρξε επαμφοτερίζουσα. Η Γκεστάπο θεωρούσε το 1935 πως μόνο ορισμένοι εντός αυτής ήταν αντιναζιστές. Την ίδια στιγμή, όμως, ήταν πολλοί -σύμφωνα πάντοτε με την αστυνομία- εκείνοι που αντιτάσσονταν στον εθνικοσοσιαλισμό, εξαιτίας της προτεραιότητας που έδιναν στην εκκλησία έναντι του κράτους.[11] Πέντε μήνες μετά τη Σύνοδο στο Μπάρμεν, έλαβε χώρα νέα σύνοδος, αυτή τη φορά στο προάστιο Ντάλεμ (Dahlem) του Βερολίνου. Εκεί, επιβεβαιώθηκε η διάσταση μεταξύ μιας ριζοσπαστικής και μιας συντηρητικής πτέρυγας στους κόλπους της Ομολογητικής Εκκλησίας.[12]
To 1936 μια ομάδα εντός της Ομολογητικής Εκκλησίας, η οποία αντιτίθετο σε έναν σχεδιαζόμενο συμβιβασμό με το ναζιστικό καθεστώς, απέστειλε ένα μυστικό υπόμνημα στον Χίτλερ. Σε αυτό, πέραν των καθαρά εκκλησιαστικών υποθέσεων, θίγονταν τα ζητήματα της αστυνομικής τρομοκρατίας, η ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης και ο κρατικά υποδαυλοζόμενος αντισημιτισμός.[13] Μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων, μια ομάδα υπό τους Μάρτιν Άλμπερτς (Martin Albertz), Ντίτριχ Μπονχέφερ, Χάινριχ Γκρύμπερ (Heinrich Grüber) και Χέρμαν Mάας (Hermann Maas) εκδήλωσε μια ενεργό αντίδραση στη ρατσιστική πολιτική του γερμανικού κράτους, βοηθώντας έμπρακτα τους διωκόμενους Γερμανούς Εβραίους.[14]
Ηγετικές μορφές της Ομολογητικής Εκκλησίας ήταν οι πάστορες Μάρτιν Νίμελερ[δ] και Ντίτριχ Μπονχέφερ.[16] [ε] Διάδοχή της θεωρείται η Ευαγγελική Εκκλησία στη Γερμανία. Η αποτίμηση της δράσης και των αδρανειών της Ομολογητικής Εκκλησίας στα χρόνια του ναζισμού έχει εισέλθει στη σύγχρονη θεολογική σκέψη ως προβληματισμός γύρω από τη στάση των χριστιανικών εκκλησιών απέναντι στις εξουσίες που άμεσα ή έμμεσα στηρίζουν δολοφονικές πρακτικές και σε όσους συμμετέχουν στην υλοποίησή τους.[17]