Η οπτική ρύπανση αποτελεί μια μορφή υποβάθμισης του περιβάλλοντος [1] ως αισθητικό πρόβλημα που αναφέρεται στις επιπτώσεις της ρύπανσης οι οποίες επηρεάζουν την ικανότητα κάποιου να απολαύσει μια ευχάριστη θέα. Η οπτική ρύπανση διαταράσσει τις οπτικές εικόνες των ανθρώπων με τη δημιουργία επιβλαβών αλλαγών στο φυσικό περιβάλλον. Το πιο σταθερά αναγνωρισμένο σύμπτωμα οπτικής ρύπανσης είναι η υπερβολική προβολή διαφημίσεων σε εξωτερικούς χώρους, με ένα καταιγιστικό συνονθύλευμα χρωμάτων και περιεχομένου, [1] δημιουργώντας υπερκορεσμό ανθρωπογενούς οπτικής πληροφορίας μέσα σε ένα τοπίο. [2] [3] Η οπτική ρύπανση είναι σχετικά νέα έννοια στη διεθνή βιβλιογραφία και ως εκ τούτου, αποτελεί αντικείμενο έντονης συζήτησης. Γενικά, αναφέρεται σε "όλους εκείνους τους παράγοντες, οι οποίοι προκαλούν την αισθητική υποβάθµιση του αστικού περιβάλλοντος". [4] Έτσι, οι πινακίδες, η αποθήκευση απορριμμάτων, οι κεραίες, τα ηλεκτρικά καλώδια, τα κτήρια και τα αυτοκίνητα θεωρούνται συχνά οπτική ρύπανση. Η υπερπληθώρα κόσμου σε μια περιοχή προκαλεί οπτική ρύπανση.
Ανάμεσα στις επιπτώσεις της έκθεσης σε οπτική ρύπανση είναι η απόσπαση της προσοχής, η κόπωση των ματιών, η μείωση της ποικιλομορφίας γνώμης και απώλεια ταυτότητας. [5] Έχει επίσης αποδειχθεί ότι η οπτική ρύπανση αυξάνει τις βιολογικές αντιδράσεις στο στρες και μειώνει την ισορροπία. [6]
Μερικές φορές, οι τοπικές αρχές των αστικών περιοχών δεν έχουν έλεγχο του τι στίζεται και συγκεντρώνεται στους δημόσιους χώρους. Καθώς οι επιχειρήσεις αναζητούν τρόπους αύξησης των κερδών, η καθαριότητα, η αρχιτεκτονική και η χρήση του χώρου στις αστικές περιοχές πάσχουν από οπτική αναρχία. [7] Οι παραλλαγές στο δομημένο περιβάλλον καθορίζονται από τη θέση των στοιχείων που τοποθετούνται στον δρόμο, όπως οι στάσεις των μέσων μεταφοράς, τα σκουπίδια, τα μεγάλα πάνελ και τα παγκάκια. Η ευαισθησία της τοπικής αυτοδιοίκησης γίνεται μία ακόμη αιτία για την οπτική ρύπανση, για παράδειγμα, με άσχημα σχεδιασμένα κτήρια και συστήματα μεταφοράς. Τα πολυώροφα κτήρια, εάν δεν έχουν σχεδιαστεί σωστά ή επαρκώς, ενδέχεται να φέρουν δυσμενείς αλλαγές στα οπτικά και φυσικά χαρακτηριστικά μιας πόλης, ακόμα και μειώνοντας την αναγνωσιμότητά της. [5]
Μια συχνή κριτική κατά της διαφήμισης είναι ότι υπάρχει πάρα πολύ. [7] Οι διαφημιστικές πινακίδες, για παράδειγμα, έχουν κατηγορηθεί ότι αποσπούν την προσοχή των οδηγών, ότι προωθούν τον άσκοπο και άχρηστο καταναλωτισμό και ότι καταστρέφουν τη γη. [8] Ωστόσο, με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών επικοινωνίας, ο κατακερματισμός και το κίνητρο των μεθόδων διαφήμισης θα βελτιωθεί, μειώνοντας την ακαταστασία. Έτσι, με την αύξηση της χρήσης κινητών συσκευών, περισσότερα χρήματα πηγαίνουν στη διαφήμιση σε ιστότοπους κοινωνικών μέσων και σε εφαρμογές για κινητά.
Το γκράφιτι είναι ένα ακόμη στοιχείο που έχει κατηγορηθεί για οπτική ρύπανση, διαταράσσοντας τη θέα και φτάνονταςι συχνά στα όρια του βανδαλισμού, αφού το αποτέλεσμα "έρχεται σε αντιπαράθεση με τη φιλοσοφία και τη σκοπιμότητα της προστασίας του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς, της λογικής της ανάπλασης κεντρικών περιοχών και της τουριστικής και ευρύτερης ανάδειξής τους και προβολής της πόλης". [9]
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, λαμβάνονται σταδιακά πολλές πρωτοβουλίες για την πρόληψη της οπτικής ρύπανσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ομοσπονδιακός νόμος του 1965 περιορίζει την τοποθέτηση πινακίδων στους αυτοκινητοδρόμους της πολιτείας. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των πινακίδων που τοποθετούνται σε αυτούς τους δρόμους μειώθηκε δραματικά. [8]
Οι επιχειρήσεις που βρίσκονται κοντά σε μεγάλα οδικά δίκτυα ενδέχεται να δημιουργήσουν προβλήματα με την τοποθέτηση μεγάλων διαφημιστικών πινακίδων. Ωστόσο, κάποιες εναλλακτικές λύσεις για τους διαφημιζόμενους αρχίζουν να εξαλείφει σταδιακά το πρόβλημα. Για παράδειγμα, αυξάνονται τα σήματα λογότυπων που παρέχουν πληροφορίες στους ταξιδιώτες χωρίς να παραμορφώνουν το τοπίο, αποτελώντας ένα βήμα προς τη μείωση της οπτικής ρύπανσης σε αυτοκινητοδρόμους στις ΗΠΑ. [10]
Τον Σεπτέμβριο του 2006, το Σάο Πάολο πέρασε τον "Νόμο για Καθαρή Πόλη", απαγορεύοντας τη χρήση όλων των εξωτερικών διαφημίσεων, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών πινακίδων. [11]
Στον ελληνικό χώρο, αν και η σχετική νομοθεσία ήταν ελαστική απέναντι στην οπτική ρύπανση από την τοποθέτηση μεγάλων διαφημίσεων στους δρόμους, υπάρχει η από το 2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 909/2007, Τμ. Α΄) που κρίνει τις διατάξεις "που επιτρέπουν εγκατάσταση διαφημίσεων επί του οδοστρώματος και των πεζοδρομίων οδών εντός κατοικημένων περιοχών με όριο ταχύτητας μέχρι 70 χλμ./ώρα και αναγνωρίζουν στη Διοίκηση τη δυνατότητα χορήγησης αδειών εγκατάστασής τους, αντίκεινται στη Διεθνή Σύμβαση της Βιέννης για την Οδική Κυκλοφορία, Σήμανση και Σηματοδότηση". [1] Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη απόφαση του ΣτΕ, η παραπάνω Σύμβαση απαγορεύει την "εγκατάσταση πάσης πινακίδος, ειδοποιήσεως, διαγραμμίσεων ή συσκευής, ήτις θα ηδύνατο να επιφέρει σύγχυσιν μετά των πινακίδων σημάνσεως ή άλλων συσκευών ρυθμίσεως της κυκλοφορίας, ή να καταστήσει ταύτας ολιγώτερον ορατάς ή αποτελεσματικάς, είτε να προκαλέσει εκθάμβωσιν εις τους χρησιμοποιούντας τας οδούς, είτε απόσπασιν της προσοχής τους, κατά τρόπον δυνάμενον να επιδράσει επί της ασφαλείας της κυκλοφορίας". [1]