Ουίλιαμ Μπόις | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1710 ή 1711 Λονδίνο[1] |
Θάνατος | 7 Φεβρουαρίου 1779[2][3][4] Κένσινγκτον |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[5] |
Εκπαίδευση | Διδάκτωρ Μουσικής |
Σπουδές | Σχολείο του καθεδρικού ναού του Αγίου Παύλου |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης |
Αξιοσημείωτο έργο | Twelve sonatas for two violins, with a bass for the violoncello or harpsicord Symphonies, Op. 2 Cathedral Music |
Περίοδος ακμής | 1734 |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Master of the King's Music |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ουίλιαμ Μπόις (παλ. γραφή Μπόυς) [6] (William Boyce, Λονδίνο 1711 ή 1710 – εντ. 7 Φεβρουαρίου 1779) ήταν Άγγλος συνθέτης και οργανίστας του 18ου αιώνα, από τους σημαντικότερους στην χώρα του.
Ο Μπόις γεννήθηκε στην οδό Upper Τhames του Λονδίνου, το 1711 (κατ’ άλλους ερευνητές, το 1710 [7]), οπότε και βαπτίστηκε. Ο πατέρας του, Τζον, ήταν επιπλοποιός και εκτελούσε επίσης και χρέη αστυνομικού υπάλλήλου στην ενορία της περιοχής. Βαπτίστηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1711 στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου, όπου και έγινε δεκτός ως μέλος της εκεί χορωδίας το 1719. Σπούδασε μουσική με τον Μώρις Γκρην (Maurice Greene) μετά την μεταφώνησή του, το 1727 (σήμερα, ένα τμήμα τού κτηρίου, όπου στεγάζεται η σύγχρονη χορωδία πήρε το όνομά του από αυτόν). Ο πρώτος επαγγελματικός του διορισμός ήρθε το 1734, όταν εργάστηκε ως οργανίστας στο παρεκκλήσι τής Οξφόρδης. Το 1740 συνέθεσε την μουσική για μια ωδή του Ουίλιαμ Μέισον προς τιμήν τού Δούκα του Νιούκασλ. Κατέλαβε μια σειρά από παρόμοιες θέσεις (οργανίστας στο Κόρνχιλ, 1736, διευθυντής του Φεστιβάλ Τριών Χορωδιών, 1737, διδάκτορας μουσικής στην Οξφόρδη, 1749) [8][9] προτού διοριστεί ως Διευθυντής της Βασιλικής Μουσικής (Master of the King's Music), το 1755, και ως ένας από τους οργανίστες στο Βασιλικό Παρεκκλήσι (Chapel Royal ), το 1758. Ένας από τους μαθητές του υπήρξε το παιδί-θαύμα Τόμας Λίνλει ο νεότερος (Thomas Linley the younger).[10]
Ο Μπόις εμφάνισε προβλήματα ακοής από μικρή ηλικία κάτι που, αρχικά, δεν τον εμπόδισε να ολοκληρώσει τις σπουδές του.[7] Ωστόσο, μέχρι το έτος 1758, η κώφωση του είχε επιδεινωθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει σε θέσεις οργανίστα. Αποφάσισε να εγκαταλείψει τη διδασκαλία και να αποσυρθεί στο Κένσινγκτον, όπου αφιερώθηκε στην επεξεργασία συλλογής εκκλησιαστικής μουσικής που φέρει το όνομά του. Όταν συνταξιοδοτήθηκε εργάστηκε για την ολοκλήρωση του έργου Αγγλική Καθεδρική Μουσική (English Cathedral Music), συλλογή που ο δάσκαλός του Greene είχε αφήσει ελλιπή κατά το θάνατό του. Αυτό οδήγησε στην επεξεργασία έργων κατά τα πρότυπα των παλαιοτέρων Ουίλιαμ Μπερντ και Χένρι Πέρσελ. Πολλά από τα κομμάτια της συλλογής (3 τόμοι) εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στο τυπικό της Αγγλικανικής Λειτουργίας, σήμερα.[7][8]
Ο Μπόις πέθανε τον Φεβρουάριο του 1779 από ισχυρή κρίση ουρικής αρθρίτιδας. Ετάφη κάτω από το θόλο του καθεδρικού ναού του Αγίου Παύλου.[10] Το επόμενο έτος (1780), η χήρα του εξέδωσε ένα τόμο έργων με τίτλο Δεκαπέντε ανθέμια, Te Deum και Δοξαστικό του θανόντος συζύγου της. Το 1790, ο Φίλιπ Χέις (Philip Hayes) εξέδωσε έναν ακόμη τόμο με 12 ανθέμια και 1 λειτουργία. Μια συλλογή του συνθέτη με τραγούδια, ντουέτα και καντάτες, υπό τον τίτλο Lyra Brittanica, έκανε περιστασιακά την εμφάνισή της σε διάφορα μουσικά βιβλία. Ο γιος του υπήρξε αξιόλογος εκτελεστής κοντραμπάσου σε διάφορες ορχήστρες της εποχής του.[7]
Ο Μπόις είναι γνωστός κυρίως για τις 8 συμφωνίες, τις 12 εισαγωγές, τις 12 τρίο σονάτες (για βιολί και μπάσο κοντίνουο), τους ύμνους και τις ωδές του. Εκτός των προαναφερθέντων έγραψε επίσης:
Έχει επίσης συνθέσει το εμβατήριο «Heart of Oak» (1759), για το Βρετανικό και Καναδικό Ναυτικό. Οι στίχοι -αργότερα- γράφηκαν από τον Ντέιβηντ Γκάρικ. Επίσης, μουσική για μασονικά τελετουργικά.[11]