Ουγγρική Λαϊκή Δημοκρατία Magyar Népköztársaság | ||||||
Δημοκρατία | ||||||
| ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
| ||||||
Πρωτεύουσα | Βουδαπέστη | |||||
Γλώσσες | Ουγγρικά | |||||
Πολιτική δομή | Δημοκρατία | |||||
Ιστορία | ||||||
- | Διακήρυξη ανεξαρτησίας | 16 Νοεμβρίου 1918 | ||||
- | Παραίτηση της κυβέρνησης | 20 Μαρτίου 1919 | ||||
Νόμισμα | Αυστροουγγρική Κορόνα |
Η Ουγγρική Λαϊκή Δημοκρατία ήταν το πολιτικό καθεστώς της Ουγγαρίας από τον Νοέμβριο του 1918 έως τον Μάρτιο του 1919. Αξίζει να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο καθεστώς, στην ουγγρική γλώσσα, έφερε την ίδια ονομασία με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας. Η ονομασία του, ωστόσο, μεταφράζεται στις περισσότερες των περιπτώσεων, κυρίως στην αγγλική γλώσσα, ως Λαϊκή Δημοκρατία[1].
Το 1918, η Αυστροουγγαρία κατέρρευσε σε διάστημα ολίγων εβδομάδων. Στις 25 Οκτωβρίου, τρία κόμματα της αντιπολίτευσης, το Ουγγρικό Ριζοσπαστικό Κόμμα, το Ουγγρικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Κόμη Μιχάλι Κάρολι δημιούργησαν ένα Εθνικό Συμβούλιο[2], το οποίο απαιτούσε τη χωριστή ειρήνη, την ανεξαρτησία, την καθολική ψηφοφορία και την αγροτική μεταρρύθμιση[3]. Στις 27 του ιδίου μήνα, ο Αυτοκράτορας Κάρολος Α΄ της Αυστρίας παραχώρησε τον τίτλο του « Homo regius » (κατά γράμμα « Άνθρωπο του Βασιλέα ») στον Αρχιδούκα Ιωσήφ-Αύγουστος των Αψβούργων-Λωρραίνης με την ελπίδα να περιορίσει τις ουγγρικές τάσεις ανεξαρτητοποίησης.
Στις 30 Οκτωβρίου του ιδίου έτους, οι διαδηλωτές κατέκλυσαν τη Βουδαπέστη, κατά τη διάρκεια ενός ιστορικού επεισοδίου που έμεινε γνωστό ως Επανάσταση των Χρυσανθέμων ή Επανάσταση των Αστέρων. Ο πρώην Πρωθυπουργός Ιστβάν Τίσα δολοφονήθηκε από ομάδα στρατιωτών κατά τη διάρκεια ενός από τα μοναδικά βίαια επεισόδια της επανάστασης[3]. Ο Μιχάλι Κάρολι σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας, την οποία ενέκρινε ο Αρχιδούκας Ιωσήφ, ενώ, στη συνέχεια, στις 16 Νοεμβρίου, διακήρυξε τη Δημοκρατία[4].
Η ανεξάρτητη Ουγγαρία έπρεπε να χειριστεί τους όρους της ανακωχής που είχαν επιβάλει οι Σύμμαχοι, οι οποίοι προέβλεπαν την αφαίρεση των δύο τρίτων των εθνικών εδαφών, προς όφελος της Τσεχοσλοβακίας, του Βασιλείου της Ρουμανίας και του Κράτους των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων. Στις 7 Νοεμβρίου, ο Κάρολι έγινε δεχτός στο Βελιγράδι από τον Λουί Φρανσέ ντ'Εσπερέ, προκειμένου να διαπραγματευτεί μια ανακωχή στο βαλκανικό μέτωπο, η οποία θα είχε ως στόχο να συμπληρώσει την πρώτη ανακωχή που είχε συμφωνηθεί από την Αυστροουγγαρία στο ιταλικό μέτωπο. Η γαλλική διπλωματία, η οποία εξέταζε το ενδεχόμενο επέμβασης εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας, ωστόσο, δεν άφησε στους Ούγγρους κάποιο περιθώριο διπλωματικού ελιγμού. Στις 13 Νοεμβρίου, ένα στρατιωτικό σύμφωνο υπεγράφη στο Βελιγράδι, οριοθετώντας τα όρια του νότιου μετώπου, ενώ εκείνα του βόρειου θα έπρεπε να διαπραγματευτούν με την Τσεχοσλοβακία. Ωστόσο, η γαλλική θέση, άρχισε να σκληραίνει, λίγο καιρό αργότερα, απέναντι στην Ουγγαρία, καθώς ο Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων, Στεφέν Πισόν, κατηγόρησε τον Φρανσέ ντ'Εσπερέ πως διαπραγματεύτηκε με το « υποτιθέμενο Ουγγρικό Κράτος » και όχι με την Αυστροουγγαρία, η οποία, ωστόσο, είχε παύσει να υφίσταται[5]. Από τον μήνα Νοέμβριο, οι ουγγρικές δυνάμεις άρχισαν να στρατοπεδεύουν εκ νέου στα σλοβακικά εδάφη, εμποδίζοντας τους αξιωματούχους του νέου τσεχοσλοβάκικου κράτους να κυβερνήσουν ομαλώς[6]. Τον Δεκέμβριο, το Βασίλειο της Ρουμανίας διακήρυξε την προσάρτηση της Τρανσυλβανίας και, αφού πρώτα έλαβε τη σύμφωνη γνώμη των στρατιωτικών διοικητών των Συμμάχων, προώθησε τα στρατεύματά του στα δυτικά των Καρπαθίων.
Ο Μιχάλι Κάρολι εξελέγη Αρχηγός του Κράτους στις 11 Ιανουαρίου του 1919, ενώ ο Ντένες Μπέρινκεϊ τον διαδέχτηκε στις 19 του ιδίου μήνα ως Πρωθυπουργός, καθώς η κυβέρνηση υπέστη αρκετούς ανασχηματισμούς. Ο Κάρολι επιχείρησε να δημιουργήσει ένα Κράτος Δικαίου, ενώ η χώρα ευρισκόταν σε πλήρη αναρχία και προανήγγειλε μία ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση, μοιραζόμενος, ο ίδιος, τις ίδιες του τις εκτάσεις. Ωστόσο, έπρεπε να αντεπεξέλθει στις όλο και πιεστικότερες απαιτήσεις των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου[3].
Στις 20 Μαρτίου, ο αρχηγός της στρατιωτικής αποστολής της Τριπλής Αντάντ, ο αντισυνταγματάρχης Φερνάν Βιξ, παρέδωσε στον Κάρολι ένα σημείωμα (γνωστό ως το Σημείωμα Βιξ), μέσω του οποίου απαιτούσε εντός 24 ωρών μια εκ νέου υποχώρηση των ουγγρικών συνόρων, σε μια απόσταση περίπου 100 χιλιομέτρων, φτάνοντας, σχεδόν, ως τον ποταμό Τίσα. Μη μπορώντας να αποδεχθούν το τελεσίγραφο αυτό, οι Κάρολι και Μπέρινκεϊ παραιτήθηκαν. Ο Κάρολι ανακοίνωσε, τότε, την πρόθεσή του για τη δημιουργία νέας σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Ωστόσο, μία διακήρυξη φέρουσα την υπογραφή του άρχισε να κυκλοφορεί άμεσα, γνωστοποιώντας πως ο πρόεδρος « παρέδειδε την εξουσία στο προλεταριάτο ». Ο Κάρολι ουδέποτε αποδέχθηκε πως ο ίδιος είχε συντάξει και υπογράψει το συγκεκριμένο σημείωμα[7]. Στις 21 Μαρτίου, μια νέα κυβέρνηση, σχηματισμένη από το Κόμμα Κομμουνιστών Ουγγαρίας και το Ουγγρικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, τα οποία είχαν συγχωνευτεί μεταξύ τους την αμέσως προηγούμενη ημέρα, διακήρυξε την Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία. Το καθεστώς του Κόμη Κάρολι, τελικώς, δεν επέζησε παρά μονάχα για 171 ημέρες[8].