Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία | |
---|---|
Καθεδρικός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Λαύρα του Κιέβου | |
Ιδρυτής | Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία |
Ανεξαρτησία | 1990 |
Αναγνώριση | 1990 |
Προκαθήμενος | Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Ονούφριος |
Έδρα | Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου
(Επί του παρόντος, η Κάτω Λαύρα είναι υπό τη δικαιοδοσία της και η Άνω Λαύρα υπό τη δικαιοδοσία του Ιστορικού και Πολιτιστικού Κέντρου Κιέβου-Πετσέρσκ).
|
Επικράτεια | Ουκρανία |
Κυριότητες | Ουκρανία |
Γλώσσα | Εκκλησιαστική Σλαβονική (ρωσική παραλλαγή), Ουκρανική, Ρουμανική |
Πιστοί | 13,6 % (Ιανουάριος 2020)[1][2] |
Επίσκοποι | 114[3] (53 μέλη Ι.Σ.) |
Δικτυακός τόπος | http://church.ua http://pravoslavye.org.ua/ |
Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (συντογραφία στα αγγλικά: UOC, ουκρανικά: Українська Православна Церква, ρωσικά: Украинская Православная Церковь) είναι μία de jure αυτοδιοικούμενη-αυτόνομη (μη αυτοκέφαλη) εκκλησία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουκρανία, υπό εκκλησιαστική ένωση με το Πατριαρχείο της Μόσχας. Σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη του Πατριαρχείου, ορίζεται ως «αυτοδιοικούμενη εκκλησία με δικαιώματα ευρείας αυτονομίας».[4] Προκαθήμενός της είναι ο Μητροπολίτης Κιέβου Ονούφριος.
Στις 27 Μαΐου 2022, διακήρυξε την πλήρη ανεξαρτησία[5] της από το Πατριαρχείο της Μόσχας και καταδίκασε την στάση του Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλου για την στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Παρά την διακήρυξη αυτή, στις 24 Αυγούστου 2024, ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι υπέγραψε Νόμο του κοινοβουλίου (Βερχόβνα Ράντα) για την απαγόρευση οργανώσεων που συνδέονται με την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, προκαλώντας αντιδράσεις.[6]
Μέχρι το 2018 ήταν η μόνη Εκκλησία που αναγνωριζόταν ως κανονική από τις υπόλοιπες, κατά τόπους, Ορθόδοξες Εκκλησίες. Σήμερα, η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (UOC) εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ως η κανονική Εκκλησία της Ουκρανίας, εκτός του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και της Εκκλησίας της Ελλάδος, που έχουν αναγνωρίσει την Αυτοκεφαλία και θεωρούν ως κανονική την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (OCU).
Πρόκειται για μία, από τις τρεις ορθόδοξες εκκλησιαστικές δομές, που λειτουργούν σήμερα στην Ουκρανία, θεωρώντας ότι είναι οι διάδοχες της ιστορικής Μητρόπολης Κιέβου και πάντων των Ρως.[7][8]. Στις ουκρανικές κρατικές αρχές είναι καταχωρημένη ως «Μητρόπολη Κιέβου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» (Київська митрополія Української православної церкви) από το 1991.[9] Καθώς εκκλησιαστικά υπάγεται στο Πατριαρχείο Μόσχας, η Εκκλησία αναφέρεται ανεπισήμως ως Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας). Έτσι, διακρίνεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (OCU),[10][11] η οποία έχει λάβει κανονικά Αυτοκεφαλία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.[10][11][12][13][14][15][15]
Στην Ουκρανία λειτουργεί, επίσης, η πολύ μικρή εκκλησιαστική δομή με το όνομα «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Κιέβου)» (UOC-KP), η οποία έχει προκαθήμενο τον μητροπολίτη Φιλάρετο (Ντενισένκο), που αυτοαποκαλείται Πατριάρχης και δεν έχει ευχαριστιακή κοινωνία με καμία Ορθόδοξη Εκκλησία ανά τον κόσμο. Μέχρι τις 25 Ιουνίου 2019 ο ίδιος και οι πιστοί του συμετείχαν στην αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, αλλά αποχώρησαν καταγγέλλοντάς την.[16]
Η Μητρόπολη Κιέβου και πάντων των Ρως ήταν ιστορική Εκκλησία, η οποία αναπτύχθηκε εντός του κράτους των Ρως του Κιέβου (και, σε μεγαλύτερη κλίμακα, στη Ρουθηνία). Σύμφωνα με την παράδοση, οι καταβολές της ανάγονται στη βάπτιση του Πρίγκιπα Βλαδίμηρου Α' του Μεγάλου, το 988[17], παρά το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός είχε διαδοθεί στην ευρύτερη περιοχή αρκετό καιρό νωρίτερα. Η Μητρόπολη αυτή παρέμεινε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως έως τα τέλη του 17ου αιώνα.
Μετά την επέκταση της κυριαρχίας του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσίας στις ανατολικές επαρχίες της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας, ο τσάρος Μέγας Πέτρος ανταποκρίθηκε στο επίμονο αίτημα του Πατριάρχη Μόσχας Ιωακείμ (1674-90) να ζητήσει από τον Οικουμενικό Πατριάρχη την υπαγωγή και στην εκκλησιαστική του δικαιοδοσία των προσαρτηθεισών στη κυριαρχία του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσίας ανατολικών επαρχιών της Ουκρανίας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ΄ απέρριψε το αίτημα του τσάρου και με Συνοδική Πράξη (1686) παραχώρησε κατ' οικονομίαν στον Πατριάρχη Μόσχας μόνο την άδεια να χειροτονεί ή να ενθρονίζει τον εκλεγμένο από την Κληρικολαϊκή συνέλευση της Μητροπόλεως Κιέβου υποψήφιο Μητροπολίτη Κιέβου, υπό τον απόλυτο όμως και απαραίτητο όρο, ότι ο Μητροπολίτης Κιέβου θα μνημονεύει σε κάθε θεία Λειτουργία το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η μνημόνευση αυτή είχε την έννοια ότι ο Μητροπολίτης Κιέβου παρέμενε πάντοτε ως «έξαρχος» στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως[α].
Το 1722 η Μητρόπολη Κιέβου έγινε de facto μια από τις επισκοπές του Πατριαρχείου Μόσχας, όταν ο Μέγας Πέτρος διόρισε τον Βαρλαάμ (Βονιάτοβιτς) στο βαθμό του αρχιεπισκόπου και όχι του μητροπολίτη. Κατά τη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν, η μνημόνευση του Οικουμενικού Πατριάρχη ατόνισε και χάθηκε, ενώ η Ουκρανική Εκκλησία θεωρούνταν τμήμα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στις 27 Οκτωβρίου 1990, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας παραχώρησε αυτονομία (καθεστώς που όμως δεν είναι αυτοκέφαλο)[19], με την σχετική απόφαση να παραδίδεται στον τότε Αρχιεπίσκοπο Κιέβου Φιλάρετο. Αυτός έκτοτε έφερε τον τίτλο «Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας[20]».
Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας (24 Αυγούστου 1991) συνεκλήθη στις 1-2 Νοεμβρίου 1991 τοπική Σύνοδος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας υπό τον Μητροπολίτη Φιλάρετο και αποφάσισε να υποβάλει αίτημα Αυτοκεφαλίας στο Πατριαρχείο Μόσχας[20]. Η επόμενη Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας, που συνήλθε τον Μάρτιο του 1992, δεν εξέτασε το αίτημα αλλά ζήτησε την παραίτηση του Μητροπολίτη Φιλαρέτου[β]. Ο Φιλάρετος, επιστρέφοντας στην Ουκρανία δήλωσε ότι πιέστηκε να δηλώσει ότι θα παραιτηθεί και ότι δεν πρόκειται τελικά να το κάνει.
Ο Φιλάρετος καθαιρέθηκε από το Πατριαρχείο Μόσχας στις 27 Μαΐου 1992. Είχε προηγηθεί σύνοδος επισκόπων πιστών στο Πατριαρχείο Μόσχας, η οποία εξέλεξε νέο προκαθήμενο της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τον Βλαδίμηρο (Μαρκιάνοβιτς Σάμπονταν). Ο Φιλάρετος και οι ακόλουθοί του συνήλθαν σε άλλη σύνοδο τον Ιούνιο του 1992, η οποία ίδρυσε την «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Κιέβου)» και εξέλεξε Πατριάρχη τον Μοστισλάβο (Ιβάνοβιτς Σκρίπνικ). Το 1997, το Πατριαρχείο Μόσχας αναθεμάτισε τον Φιλάρετο[22][23].
Το λεγόμενο «Πατριαρχείο Κιέβου» δεν αναγνωρίστηκε από καμία Ορθόδοξη Εκκλησία και, για τα επόμενα χρόνια, η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία παρέμεινε η μόνη αναγνωρισμένη Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία, σε εκκλησιαστική κοινωνία με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, μέσω της υπαγωγής της στο Πατριαρχείο Μόσχας. Όσοι δεν δέχτηκαν την ένωση με τον Φιλάρετο και την ίδρυση του Πατριαρχείου του το 1991, συνέχισαν την λειτουργία μίας ακόμη εκκλησιαστικής δομής, της λεγόμενης Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας, με επικεφαλής τον Πατριάρχη Δημήτριο (Γιάρεμα).
Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία το 2014 εντάθηκαν οι πιέσεις από την Ουκρανική πολιτειακή ηγεσία για τη δημιουργία μίας ενιαίας Ορθόδοξης Εκκλησίας στη χώρα, ανεξάρτητης από το Πατριαρχείο Μόσχας. Τον Οκτώβριο του 2018, το Οικουμενικό Πατριαρχείο δέχθηκε τις προσφυγές των επικεφαλής των δύο ως τότε θεωρούμενων σχισματικών Εκκλησιών, Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Κιέβου) και Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία, έκρινε ότι βρέθηκαν σε σχίσμα για μη δογματικούς λόγους και αποφάσισε την επαναφορά των ίδιων στους ιερατικούς τους βαθμούς, και των πιστών των δύο Εκκλησιών σε εκκλησιαστική κοινωνία[γ]. Μετά από πολύμηνες προετοιμασίες, στις 15 Δεκεμβρίου 2018 συνεκλήθη στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας στο Κίεβο Σύνοδος, με τη συμμετοχή όλων των επισκόπων των δύο πρώην σχισματικών Εκκλησιών, καθώς και δύο επισκόπων της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ίδια συνέλευση εξέλεξε ως προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ουκρανίας και Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας τον Μητροπολίτη Επιφάνιο[25][26]. Το διάταγμα (Τόμος) για την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 5 Ιανουαρίου 2019 και την επομένη, ανήμερα της εορτής των Θεοφανίων, πραγματοποιήθηκε η επίσημη παραλαβή του Τόμου της αυτοκεφαλίας, που φιλοτεχνήθηκε στη Μονή Ξενοφώντος του Αγίου Όρους[27].
Η χορήγηση αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας το 2019 προκάλεσε την αντίδραση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που γι' αυτόν τον λόγο αποφάσισε να διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως[28].
Οι δύο Ορθόδοξες Εκκλησίες λειτουργούν σήμερα παράλληλα στην χώρα, με τους πιστούς να είναι μοιρασμένοι. Οι κρατικές αρχές επιδιώκουν την απεξάρτηση των πιστών και των κληρικών από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, ακόμη και με βίαια μέτρα και συλλήψεις, με αφορμή την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.[29]
Με ψήφισμα που ενέκρινε στις 27 Μαΐου 2022, διαρκούσης της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το διευρυμένο Συμβούλιο της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αποφάσισε την πλήρη αυτονόμηση της από το Πατριαρχείο Μόσχας, ανακοινώνοντας ότι διαφωνεί με τις θέσεις του Πατριάρχη Μόσχας Κυρίλλου για την στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Στο επίσημο ανακοινωθέν σημειώνεται ότι προχώρησε σε τροποποιήσεις στον Καταστατικό της Χάρτη, οι οποίες μαρτυρούν την πλήρη ανεξαρτησία και αυτονόμηση της[30].
Στις 7 Ιουνίου, η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αποφάσισε οι Επισκοπές της Κριμαίας που υπάγονταν στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, να υπάγονται απευθείας στον Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών, Κύριλλο, μετά από εκκλήσεις που απηύθυναν οι μητροπολίτες Θεοδοσίας, Συμφερουπόλεως και Κριμαίας και ο επίσκοπος Ντζανκόι[31][32].
Στις 20 Αυγούστου 2024, το κοινοβούλιο της Ουκρανίας (Βερχόβνα Ράντα) απαγόρευσε την δράση οργανώσεων που συνδέονται με την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, υιοθετώντας Νόμο «Για την προστασία της συνταγματικής τάξης στον τομέα των δραστηριοτήτων των θρησκευτικών οργανώσεων».[33][34] Οι ουκρανικές θρησκευτικές οργανώσεις που συνδέονται με την Ρωσική Εκκλησία θα απαγορευτούν 9 μήνες από τη στιγμή που η αρμόδια Κρατική Υπηρεσία εκδώσει τη διαταγή, εάν αυτή η θρησκευτική οργάνωση δεν διακόψει τις σχέσεις της με το Πατριαρχείο Μόσχας.[35][36] Το νέο νόμο υπέγραψε στις 24 Αυγούστου, ο πρόεδρος της χώρας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι.[37]
Η απόφαση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις, με την Επιτροπή Διεθνών Θρησκευτικών Ελευθεριών των ΗΠΑ να εκφράζει με επιστολή της, τον Απρίλιο 2024, την ανησυχία για την κατάσταση που προκαλείται και την ουκρανική κυβέρνηση να απαντά για τον ρόλο που έπαιξε η εθνική ασφάλεια στην παρακολούθηση των θρησκευτικών δραστηριοτήτων.[38]
Η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας, καταδίκασε το Νόμο, θεωρώντας τον ασυμβίβαστο με την έννοια του κράτους δικαίου και κορύφωση της καταστροφής της πλειοψηφικής θρησκευτικής κοινότητας επιρρίπτοντας ευθύνες στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.[39] Την ανησυχία τους για το θέμα και την καταδίκη του Νόμου αυτού εξέφρασαν ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης Ι΄, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία, η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Τσεχίας και Σλοβακίας και η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (Βόρειας Μακεδονίας).[40][41][42][43][44][45][46]
Παρέμβαση για το θέμα έκανε και ο Πάπας Φραγκίσκος,[47] καθώς και ο Καθολικός Πατριάρχης Απάντων των Αρμενίων, Καρεκίν Β΄.[48]
Παρά την αναφορά περί αυτονόμησής της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Πατριαρχείο Μόσχας, οι ουκρανικές υπηρεσίες ασφαλείας πραγματοποίησαν εφόδους και έρευνες σε μονές και θρησκευτικά ιδρύματά της μετά τον Νοέμβριο του 2022, αναζητώντας δολιοφθορείς μεταξύ των ιερωμένων. Η ουκρανική υπηρεσία ασφαλείας (SBU) ανέκρινε δεκάδες ανώτατους κληρικούς, υποβάλλοντας ορισμένους από αυτούς σε ηλεκτρονικό τεστ αληθείας. Παράλληλα, ο Πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι προανήγγειλε νομοσχέδιο που, όπως είπε, «θα καταστήσει αδύνατο σε θρησκευτικές οργανώσεις που διατηρούν δεσμούς με κέντρα επιρροής στη Ρωσική Ομοσπονδία, να λειτουργούν στο ουκρανικό έδαφος»[49][50][51].
Τον Μάρτιο του 2023, το υπουργικό συμβούλιο υπέβαλε σχέδιο ψηφίσματος στην Βουλή της χώρας για να τερματιστεί η συμφωνία μίσθωσης με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας που αφορά στα κτίρια της Λαύρας του Ποτσάιφ[52]. Αιτήσεις για την διεκδίκηση της Λαύρας του Ποτσάιφ είχαν υποβάλει στην κυβέρνηση, τόσο η αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, όσο και η ουνίτικη Ουκρανική Ελληνοκαθολική Εκκλησία[53][54]. Είχε προηγηθεί ανάλογη απόφαση για την ιστορική Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου[55]. Από τις 20 Μαρτίου 2023 απαγορεύτηκε σε μοναχούς και πιστούς η πρόσβαση στα ιερά σκηνώματα των άφθαρτων αγίων που φυλάσσονται στα ιερά σπήλαια, αλλά και η πρόσβαση σε μονάζοντες στους Ιερούς ναούς της Λαύρας Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, Συλλήψεως της Αγίας Άννης και «Ζεστού», δηλαδή σχεδόν όλους τους ναούς όπου η αδελφότητα τελούσε τις ιερές ακολουθίες[56].
Την 1η Απριλίου 2023, με απόφαση δικαστηρίου του Κιέβου, επιβλήθηκε στον μητροπολίτη Βίσγκοροντ και Τσερνόμπιλ Παύλο, ηγούμενο της Λαύρας των Σπηλαίων, ποινή 60 ημερών σε κατ' οίκον περιορισμό με προληπτικό μέτρο το ηλεκτρονικό βραχιόλι, ενώ του απαγορεύθηκε να μεταβεί στην Λαύρα και να λειτουργήσει. Κατηγορήθηκε ότι, σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε, προσπάθησε να δικαιολογήσει την επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία.[57] Η ίδια ποινή επιβλήθηκε στις 12 Απριλίου, από δικαστήριο του Τσερκάσι, στον μητροπολίτη Τσερκάσι Θεοδόσιο.[58] Στις 14 Ιουλίου, η ποινή του μητροπολίτη Βίσγκοροντ και Τσερνόμπιλ μετατράπηκε σε προφυλάκιση, με αποτέλεσμα ο ιεράρχης να συλληφθεί και να μεταφερθεί στις φυλακές.[59] Δίωξη υπέστη, στις 25 Απριλίου 2024 και ο μητροπολίτης Αγίων Ορέων, Αρσένιος, που του επιβλήθηκε ως προληπτικό μέτρο η δίμηνη κράτηση χωρίς δικαίωμα καταβολής εγγυήσεως, κατηγορούμενος για «υπονομευτική δράση».[60]
Στις 7 Αυγούστου, δικαστήριο της Ουκρανίας καταδίκασε σε 5 χρόνια φυλάκιση και δέσμευση της περιουσίας του τον μητροπολίτη Τούλτσιν Ιωνάθαν, για τις κατηγορίες της κατοχής φιλορωσικών φυλλαδίων τα οποία κατέβασε από το διαδίκτυο και τα μοίρασε σε ιερείς. Ο ίδιος, έκανε λόγο για κακόβουλη προπαγάνδα παραπληροφόρησης και παράνομες έρευνες με πλαστά στοιχεία.[61]