Ουρόπυγοι | ||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
![]() Το είδος ουρόπυγου Typopeltis crucifer
| ||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||
| ||||||||||||
Συνώνυμα | ||||||||||||
Οι ουρόπυγοι (επιστημονική-λατινική ονομασία Uropygi) είναι μικρή τάξη αρθρόποδων ζώων, που ανήκουν στα αραχνίδια. Αποκαλούνται κοινώς στην αγγλική γλώσσα whip scorpions, δηλαδή «μαστιγοφόροι σκορπιοί», επειδή μοιάζουν με σκορπιούς, αλλά έχουν ουρά που μοιάζει με μαστίγιο. Επίσης είναι γνωστά ως vinegaroons, εξαιτίας του υγρού που εκτοξεύουν όταν αισθανθούν ότι απειλούνται, το οποίο μυρίζει σαν ξίδι (αγγλ. vinegar) και πράγματι περιέχει οξικό οξύ. Η τάξη περιλαμβάνει μόνο μία οικογένεια, τις θηλυφονίδες (Thelyphonidae) και μπορεί έτσι να αποκαλείται με το συνώνυμο θηλυφόνια (Thelyphonida). Ωστόσο, επειδή μερικές φορές αμφότερες οι ονομασίες χρησιμοποιούνται με μια ευρύτερη έννοια, που περιλαμβάνει και την τάξη Schizomida, καλό είναι να διευκρινίζεται αν εννοούνται οι ουρόπυγοι «εν τη στενή εννοία» (sensu stricto, s.s.) ή «εν τη ευρεία εννοία» (sensu lato, s.l.).
Ο Κάρολος Λινναίος περιέγραψε για πρώτη φορά έναν ουρόπυγο το 1758, παρά το ότι δεν τον ξεχώρισε από είδη διαφορετικών τάξεων, ονομάζοντάς το Phalangium caudatum: σήμερα τα φαλάγγια αποτελούν ολόκληρη ξεχωριστή τάξη αραχνιδίων (Opiliones). Το 1802 ο Πιερ-Αντρέ Λατρέιγ ήταν ο πρώτος που επινόησε ένα όνομα γένους μόνο για ουρόπυγο, το «θηλυφόνος» (Thelyphonus).[3][4] Η εναλλακτική ονομασία Uropygi επινοήθηκε αρκετά αργότερα, το 1883, από τον Σουηδό αραχνολόγο Τάμερλαν Τόρελ.[1], από την αρχαία ελληνική λέξη οὐροπύγιον, που συναντάται στον Αριστοτέλη[5].
Σήμερα οι φυλογενετικές μελέτες (με ανάλυση DNA) έχουν δείξει ότι οι τρεις ομάδες, Amblypygi, Uropygi s.s. και Schizomida, σχετίζονται πολύ μεταξύ τους.[6][7] Uropygi s.s. και Schizomida διαφοροποιήθηκαν πιθανότατα κατά την ύστερη Λιθανθρακοφόρο περίοδο, πριν από περίπου 300 εκατομμύρια έτη, κάπου στην τροπική ζώνη της Παγγαίας.[8]
Οι ουρόπυγοι έχουν μήκος από 25 μέχρι 85 χιλιοστά του μέτρου, αλλά τα περισσότερα είδη δεν ξεπερνούν τα 30 χιλιοστά. Μόνο τα μεγαλύτερα είδη του γένους μαστιγόπρωκτος μπορούν να πλησιάσουν και να φθάσουν τα 85 χιλιοστά.[9] Μόνο ένα απολιθωμένο δείγμα του προϊστορικού είδους μεσόπρωκτος (Mesoproctus) από την Κατώτερη Κρητιδική περίοδο (Σχηματισμός Κράτο στη Βραζιλία) μπορεί να είχε το ίδιο μέγεθος[10] Εξαιτίας όμως των ποδιών, των δαγκάνων και του «μαστιγίου» τους, μπορεί να εμφανίζονται μεγαλύτερα από το πραγματικό τους μέγεθος και το βαρύτερο δείγμα έχει μάζα 12,4 γραμμάρια.[11]
Το οπισθόσωμα των αραχνιδίων αυτών αποτελείται από 12 τμήματα. Τα τρία οπίσθια τμήματα είναι συγχωνευμένα σε κλειστούς δακτυλίους που απολήγουν στην ουρά-«μαστίγιο», που με τη σειρά της αποτελείται από 30 έως 40 μονάδες.[12][13]
Αντίστοιχα με τις συγγενικές τάξεις Schizomida και Amblypygi, οι ουρόπυγοι περπατούν μόνο με τα 6 από τα οκτώ πόδια τους, καθώς το εμπρόσθιο ζεύγος ποδιών έχει εξελιχθεί σε αισθητήρια όργανα παρόμοια με κεραίες. Επίσης όλα τα είδη διαθέτουν πολύ μεγάλες (αναλογικά) δαγκάνες, που μοιάζουν με εκείνες των σκορπιών, αλλά φέρουν ένα πρόσθετο μεγάλο «αγκάθι» πάνω σε κάθε σκέλος τους. Οι ουρόπυγοι διαθέτουν ένα ζεύγος μεσαίων οφθαλμών στο εμπρόσθιο μέρος του κεφαλοθώρακα και μέχρι 5 ζεύγη πλευρικών οφθαλμών στην κάθε πλευρά της κεφαλής, μια διάταξη που συναντάται και στους σκορπιούς.[14][15] Οι ουρόπυγοι δεν έχουν αδένες που εκκρίνουν δηλητήριο. Αντί για αυτούς έχουν αδένες κοντά στο πίσω μέρος της κοιλίας που ψεκάζουν ένα μείγμα οξικού και καπρυλικού οξέος όταν το ζώο ενοχληθεί.[9]
Οι ουρόπυγοι είναι νυκτόβια ζώα που τρέφονται κυρίως με έντομα, διπλόποδα, σκορπιούς και χερσαία ισόποδα[9], και σπανιότερα με σκώληκες και γυμνοσάλιαγκες. Το γένος μαστιγόπρωκτος θηρεύει κάποιες φορές και μικρά σπονδυλωτά.[9] Η λεία τους συνθλίβεται με οδοντώσεις που υπάρχουν στην εσωτερική πλευρά των τροχαντήρων. Ως θηρευτές, οι ουρόπυγοι είναι πολύτιμοι ως προς το ότι ελέγχουν τους πληθυσμούς των κατσαρίδων, τρώγουν όμως και πολλούς γρύλλους.
Τα αρσενικά απεκκρίνουν έναν σπερματοφόρο (μια ενιαία μάζα σπέρματος), που μεταφέρεται στο θηλυκό μετά από συμπεριφορά ζευγαρώματος, κατά την οποία το αρσενικό κρατεί τα άκρα των εμπρόσθιων ποδιών του θηλυκού μέσα στο στόμα του (χηλόκερας). Ο σπερματοφόρος αποτίθεται στο έδαφος και συλλέγεται από το θηλυκό στη γεννητική περιοχή του. Σε μερικά είδη το αρσενικό χρησιμοποιεί κατόπιν τις δαγκάνες του για να ωθήσει τον σπερματοφόρο μέσα στο σώμα του θηλυκού.[16]
Λίγους μήνες αργότερα, το θηλυκό σκάβει ένα σχετικώς μεγάλο λαγούμι και κλείνεται στο εσωτερικό του, όπου γεννά μέχρι και 40 αβγά μέσα σε έναν μεμβρανώδη σάκκο που διατηρεί υγρασία στο εσωτερικό του και παραμένει συνδεδεμένος με τη γεννητική οπή και με το πέμπτο τμήμα του μητρικού οπισθοσώματος. Το θηλυκό δεν τρώει τους επόμενους μήνες και κρατάει το οπισθόσωμά του σε σχήμα τόξου προς τα άνω, ώστε ο σάκκος να μην αγγίζει το έδαφος, μέχρι που τα αβγά να δώσουν μετέμβρυα (postembryos) με ορατά μέρη σώματος.[17]
Οι νεογέννητοι ουρόπυγοι που εκκολάπτονται έχουν άσπρο χρώμα και αναρριχώνται στην πλάτη της μητέρας, προσκολλώμενοι εκεί με ειδικές βεντούζες που διαθέτουν. Μετά την πρώτη έκδυση κελύφους, μοιάζουν με πολύ μικρά ενήλικα άτομα, αλλά οι δαγκάνες τους έχουν έντονο κόκκινο χρώμα. Τότε εγκαταλείπουν τη μητέρα τους και το λαγούμι. Η μητέρα μπορεί να ζήσει έως και δύο έτη μετά τη γέννα. Οι νεαροί ουρόπυγοι μεγαλώνουν αργά, υφιστάμενοι 4 εκδύσεις κελύφους μέσα σε μία τετραετία προτού ενηλικιωθούν πλήρως. Από εκείνη τη στιγμή ζουν άλλα 4 το πολύ έτη.[9][17]
Οι ουρόπυγοι συναντώνται σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Γης, αλλά όχι στην Αυστραλία. Αξιοσημείωτο είναι το ότι μόνο ένα είδος ζει στην Αφρική, όσο τουλάχιστον γνωρίζει σήμερα η επιστήμη: ο Etienneus africanus, ίσως ένα υπόλειμμα από την εποχή της Γκοντβάνα, που σήμερα ενδημεί στη Σενεγάλη, στην Γκάμπια και στη Γουινέα-Μπισάου.[18] Συνήθως οι ουρόπυγοι σκάβουν οπές στο έδαφος με τις δαγκάνες τους, στις οποίες μεταφέρουν τη λεία τους.[9] Μπορεί επίσης να σκάψουν κάτω από κορμούς, σε σάπιο ξύλο και άλλα φυσικά υπολείμματα. Προτιμούν τα υγρά και σκοτεινά μέρη, αποφεύγοντας το φως. Το είδος Mastigoproctus giganteus βρίσκεται σε πιο ξηρές περιοχές, όπως στην Αριζόνα και το Νέο Μεξικό.[19]
Σήμερα είναι γνωστά περί τα 23 γένη ουρόπυγων, που περιλαμβάνουν συνολικώς περισσότερα από 120 διαφορετικά είδη. Από αυτά, ο κατάλογος World Uropygi Catalog του έτους 2023 δέχεται τα παρακάτω 16 ζώντα γένη, όλα εντός της οικογένειας θηλυφονίδες (Thelyphonidae)[20]:
Εκτός αυτών, επτά εξαφανισμένα σήμερα προϊστορικά γένη περιλαμβάνονται στον κατάλογο. Τα δύο εντάσσονται στην οικογένεια Thelyphonidae[20]:
Τα υπόλοιπα πέντε γένη είναι αρκετά διαφορετικά από τα σημερινά και θεωρείται ότι θα πρέπει να υπήρχαν κάποιες άλλες, εξαφανισμένες οικογένειες στις οποίες να ανήκαν.[20] Αυτά τα γένη είναι τα εξής: