Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ουταμάρο | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | 喜多川 歌麿 (Ιαπωνικά) |
Γέννηση | 1753[1][2][3] ή 1754[4] Καβατζόε ή Έντο |
Θάνατος | 31 Οκτωβρίου 1806[5][6] Έντο |
Τόπος ταφής | Senkō-ji |
Χώρα πολιτογράφησης | Ιαπωνία[7][8] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιαπωνικά[2][9] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | καλλιτέχνης ούκιγιο-ε ζωγράφος[6] καλλιτέχνης γραφικών τεχνών[6] |
Αξιοσημείωτο έργο | Moonlight Revelry at Dozo Sagami Three Beauties of the Present Day |
Επηρεάστηκε από | Torii Kiyonaga[10] |
Περίοδος ακμής | 1770 |
Υπογραφή | |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Κιταγκάουα Ουταμάρο (ιαπωνικά: 喜多川歌麿), (π. 1753 - 1806) ήταν Ιάπωνας ζωγράφος και ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της παραδοσιακής ξυλογραφίας ουκίγιο-ε. Είναι γνωστός ιδιαίτερα για τις δεξιοτεχνικά συντιθεμένες σπουδές γυναικών γνωστές ως μπιτζίνγκα. Δημιούργησε επίσης πολλά έργα με θέματα από τη φύση ιδιαίτερα εικονογραφημένα βιβλία εντόμων. Τα έργα του έγιναν γνωστά στη Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στη Γαλλία. Επηρέασαν δε βαθιά τους Ευρωπαίους ιμπρεσσιονιστές, ιδιαίτερα η τεχνική έμφασης στο φως και στη σκιά.
Βιογραφικές λεπτομέρειες για τη ζωή του Ουταμάρο είναι ιδιαίτερα περιορισμένες και κάθε αναφορά δίνει διαφορετική άποψη για την ζωή του. Διαφορετικές πηγές ισχυρίζονται ότι γεννήθηκε στο Έντο (σημερινό Τόκυο), στο Κυότο ή στην Οζάκα γύρω στο 1753 (αν και η ακριβής ημερομηνία δεν είναι σαφής). Το αρχικό όνομά του ήταν Κιτιγκάουα Ιτσιταρο. Είναι γενικά αποδεκτό ότι ήταν μαθητής του ζωγράφου Τοριγιάμα Σέκιεν όταν ήταν ακόμα παιδί, αλλά διάφορες πηγές ισχυρίζονται ότι ήταν γιος του. Μεγάλωσε στο σπίτι του Σέκιεν και παρέμεινε εκεί ακόμα και μετά το θάνατό του δασκάλου του, το 1788. Ο Σέκιεν ήταν εκπαιδευμένος στην αριστοκρατική σχολή Κανό ζωγραφική αλλά στο ενδιάμεσο της καριέρας του επηρεάστηκε περισσότερο από τη δημοφιλή ουκίγιο-ε. Ο Ουταμάρο, όπως ήταν σύνηθες με τους Γιαπωνέζικους καλλιτέχνες του καιρού του, άλλαξε το όνομά του όταν ωρίμασε σαν καλλιτέχνης. Πήρε επίσης και το όνομά του σε Ιτσιτάρο Γιουσούκε. Παντρεύτηκε μία φορά αλλά ποτέ δεν έκανε παιδιά.
Η πρώτη του επαγγελματική δουλειά στην ηλικία των 22 το 1775 ήταν για το εξώφυλλο ενός καταλόγου για ένα θέατρο Καμπούκι με το γκό Τογιοάκι. Από την άνοιξη του 1752 άλλαξε το όνομά του σε Utamaro, και άρχισε να σχεδιάζει έργα που απεικόνιζαν γυναίκες μπιτζίνγκα. Σε κάποιο σημείο στα μέσα των 1780 (ίσως το 1783) έζησε μαζί με τον ανερχόμενο εκδότη Τσουτάγια Τζουζάμπουρο για 5 συνεχή χρόνια. Ήταν τα χρόνια αυτά ο κύριος καλλιτέχνης της εκδοτικής εταιρίας του Τσουτάγια. Παρήγαγε πολλά έργα την περίοδο αυτή πολλές εικονογραφήσεις για βιβλία κιόκα.
Το 1791 ο Ουταμάρο άρχισε να σχεδιάζει θέματα δημοφιλή για τους καλλιτέχνες ουκίγιο-ε. Το 1793 ήταν ήδη ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης ουκίγιο-ε και άρχισε να σχεδιάζει τις διάσημες σειρές έργων του με θέμα την περιοχή Γιοσιγουάρα. Το 1797 που πέθανε ο Τσουτάγια Τζουζαμπούρο αναστατώθηκε ιδιαίτερα και μετά τα έργα του ποτέ πια δεν έφτασαν το επίπεδο τελειότητας όπως τα περασμένα έργα του.
Με την πάροδο των χρόνων παρήγαγε έναν μεγάλο αριθμό ερωτικής φύσεως έργα, γνωστά στην Ιαπωνία ως σούνγκα (shunga). Τα ερωτικά αυτά χαρακτικά του Ουταμάρο αποτελούν δοξολογία της σεξουαλικής απόλαυσης. Η ωραιότερη σειρά του με χαρακτικά «σούνγκα» είναι «Το Τραγούδι του Μαξιλαριού» (1788), με γκροτέσκες σκηνές ερωτικής συνεύρεσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται «Η κόρη του ψαρά αποπλανιέται από τα πνεύματα της θάλασσας», «Νεαρή κοπέλα αποπλανιέται από τριχωτό τέρας», «Ζευγάρι σε ερωτική συνεύρεση» κ. ά. Από την περίφημη σειρά με χαρακτικά «Το Άλμπουμ των Πράσινων Σπιτιών» ξεχωρίζει, μεταξύ άλλων, «Η παλλακίδα της Γιοσιγουάρα και ο εραστής της».
Το 1804 στο απόγειο της καριέρας του, είχε μεγάλα νομικά προβλήματα όταν εκτύπωσε σειρά εντύπων που σχετιζόταν με ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Το έργο του Χιντεγιόσι και οι 5 παλλακίδες του που απεικόνιζε τον στρατιωτικό ηγέτη Τογιοτόμι Χιντεγιόσι με τη γυναίκα και τις ερωμένες του, θεωρήθηκε ότι προσέβαλλε την τιμή του. Καταδικάστηκε να φέρει χειροπέδες για 50 μέρες. Σύμφωνα με κάποιες πηγές η εμπειρία αυτή τον συνέθλιψε συναισθηματικά και σύντομα μετά τερμάτισε την καριέρα του. Πέθανε δύο χρόνια μετά, το 1806 σε ηλικία 53 χρόνων, στο Έντο (σημερινό Τόκυο).
Μετά το θάνατο του Ουταμάρο ο μαθητής του Κοικαγουα Σουντσό συνέχισε να παράγει έργα στο στυλ του δασκάλου του και είναι σήμερα γνωστός ως Ουταμάρο Β'.