Το πάγωμα του λόγου[1], γνωστό και με την αμερικανική ορολογία, chilling effect, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο οι πολίτες εγκαταλείπουν δικαιώματά τους υπό τον φόβο κυρώσεων από νόμους του κράτους ή λόγω εξωγενούς πολιτικής πίεσης.[1][2][3] Ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως από τα αμερικανικά δικαστήρια από τα μέσα του 20ου αιώνα και έπειτα. Τότε το αμερικανικό κράτος παρακολουθούσε διάφορους «φιλοκομμουνιστές» πολίτες του. Έπειτα από μία σειρά από νομικές υποθέσεις την δεκαετία του 60, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, αποφάσισε ότι οι νόμοι, ακόμα και αν δεν αναφέρεται ρητά σε αυτούς, έχουν την δύναμη να περιορίσουν θεμελιώδη δικαιώματα μέσω εκφοβισμού.[3] Το δικαίωμα που επηρεάζεται συνήθως περισσότερο από το πάγωμα του λόγου, είναι η ελευθερία της έκφρασης, παρόλο που και άλλα δικαιώματα, όπως η ελευθερία της συνάθροισης κ.α., επηρεάζονται και αυτά σοβαρά.[4]
Για να γίνει πιο κατανοητό, το πάγωμα του λόγου μπορεί να εξειδικευτεί σύμφωνα με το παρακάτω παράδειγμα: Αν η μη παράθεση πηγών στη δημοσιοποίηση οποιασδήποτε πληροφορίας από κάποιον τιμωρείται με πολύ υψηλά πρόστιμα -με στόχο πχ, την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης- τότε αυτό θα μπορούσε να «παγώσει» την ελευθερία του λόγου, και να περιορίσει την κριτική προς κάποια εξουσία. Η ουσία της ιδέας του «παγώματος του λόγου» βρίσκεται στην σκέψη «μήπως να μην το πω/γράψω αυτό, για να αποφύγω το πρόστιμο;».[1]
Αυτό το λήμμα σχετικά με την Πολιτική επιστήμη ή την Πολιτική χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |