Η πάροδος (σημασία: «είσοδος»), στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, είναι μια παράπλευρη είσοδος στη σκηνή ή το πρώτο χορικό που τραγουδιέται από τον χορό στην αρχή μιας ελληνικής τραγωδίας.[1]
Η πάροδος είναι ένα μεγάλος διάδρομος που παρέχει πρόσβαση είτε στη σκηνή (για τους ηθοποιούς) είτε στην ορχήστρα (για τον χορό) του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Οι πάροδοι διακρίνονται από τις εισόδους από τη σκηνή ή το σκηνικό κτίριο, καθώς οι δύο πάροδοι είναι στην ουσία μεγάλες ράμπες[2] που βρίσκονται εκατέρωθεν της σκηνής, μεταξύ αυτής και των κερκίδων, όπου κάθεται το κοινό. Χρησιμοποιείται επίσης ο όρος είσοδος.[3] Οι μελετητές σημειώνουν ότι είσοδος ήταν παλαιότερος όρος, ενώ η πάροδος χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τον Αριστοτέλη και μετά.[4]
Πάροδος ονομάζεται και η ωδή που τραγουδάει ο χορός καθώς μπαίνει και καταλαμβάνει τη θέση του στην ορχήστρα.[5][1] Συνήθως το πρώτο χορικό του δράματος, η πάροδος, ακολουθεί τον πρόλογο του έργου. Είναι σημαντικό μέρος, καθώς εισάγει τον χορό, παρέχει πληροφορίες για την πλοκή και βοηθά τον πρωταγωνιστή ή αντιτίθεται σε αυτόν.[6] Στην ελληνική κωμωδία, η πάροδος θεωρείται η κορυφαία στιγμή.[4]