Η Κόκκινη Πένα ή 1d (κόκκινο), αγγλ.: Penny Red, ήταν ένα βρετανικό γραμματόσημο, που εκδόθηκε το 1841. Διαδέχθηκε τη Πένι Μπλακ και συνέχισε ως ο κύριος τύπος γραμματοσήμου στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μ. Βρετανίας και Ιρλανδίας μέχρι το 1879, με μόνο μικρές αλλαγές στο σχέδιο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το χρώμα άλλαξε από μαύρο σε κόκκινο, λόγω δυσκολίας να δει κανείς την κόκκινη σφραγίδα ακύρωσης στη Πένι Μπλακ. Ένα μαύρη σφραγίδα ακύρωσης ήταν εύκολα ορατή σε μία Κόκκινη Πένα.[1]
Αρχικά, οι ίδιες πλάκες που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτύπωση της Μαύρης Πένας χρησιμοποιήθηκαν και για την εκτύπωση της Κόκκινης Πένας. Περίπου 21 δισεκατομμύρια Κόκκινες Πένες εκτυπώθηκαν από τους κυρίους Πέρκινς, Μπέικον & Co. [2] Οι σφραγίδες εκτυπώνονταν σε φύλλα των 240 (20 σειρές των 12 γραμματοσήμων), οπότε μια σειρά κόστιζε 1 σελίνι, και ένα πλήρες φύλλο μία λίρα. Η διαμόρφωση αυτή των 240 γραμματοσήμων ανά φύλλο συνέχισε με όλα τα χαμηλής αξίας βρετανικά ταχυδρομικά γραμματόσημα, που εκδόθηκαν μέχρι τη μετάβαση στο δεκαδικό νομισματικό σύστημα του 1971, όταν το μέγεθος του φύλλου άλλαξε σε 200 (20 σειρές των 10 γραμματοτύπων), καθιστώντας το φύλλο χαμηλότερης ονομαστικής αξίας (μισής νέας πένας) να αξίζει μία λίρα. Τα φύλλα δεν είχαν διατρήσεις οδόντωσης και τα γραμματόσημα έπρεπε να κόβονται από το φύλλο χρησιμοποιώντας ψαλίδι, όπως με τη Πένι Μπλακ και τις πρώτες εκτυπώσεις του Μπλε Δύο Πενών.
Κάθε γραμματόσημο είχε μοναδικά γράμματα AA, AB κλπ. στις κάτω γωνίες του, ώστε να μπορούσε να αναγνωριστεί η θέση του στην πλάκα:
Οι επάνω γωνίες είχαν από έναν σταυρό της Μάλτας.
Οι διατρήσεις, σε πειραματικό μέτρο οδοντώσεων 16, άρχισαν να χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά το 1850 και υιοθετήθηκαν επίσημα το 1854, επίσης σε 16 οδοντώσεις / δύο εκατ. Το θέμα της πειραματικής διάτρησης μπορεί να διαχωριστεί από το γενικό θέμα, καθώς το τελευταίο εφαρμόστηκε σε ένα γραμματόσημο που χρησιμοποιούσε διαφορετικό τύπο αλφάβητου για τα αναγνωριστικά γράμματα των γωνιών. Τον Ιανουάριο του 1855, το μέγεθος της διάτρησης άλλαξε από 16 σε 14, καθώς διαπιστώθηκε ότι τα φύλλα διαχωρίζονταν πολύ εύκολα. Οι άνω γωνίες κάθε γραμματοσήμου τώρα είχαν τα ίδια αναγνωριστικά γράμματα σε αντίστροφη θέση από ότι οι κάτω.
Στις 1 Απριλίου 1864 το γραμματόσημο εκδόθηκε με τον αριθμό της πλάκας χαραγμένο στο σχέδιο, στα δύο πλάγια πλέγματα (αριστερά και δεξιά). Αυτή τη στιγμή, οι σταυροί στις κορυφαίες γωνίες αντικαταστάθηκαν επίσης με τα ίδια γράμματα ελέγχου που χρησιμοποιήθηκαν στις κάτω γωνίες, αλλά σε αντίστροφη θέση.[3]
Λόγω της φθοράς, χρησιμοποιήθηκαν πάνω από 400 διαφορετικές πλάκες για να εκτυπωθεί η Κόκκινη Πένα. Δύο διαφορετικά βασικά υδατοσήματα χρησιμοποιήθηκαν για το χαρτί, το μικρό στέμμα (στις πρώιμες εκδώσεις) και το μεγάλο στέμμα, που εισήχθη στις 15 Μαΐου 1855. Τα πρώτα γραμματόσημα που εκτυπώθηκαν στο χαρτί με το υδατόσημο με το μεγάλο στέμμα, έδειχναν δύο μικρές κατακόρυφες γραμμές στο κεντρικό τμήμα του στέμματος. Μεταγενέστερες εκτυπώσεις έδειξαν ένα αναθεωρημένο υδατόσημο, στο οποίο δεν υπάρχουν αυτές οι κεντρικές γραμμές.
Τα γραμματόσημα από ορισμένους από τους μεμονωμένους αριθμούς πλακών, όπως η πλάκα 77, είναι πολύ σπάνια[4] και το 2016, ένα παράδειγμα από αυτή τη πλάκα δημοπρατήθηκε για £495.000.[5]
Η εποχή της Κόκκινης Πέννας τελείωσε στα τέλη του 1879, μαζί με το συμβόλαιο του Πέρκινς Μπέικον. Αντικαταστάθηκε από την Πένα σε Κόκκινο Βενετίας, που εκτυπώθηκε από την Ντε Λα Ρυ, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για λίγο περισσότερο από έναν χρόνο, πριν αντικατασταθεί με τη σειρά του από τη μακροχρόνια Λιλά Πένα. Από τότε, το γραμματόσημα έχει γίνει δημοφιλές μεταξύ των συλλεκτών γραμματοσήμων.