Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης Ετζέλ | |
Συγγραφέας | Ιούλιος Βερν |
---|---|
Εικονογράφος | Édouard Riou |
Τίτλος | Cinq semaines en ballon |
Γλώσσα | Γαλλικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1863 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1863 |
Μορφή | Νουβέλα |
Θέμα | Αφρική εξερεύνηση |
Σειρά | Εκπληκτικά Ταξίδια #1 |
Τόπος | Αφρική |
LΤ ID | 301679 |
Πρώτη έκδοση | Πιερ-Ζουλ Ετζέλ |
Επόμενο | The Adventures of Captain Hatteras |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Το Πέντε εβδομάδες με αερόστατο (τίτλος πρωτοτύπου: Cinq semaines en ballon) είναι ένα μυθιστόρημα περιπέτειας του Γάλλου θεμελιωτή της επιστημονικής φαντασίας Ιουλίου Βερν. Δημοσιεύθηκε το έτος 1863.
Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα του Βερν, στο οποίο και δοκίμασε τη «συνταγή» των μελλοντικών του έργων, πλέκοντας επιδέξια μια υπόθεση γεμάτη περιπέτεια και εξελίξεις που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με παραγράφους γεωγραφικών, τεχνολογικών και ιστορικών πληροφοριών και περιγραφών. Το βιβλίο παρέχει στους αναγνώστες μια εικόνα για την εξερεύνηση της Αφρικής, μεγάλες περιοχές της οποίας ήταν ακόμα άγνωστες στους Ευρωπαίους εκείνης της εποχής, με εξερευνητές να ταξιδεύουν σε όλη την ήπειρο σε αναζήτηση των μυστικών της.
Το ενδιαφέρον του κοινού για ευφάνταστες ιστορίες σχετικά με την εξερεύνηση της Αφρικής βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο του και το βιβλίο σημείωσε άμεση εκδοτική επιτυχία, τόσο ώστε να καταστήσει τον Βερν οικονομικά ανεξάρτητο και του εξασφάλισε ένα συμβόλαιο με τον εκδότη Ζυλ Ετζέλ, ο οποίος εξέδωσε 60 ακόμα έργα του Βερν κατά τα επόμενα 40 και πλέον χρόνια.
Ένας ήδη πολυταξιδεμένος επιστήμονας, ο δόκτωρ Σάμουελ Φέργκιουσον, συνοδευόμενος από τον υπηρέτη του Τζο και τον Σκωτσέζο φίλο του Ρίτσαρντ (Ντικ) Κέννεντυ, ξεκινά να διασχίσει την αφρικανική ήπειρο — ακόμα ανεξερεύνητη κατά μεγάλο μέρος — επιβαίνοντας σε ένα αερόστατο γεμάτο με υδρογόνο, το οποίο όμως μπορεί να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει κατά βούληση με τη θέρμανση ή κρύωμα του αερίου, με τη βοήθεια ενός μηχανισμού επινοημένου από τον ίδιο, χωρίς να χρειάζεται να ρίχνει έρμα ή να ελευθερώνει αέριο αντιστοίχως, οπότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μακρινά ταξίδια. Το συγκεκριμένο ταξίδι αποσκοπεί στο να συνδέσει τα ταξίδια των εξερευνητών Ρίτσαρντ Μπάρτον και Τζων Χάννινγκ Σπεκ (Speke) στην Ανατολική Αφρική με αυτά του Χάινριχ Μπαρτ στη Σαχάρα και στο Τσαντ. Το ταξίδι του Φέργκιουσον ξεκινά από τη νήσο Ζανζιβάρη έξω από την ανατολική ακτή της Αφρικής και περνά από τη Λίμνη Βικτόρια, τη Λίμνη Τσαντ και το θρυλικό (τότε) Τιμπουκτού, μέχρι το Σαιν-Λουί στη σημερινή Σενεγάλη, στη δυτική ακτή. Το βιβλίο περιγράφει το άγνωστο εσωτερικό της Αφρικής κοντά στη σημερινή Κεντροαφρικανική Δημοκρατία ως έρημο, ενώ στην πραγματικότητα είναι μία σαβάνα.
Ο ένας σκοπός της αρχικής αποστολής είναι η ανακάλυψη των πηγών του Νείλου, κάτι που γίνεται στο 18ο από τα 43 κεφάλαια του βιβλίου. Ο άλλος σκοπός είναι η σύνδεση των άλλων εξερευνητικών αποτελεσμάτων. Υπάρχουν πολλές σκηνές περιπέτειας, με συγκρούσεις με ιθαγενείς ή με τη φύση, όπως:
Οι πρωταγωνιστές επιβιώνουν από όλες αυτές τις περιπέτειες με την επιμονή τους πάνω από κάθε τι άλλο. Το μυθιστόρημα περιέχει πολλές στιγμές όπου ο κίνδυνος αποφεύγεται επειδή π.χ. ο άνεμος αρχίζει να φυσά ακριβώς την κατάλληλη ώρα, ή επειδή οι ήρωες συμβαίνει να κοιτούν προς τη σωστή κατεύθυνση.
Το ίδιο το αερόστατο τελικά τους προδίνει λίγο πριν το τέλος του ταξιδιού και οι ήρωες της ιστορίας μόλις που καταφέρνουν να προσγειωθούν σε φιλικά εδάφη (Γάλλων) και τελικά να επιστρέψουν στην Αγγλία πετυχαίνοντας έτσι την εξερευνητική αποστολή τους. Το μυθιστόρημα τελειώνει μάλλον απότομα αμέσως μετά το ταξίδι, με μόνο μία σύντομη σύνοψη του τι ακολουθεί, καθώς και της επίσημης επιβράβευσης των ηρώων για την εξερεύνησή τους.
Το μυθιστόρημα εμπεριέχει αρκετά μοτίβα κεντρικής σημασίας στις ευρωπαϊκές εξερευνήσεις: τα επιστημονικά επιτεύγματα, ο εξωτισμός της εξερευνώμενης περιοχής, και το ζήτημα του πόσο μοιράζονται την ίδια ανθρώπινη φύση οι εξερευνητές και οι ιθαγενείς. Το ίδιο το αερόστατο αντιπροσωπεύει το επιστημονικό επίτευγμα που υπερνικά την άγρια φύση, όσο και τους περιορισμούς του δυτικού πολιτισμού. Οι περισσότεροι Αφρικανοί είναι προληπτικοί και πρόθυμοι να λατρέψουν όποιο αντικείμενο πέσει από το αερόστατο, παρότι ο Βερν δεν το γενικεύει. Η συμπεριφορά απέναντι στα ζώα είναι, θα λέγαμε, «προ-οικολογική», σε συμφωνία με το πρότυπο του Μεγάλου Λευκού Κυνηγού. Αυτό γίνεται πιο φανερό στην αναφώνηση του Ντικ μόλις βλέπει ένα κοπάδι ελεφάντων: «Ιδανικός τόπος για κυνήγι! Στην τύχη να πυροβολήσεις μέσα στο δάσος, όλο και θα πετύχεις κανένα θήραμα. Δε θα μπορούσαμε να κατεβούμε λίγο για κυνήγι;»[1] Αυτές οι πλευρές συνδέονται με το ότι οι εξερευνητές βρίσκονται πάνω από την περιοχή που ταξιδεύουν και ο Βερν τους καθιστά άξιους της υπεροχής τους μέσα από τα τεχνολογικά τους επιτεύγματα.
Καθώς δείχνει μια σκηνή όπου οι εξερευνητές συγχέουν τους μαύρους ιθαγενείς με μπαμπουίνους, η Αφρική προσεγγίζεται με το ίδιο πνεύμα με το οποίο σε μεταγενέστερα έργα επιστημονικής φαντασίας προσεγγίζονται οι εξωγήινοι κόσμοι. Οι εξερευνητές δεν κατανοούν πλήρως, και ίσως δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν, τους ανθρώπους με τους οποίους αλληλεπιδρούν (ή, κατά περίπτωση, αποφεύγουν). Μόνο αργότερα στο μυθιστόρημα σχολιάζουν τις ομοιότητες ανάμεσα στους ίδιους και στους ανθρώπους πάνω από τους οποίους έχουν περάσει, όταν λένε ότι ο τρόπος με τον οποίο πολεμούν οι Αφρικανοί δεν είναι ούτε στο ελάχιστο χειρότερος από αυτούς των λευκών ανθρώπων, μόνο πιο βρόμικοι. Στις περισσότερες φορές στο βιβλίο ούτε οι Αφρικανοί, ούτε οι εξερευνητές δείχνουν κάποια συμπόνοια ο ένας για τον άλλο.
Κατά την περιγραφή της, η συσκευή που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση του υδρογόνου στο αερόστατο δεν είναι πρακτική. Ο συγγραφέας δηλώνει ότι έχει μία ισχυρή ηλεκτρική μπαταρία για να ηλεκτρολύει νερό σε υδρογόνο και οξυγόνο, και στη συνέχεια τα καίει μαζί σε ένα μπεκ (οξυυδρική φλόγα, πολύ μεγάλης θερμαντικής ισχύος). Ωστόσο, γράφει ότι η όλη συσκευή ζυγίζει 350 κιλά (μαζί με την μπαταρία) και ότι μπορεί να ηλεκτρολύει 25 γαλόνια νερού. Αυτό στην πραγματικότητα είναι αδύνατο. Ακόμα και χρησιμοποιώντας τις πιο σύγχρονες μπαταρίες του 21ου αιώνα (π.χ. μπαταρία ιόντων λιθίου) και με μηδέν απώλειες, χρειάζονται πάνω από 1.800 κιλά μπαταρίες για να ηλεκτρολύσουν τόσο νερό[2]. Αυτό το βάρος για την μπαταρία θα πρέπει να αυξηθεί κατά 5 τουλάχιστον φορές αν χρησιμοποιούνταν αυθεντικές ηλεκτρικές στήλες των μέσων του 19ου αιώνα. Θα ήταν πολύ πιο ρεαλιστικό να ηλεκτρολυθεί το νερό πριν το ταξίδι και να φορτωθεί το υδρογόνο σε μία δεξαμενή υπό πίεση στο αερόστατο, καθώς το αέριο αυτό θα ζύγιζε λιγότερο από 12 κιλά.
Επιπλέον, θα ήταν πιο αποτελεσματικό να χρησιμοποιηθεί η ενέργεια της μπαταρίας για να θερμάνει το αέριο του αεροστάτου απευθείας. Η απόδοση της ηλεκτρολύσεως του νερού δεν είναι 100%, ώστε η θερμότητα που εκλύεται κατά την καύση του παραγόμενου υδρογόνου είναι λιγότερη από τη θερμότητα που θα μπορούσε να παραχθεί χρησιμοποιώντας απλώς μία αντίσταση συνδεδεμένη με την μπαταρία. Στην πραγματικότητα ο Βερν υπονοεί ότι η περιγραφόμενη συσκευή είναι ένα αεικίνητο, αφού υποτίθεται ότι περισσότερη ενέργεια μπορεί να αποκτηθεί από την ηλεκτρόλυση από ό,τι απευθείας από την ίδια την μπαταρία. Αυτό όμως ίσως να αποτελεί ένα σκόπιμο αστείο του Βερν για τη μανία με το αεικίνητο που επικρατούσε κατά την εποχή του.
Μολονότι το μυθιστόρημα αφιερώνει αρκετές γραμμές στους υπολογισμού σχετικά με την ανυψωτική δύναμη του αεροστάτου και το πώς αποκτάται ο κατάλληλος όγκος με αλλαγές στη θερμοκρασία του υδρογόνου του, υπάρχον κάποια κενά στη λογική. Το αερόστατο ανεβαίνει όταν θερμαίνεται και κατεβαίνει όταν αφήνεται να κρυώσει, μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται σε πολλά σημεία της πλοκής και δείχνει ότι η ψύξη ήταν σχετικώς γρήγορη. Ωστόσο, δεν μνημονεύεται η διατήρηση της θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια της νύχτας, ούτε η επίδραση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος πάνω στο ίδιο το αερόστατο.
Πάνω από όλα, θα ήταν πολύ επικίνδυνο να θερμαίνεται με φλόγα από το καλάθι ένα αερόστατο γεμάτο με ένα εξαιρετικά εύφλεκτο αέριο όπως το υδρογόνο.
Σε δύο περιστάσεις ο δόκτωρ Φέργκιουσον ανεβάζει το αερόστατο σε ύψος άνω των 2,4 χιλιομέτρων. Ο Ιούλιος Βερν θα πρέπει να έχει εδώ υποεκτιμήσει πολύ την πτώση της θερμοκρασίας σε σχέση με την επιφάνεια του εδάφους και το πόση θερμότητα θα είχε απαιτηθεί για να κρατήσει το αερόστατο σε τέτοιο ύψος έστω και για λίγη ώρα.
Την εποχή που γράφτηκε το μυθιστόρημα, οι τόποι στα βόρεια και τα βορειοδυτικά της Λίμνης Βικτόρια ήταν ακόμα ελάχιστα γνωστοί στους Ευρωπαίους. Ο Βερν προβαίνει σε λίγες αποτυχημένες προβλέψεις εδώ, όπως όταν τοποθετεί την πηγή του Νείλου σε γεωγραφικό πλάτος 2°40΄ Β (αντί του ορθού 0°45 Β), όταν γράφει ότι η πηγή αυτή απέχει «λιγότερο από 150 χιλιόμετρα από το Γκοντοκόρο»[3] (η πραγματική απόσταση είναι περίπου 480 χιλιόμετρα) και όταν δεν αναφέρει καθόλου τη Λίμνη Αλβέρτου (ανακαλύφθηκε μετά την έκδοση του βιβλίου). Μεγάλο μέρος της γεωγραφίας που περιγράφεται μετέπειτα στο βιβλίο είναι φανταστική.
Πριν τη συγγραφή των Πέντε εβδομάδων... ο Ιούλιος Βερν ζούσε φτωχικά στο Παρίσι με 75 φράγκα το μήνα που του έστελνε η οικογένειά του. Άρχισε τότε να γράφει άρθρα πάνω σε επιστημονικά και ιστορικά θέματα για το μεγάλης κυκλοφορίας περιοδικό Musée des Familles.
Ο Βερν συνήθιζε να αντλεί τα δεδομένα που χρειαζόταν για τα άρθρα αυτά με πολύωρες αναδιφήσεις εγκυκλοπαιδειών, λεξικών, επιστημονικών περιοδικών αλλά και εφημερίδων, στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας στο Παρίσι. Η δραστηριότητα αυτή τον οδήγησε να σκεφθεί μια άλλη δυνατότητα: την ενσωμάτωση αυτού του πλούτου πληροφορίας σε ένα νέο είδος μυθιστορήματος, με αφήγηση η οποία θα ένωνε τη μυθοπλασία με τα πραγματικά δεδομένα, την περιπέτεια με τη διδασκαλία των αναγνωστών και τη μύησή τους στις πρόσφατες ανακαλύψεις της επιστήμης που δεν θα είχαν διδαχθεί στο σχολείο. Η ιδέα αυτή ωρίμαζε στο μυαλό του επί χρόνια, ώσπου η γνωριμία με τον συγγραφέα, πρωτοπόρο φωτογράφο και ερασιτέχνη αεροναύτη Ναντάρ (Nadar), ψευδώνυμο του Φελίξ Τουρνασόν (F. Tournachon, 1820-1910), που επεχείρησε ένα ταξίδι στην Αφρική με το αερόστατο «Γίγας» (6.000 κυβικών μέτρων), δίνει την αφορμή για τη συγγραφή του Πέντε εβδομάδες με αερόστατο. Αν και ο «Γίγας» απέτυχε να φθάσει ως την Αφρική, το αερόστατο «Βικτωρία» του μυθιστορήματος φέρνει σε πέρας την αποστολή του με επιτυχία. Ο Ναντάρ πάντως θα παραμείνει ισόβιος φίλος και σύμβουλος επί τεχνικών θεμάτων του Βερν, και το όνομά του χρησιμοποιείται αναγραμματισμένο ως Ardan για τον γενναιότερο από τους ήρωες των έργων Από τη Γη στη Σελήνη του 1865 και Γύρω από τη Σελήνη του 1870.
Η συγγραφή του «Πέντε εβδομάδες με αερόστατο» δεν θα είχε από μόνη της καταστεί η αρχή της κύριας προσφοράς του Ιουλίου Βερν στην ανθρωπότητα, αν δεν συνέπιπτε να έχει γνωρίσει ο συγγραφέας την ίδια περίοδο τον εκδότη Ζυλ Ετζέλ, μια γνωριμία που θα απέβαινε η σημαντικότερη της ζωής του. Ο Βερν του παρουσίασε το 1862 το χειρόγραφο του μυθιστορήματος και ο Hetzel εντυπωσιάσθηκε αμέσως, τόσο από το συγκεκριμένο έργο, όσο και επειδή διέγνωσε τις δυνατότητες αυτού του νέου τύπου αφηγήματος. Ανέλαβε έτσι όχι απλώς την έκδοσή του, αλλά επίσης πρότεινε στον Βερν την υπογραφή συμβολαίου κατά το οποίο ο συγγραφέας θα του έγραφε δύο τέτοια έργα κάθε χρόνο έναντι 20.000 φράγκων. Με βάση το συμβόλαιο αυτό ο Βερν έγραψε μυθιστορήματα ενταγμένα σε μία «σειρά», την οποία ο Ετζέλ ονόμασε «Les Voyages Extraordinaires», δηλαδή «Εκπληκτικά Ταξίδια». Η σειρά περιλαμβάνει όλα τα γνωστά έργα του Ιουλίου Βερν.
Το Πέντε εβδομάδες με αερόστατο εμφανίζει κάποιες αξιοσημείωτες ομοιότητες με το μυθιστόρημα του 1864 Ταξίδι στο Κέντρο της Γης: Υπάρχει το ίδιο είδος εικασιών που προέρχονται από τις επιστημονικές ιδέες και γνώση της εποχής, και οι οποίες προτάσσονται ως αλήθεια (παρότι οι 5 εβδομάδες υστερούν σε επιστημονική φαντασία). Υπάρχει και εδώ η τριμελής ομάδα με τον δόκτορα, τον σύντροφο που αμφιβάλλει αρχικά για την επιτυχία του ταξιδιού και τον πολύ πιστό υπηρέτη που αποδεικνύεται και ιδιαίτερα ικανός (πρβλ. επίσης και τους τρεις ήρωες του Γύρω από τη Σελήνη). Σε αμφότερα τα μυθιστορήματα, επίσης, υπάρχει ένα επεισόδιο απελπισίας που σχετίζεται με την έλλειψη νερού.