Ο Πέρσιβαλ φτάνει στο ερημητήριο, εικονογράφηση του 15ου αιώνα | |
Συγγραφέας | Κρετιέν ντε Τρουά |
---|---|
Γλώσσα | Παλαιά Γαλλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | Δεκαετία του 1180[1] |
Χαρακτήρες | Πέρσιβαλ |
Τόπος | Αγγλία |
Προηγούμενο | Υβαίν ή ο Ιππότης με το λιοντάρι και Elucidation |
δεδομένα ( ) |
Πέρσιβαλ ή Ο θρύλος του Άγιου Δισκοπότηρου (γαλλικός τίτλος:Perceval ou le Conte du Graal) είναι έμμετρη ιπποτική μυθιστορία στα παλαιά γαλλικά του μεσαιωνικού Γάλλου ποιητή Κρετιέν ντε Τρουά. Η ημερομηνία σύνθεσης είναι άγνωστη, αλλά τοποθετείται στα τέλη του 12ου αιώνα, γύρω στο 1180 ή 1190. Το μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο στον προστάτη του συγγραφέα, τον κόμη της Φλάνδρας Φίλιππο και αφηγείται την ιστορία του νεαρού ιππότη Πέρσιβαλ.[2]
Θεωρείται το πρώτο λογοτεχνικό έργο που αναφέρει το Άγιο Δισκοπότηρο, ωστόσο η προέλευση και η χρήση του σκεύους παραμένουν μυστηριωδώς ασαφή και μόνο στις αρχές του 13ου αιώνα συνδέθηκαν από τον Ρομπέρ ντε Μπορόν με το δισκοπότηρο του Μυστικού δείπνου και τα Άγια Πάθη.
Είναι το τελευταίο έργο του Κρετιέν ντε Τρουά και όπως και τα υπόλοιπα - Ερέκ και Ενίντ, Κλίγης, Λάνσελοτ ή ο Ιππότης του κάρου και Υβαίν ή ο Ιππότης με το λιοντάρι - είναι εμπνευσμένο από τους κελτικούς θρύλους, ευρέως διαδεδομένους στην Ευρώπη, με κεντρικό ήρωα τον Βασιλιά Αρθούρο και τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης.[3]
Ο Κρετιέν ντε Τρουά ισχυρίζεται ότι συνέθεσε το κείμενο από ένα χειρόγραφο που του έδωσε ο κόμης Φίλιππος. Το ποίημα αποτελείται δύο αφηγηματικά μέρη: αρχικά αναφέρεται στις περιπέτειες και δοκιμασίες που αντιμετώπισε ο νεαρός ιππότης Πέρσιβαλ και στη συνέχεια εστιάζει σε αυτές του ιππότη Γκαουέιν. Τελειώνει απότομα μετά από 9.000 στίχους και πιθανότατα έμεινε ημιτελές λόγω του θανάτου είτε του Φιλίππου το 1191, κατά τη διάρκεια της Γ' Σταυροφορίας στην πολιορκία της Άκρας, είτε του θανάτου του ίδιου του συγγραφέα. Το ημιτελές έργο μας είναι γνωστό μέσα από δεκαπέντε χειρόγραφα ή αποσπάσματα. Μεταγενέστερα, άλλοι συγγραφείς πρόσθεσαν τη συνέχεια και σύντομα εμφανίστηκε μια σειρά από άλλα σχετικά έργα πρώτα στη Γαλλία και μετά σε όλο τον κόσμο και μέχρι την εποχή μας. [4]
Υπάρχουν πιθανοί παραλληλισμοί με την ιρλανδική μυθολογική φυλή των Τουάθα ντε Ντανάν. Η φυλή είχε τρία φυλαχτά, ένα δόρυ, ένα καζάνι και ένα σπαθί, που συσχετίζονται με το δόρυ, το δισκοπότηρο και το σπαθί που αναφέρονται στο Πέρσιβαλ. Περιλαμβάνει επίσης πολλές ομοιότητες με το ιρλανδικό έπος The Boyhood Deeds of Fionn. Ο κύριος χαρακτήρας, ο Φιν μακ Κουμχάιλ ανατρέφεται στην απομόνωση και πρωταγωνιστεί σε πολλές περιπέτειες παρόμοιες με αυτές του Πέρσιβαλ, πιθανόν να ήταν πηγή έμπνευσης για τον Κρετιέν ντε Τρουά.
Μετά τον θάνατο του συζύγου της και των δύο γιων της, μια γυναίκα κρύβεται στο κάστρο της σε ένα δάσος στην Ουαλία με το τελευταίο της παιδί, τον Πέρσιβαλ, και προσπαθεί, να τον αναθρέψει μακριά από τον πολιτισμό σε πλήρη άγνοια του κόσμου και του επικίνδυνου ιπποτισμού. Παρ' όλες τις προφυλάξεις της, ο Πέρσιβαλ μια μέρα συναντά μια ομάδα ιπποτών που φορούν λαμπερές πανοπλίες. Ενθουσιάζεται και αποφασίζει να εγκαταλείψει αμέσως το καταφύγιο και τη μητέρα του, παρά τις παρακλήσεις της τελευταίας, η οποία είναι πεπεισμένη ότι ο Πέρσιβαλ θα σκοτωθεί στις περιπέτειές του. Η μητέρα του τού δίνει συμβουλές: να εξυπηρετεί τις κυρίες και τις κοπέλες, να μην προχωρεί πιο πέρα από το φιλί, να ρωτάει για τα ονόματα των ιπποτών των οποίων τα μονοπάτια διασχίζει και, τέλος, να πηγαίνει στις εκκλησίες για να προσευχηθεί. Το αγόρι κατευθύνεται στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου, όπου μια νεαρή κοπέλα του προβλέπει μεγαλεία. Ο σερ Κέι τον χλευάζει και χαστουκίζει το κορίτσι, αλλά ο Πέρσιβαλ καταπλήσσει τους πάντες στον πρώτο του αγώνα με την αγριότητα των τρόπων του: σκοτώνει τον εχθρό του βασιλιά Αρθούρου ιππότη Βερμέιλ και του αρπάζει την πανοπλία.[5]
Ο παλιός έμπειρος ιππότης Γκόρνεμαντ παίρνει τον Πέρσιβαλ υπό την προστασία του και του διδάσκει αυλικούς τρόπους και τις ιπποτικές αρετές: να λυπάται τον ηττημένο αντίπαλο, να δείχνει εγκράτεια στον λόγο, να προστατεύει τις κυρίες και να πηγαίνει στις εκκλησίες. Χάρη στην ευγενική του καταγωγή και τη θέρμη του, ο Πέρσιβαλ προοδεύει γρήγορα και σύντομα μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Πηγαίνει λοιπόν σε μια περιπέτεια όπου σώζει και κατακτά με την ομορφιά και το θάρρος του τη Μπλανσφλέρ, ανιψιά του Γκόρνεμαντ. Ο Πέρσιβαλ επιμένει να φύγει γιατί θέλει να δει αν η μητέρα του είναι ακόμη καλά στην υγεία της, αλλά υπόσχεται να επιστρέψει και να την παντρευτεί αργότερα.
Μετά από πολλές περιπέτειες, ένα βράδυ αναζητώντας κατάλυμα, ο Πέρσιβαλ φιλοξενείται στο κάστρο του Βασιλιά Ψαρά. Οι υπηρέτες τον ντύνουν στα κόκκινα και τον εισάγουν σε μια μεγάλη τετράγωνη αίθουσα στη μέση της οποίας βρίσκεται, μισοξαπλωμένος σε κρεβάτι, ένας άντρας ντυμένος με γούνες. Ενώ ο Πέρσιβαλ συνομιλεί μαζί του, γίνεται μάρτυρας μιας παράξενης πομπής στην οποία νεαροί και κοπέλες μεταφέρουν πολύτιμα αντικείμενα από τη μια αίθουσα στην άλλη. Πρώτα έρχεται ένας νεαρός που μεταφέρει μια ματωμένη λόγχη [6]και μετά δύο αγόρια με χρυσά κηροπήγια. Ακολουθεί μια όμορφη νεαρή κοπέλα πλούσια ντυμένη που μεταφέρει ένα Δισκοπότηρο από καθαρό χρυσάφι διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους. Ο Κρετιέν ντε Τρουά υπογραμμίζει: «Φώτισε τότε τόσο πολύ που τα κεριά έχασαν το φως τους, όπως τα αστέρια όταν ανατέλλει ο ήλιος ή το φεγγάρι». Τέλος, μια άλλη κοπέλα μετέφερε μια ασημένια πιατέλα. Περνούσαν μπροστά του σε κάθε πιάτο του γεύματος, χωρίς οι παρευρισκόμενοι να δίνουν σημασία. Αναστατωμένος και ενθουσιασμένος, ο Πέρσιβαλ αναρωτιέται τι να είναι. Ωστόσο, δεν τολμά να ρωτήσει - αργότερα διαπιστώνει ότι ήταν τρομερό λάθος - γιατί θυμάται τη συμβουλή του Γκόρνεμαντ που του συνέστησε να σκέφτεται πριν μιλήσει και να μην κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις. Ο βασιλιάς του χαρίζει ένα σπαθί. Μετά το γεύμα, ο βασιλιάς, που φαίνεται να βασανίζεται από μια μυστηριώδη ασθένεια, μεταφέρεται στο δωμάτιό του από τέσσερις υπηρέτες. Ο Πέρσιβαλ πηγαίνει για ύπνο και όταν ξυπνά τα ξημερώματα βρίσκει το κάστρο άδειο. Από αόρατα χέρια, η κινητή γέφυρα χαμηλώνει μπροστά του και βγαίνει ξανά στο δρόμο, αλλά είναι αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει το μυστήριο. Ο Πέρσιβαλ μαθαίνει ότι η μητέρα του πέθανε, περιπλανιέται για λίγο και φτάνει στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου, όπου παραμένει συλλογισμένος μπροστά σε τρεις σταγόνες αίματος στο χιόνι που του θυμίζουν το γλυκό πρόσωπο της Μπλανσφλέρ. Λίγο αργότερα, μια «αποκρουστική γυναίκα», όπως στους θρύλους των Κελτών, τον κατηγορεί που δεν ρώτησε τον οικοδεσπότη του για το Δισκοπότηρο, επειδή η ερώτηση θα είχε τη δύναμη να θεραπεύσει τον τραυματισμένο βασιλιά και ταυτόχρονα να εξαφανίσει την κατάρα που βάραινε τα εδάφη του. Ο Πέρσιβαλ στη συνέχεια ορκίζεται να μην ησυχάσει μέχρι να ανακαλύψει τον σκοπό του Δισκοπότηρου και της ματωμένης λόγχης.[7]
Το επόμενο μέρος του μυθιστορήματος αναφέρεται στον ανιψιό και κορυφαίο ιππότη του Αρθούρου, τον Γκαουέιν, ο οποίος παρουσιάζεται ως αντίθεση και συμπλήρωμα στην αφέλεια του Πέρσιβαλ και οι περιπέτειές του τον παρουσιάζουν σαν έναν ιδανικό ιππότη που αναγκάζεται να ενεργεί σε καταστάσεις αντίθετες με την ευγένεια. Οι περιπέτειες του Γκαουέιν τον οδηγούν σε ένα κάστρο που κυβερνούν τρεις γυναίκες: μια βασίλισσα, η κόρη της και η εγγονή της. Αφού περάσει τη δοκιμασία του «Επικίνδυνου κρεβατιού», ο Γκαουέιν μαθαίνει ότι στην πραγματικότητα είναι η μητέρα του Αρθούρου Ιγκρέιν, η χαμένη από καιρό μητέρα του Μοργκάουζ και η Κλαρισάντ, η αδερφή του της οποίας την ύπαρξη αγνοούσε. Εκεί ο Γκαουέιν συναντά τον ιππότη Γκιρομέλαντ, ο οποίος είναι ερωτευμένος με την Κλαρισάντ. Ωστόσο, όταν ο Γκαουέιν αποκαλύπτει την ταυτότητά του στον Γκιρομέλαντ, αυτός τον προκαλεί σε μονομαχία επειδή ο πατέρας του Γκαουέιν είχε σκοτώσει τον πατέρα του και αυτός τώρα απαιτεί εκδίκηση. Ο Γκιρομέλαντ, ωστόσο, δεν είναι οπλισμένος αυτή τη στιγμή και ζητά από τον Γκαουέιν να γίνει η μονομαχία επτά ημέρες αργότερα, και στο μεταξύ να στείλει αγγελιοφόρο στον βασιλιά Αρθούρο για να έχουν μάρτυρες.
Ο Πέρσιβαλ αναφέρεται πάλι πριν από το τέλος του έργου: Μετά από πέντε χρόνια περιπλανήσεων όπου νικά όλους τους ιππότες που βρίσκει στον δρόμο του, συναντά μια πομπή προσκυνητών στο δάσος που τον ρωτούν γιατί είναι οπλισμένος ενώ είναι Μεγάλη Παρασκευή. Τότε ο Πέρσιβαλ συνειδητοποιεί με τρόμο ότι ξέχασε να προσευχηθεί στον Θεό αυτά τα πέντε χρόνια και δεν πάτησε ποτέ το πόδι του σε εκκλησία. Οι προσκυνητές τον στέλνουν σε έναν ερημίτη, ο οποίος αποδεικνύεται θείος του και του ορίζει μετάνοια για τις αμαρτίες του, η πρώτη από αυτές ήταν η εγκατάλειψη της μητέρας του. Ο ερημίτης του λέει ότι εξαιτίας αυτής της πρώτης αμαρτίας απέτυχε να κάνει τη «θεραπευτική ερώτηση» στο κάστρο του Βασιλιά Ψαρά. Του εξηγεί επίσης ότι το Δισκοπότηρο συντηρεί ως εκ θαύματος τον τραυματισμένο Βασιλιά Ψαρά. Όλες αυτές οι αποκαλύψεις οδηγούν τον Πέρσιβαλ σε ειλικρινή μετάνοια και δεσμεύεται να τηρήσει τον κανόνα της μετάνοιας που του ορίζει ο ερημίτης. Μετά από πολλές άλλες σοφές συμβουλές του ερημίτη στον Πέρσιβαλ, η πλοκή επιστρέφει στον Γκαουέιν. Το ημιτελές κείμενο τελειώνει τη στιγμή που ένας αγγελιοφόρος φτάνει στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου για να ζητήσει την παρουσία του Πέρσιβαλ στη μονομαχία του Γκαουέιν εναντίον του Γκιρομέλαντ.
Λίγο μετά τον θάνατο του Κρετιέν ντε Τρουά, γύρω στο 1190, τέσσερις συνέχειες της μυθιστορίας εμφανίστηκαν σε στίχους μέχρι το 1225, έργα που είναι συλλογικά γνωστό ως οι Τέσσερις Συνέχειες, προσθέτοντας έως και 54.000 στίχους.[8]
Στις αρχές του 13ου αιώνα, ο Ρομπέρ ντε Μπορόν έγραψε στα παλαιά γαλλικά μια αφήγηση για το Γκράαλ σε στίχους: Η μυθιστορία της ιστορίας του Γκράαλ (Li Romanz de l'Estoire dou Graal). Στόχος του ήταν να συνδέσει την προέλευση του μυθικού Δισκοπότηρου (Γκράαλ) και την αναζήτησή του από τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης του Αρθούρου με τη βιβλική ιστορία και τα Άγια Πάθη του Ιησού. Χρησιμοποίησε επίσης τον συνδεδεμένο με τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας θρύλο, σύμφωνα με τον οποίο ο Ιωσήφ ή απόγονοί του έφεραν στη Μεγάλη Βρετανία ένα κύπελλο, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί στον Μυστικό Δείπνο, το ίδιο στο οποίο ο Ιωσήφ συνέλεξε το ιερό αίμα από το σταυρωμένο σώμα του Χριστού. Με αυτόν τον τρόπο, έδωσε μια χριστιανική διάσταση στους κελτικούς θρύλους που αναφέρονταν στον Αρθουριανό κύκλο, οι οποίοι βασίζονταν στην προφορική παράδοση περί θαυματουργών μαγικών σκευών των Κελτών, και το Δισκοπότηρο έγινε έτσι το σκεύος που χρησιμοποίησε ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο όταν προεικόνισε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Ομοίως, μεταγενέστεροι συγγραφείς συνέδεσαν την αιμορραγική λόγχη του έργου με την Ιερή Λόγχη, που τρύπησε την πλευρά του Ιησού καθώς κρεμόταν στον σταυρό κατά τη διάρκεια της Σταύρωσής του.[9]
Αν και ημιτελές, το έργο είχε τεράστια επιρροή στον λογοτεχνικό κόσμο του Μεσαίωνα. Εισήγαγε τον θρύλο του Άγιου Δισκοπότηρου σε μια ενθουσιώδη Ευρώπη και όλες οι εκδοχές της ιστορίας του Δισκοπότηρου ανάγονται άμεσα ή έμμεσα σε αυτό. Η πιο διάσημη εκδοχή είναι ο Πάρσιφαλ του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ, ένα από τα σημαντικότερα έργα της μεσαιωνικής γερμανικής λογοτεχνίας. Το έργο του φον Έσενμπαχ ενέπνευσε δύο όπερες του Βάγκνερ: Πάρσιφαλ και, λιγότερο άμεσα, Λόεγκριν. Ένας άλλος χαρακτήρας που προέρχεται από το έργο είναι ο Ουαλός Περέντουρ, ήρωας ενός από τις τρεις ουαλικές μυθιστορίες που σχετίζονται με το Μαμπινόγκιον.[10]