Πέτερις Βασκς | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 16 Απριλίου 1946[1][2][3] Aizpute[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Λετονία Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Λετονικά[5] |
Σπουδές | Jāzeps Vītols Latvian Academy of Music Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου της Λιθουανίας[6] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης[7] |
Αξιοσημείωτο έργο | d:Q1845128 d:Q1873479 Celloconcert String Quartet No. 4 |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Βραβείο Χέρντερ Τάγμα των τριών αστέρων, Γ΄ Τάξη Τάγμα του Λευκού Αστέρα της Εσθονίας 3ης τάξης |
Ιστότοπος | |
www | |
Ο Πέτερις Βασκς (γεννημένος στις 16 Απριλίου 1946) είναι Λετονός συνθέτης.
Ο Βασκς γεννήθηκε στην Αϊζπούτε της Λετονίας, στην οικογένεια ενός βαπτιστή πάστορα. Εκπαιδεύτηκε ως βιολιστής στη Λετονική Ακαδημία Μουσικής Γιάζεπς Βίτολς, ως παίκτης κοντραμπάσου με τον Βιτάουτας Σερεϊκάαν στη Λιθουανική Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου. Έπαιξε σε διάφορες ορχήστρες της Λετονίας πριν την είσοδο στο Κρατικό Ωδείο στο Βίλνιους στη γειτονική Λιθουανία για να σπουδάσει σύνθεση με τον Βαλεντίν Ούτκιν, καθώς δεν μπορούσε να το κάνει στη Λετονία λόγω της σοβιετικής κατασταλτικής πολιτικής απέναντι στους βαπτιστές. Ξεκίνησε να γίνεται γνωστός εκτός Λετονία στη δεκαετία του 1990, όταν ο Γκίντον Κρέμερ ξεκίνησε να υπερασπίζεται τα έργα του και τώρα είναι ένας από τους πιο σημαντικούς και εξέχοντες Ευρωπαίους σύγχρονους συνθέτες.
Το πρώιμο ύφος του Βασκς οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα πειράματα αλεατρικότητας του Βίτολντ Λουτοσλάβσκι, του Κριστόφ Πεντερέτσκι και του Τζορτζ Κραμπ. Τα ύστερα έργα του περιλαμβάνουν χαρακτηριστικά της λετονικής λαϊκής μουσικής, όπως το απαλό και ποιμαντικό κοντσέρτο αγγλικού κόρνου (1989). Τα έργα του είναι γενικά εξαιρετικά σαφή και επικοινωνιακά, με μια στερεή και μυϊκή αίσθηση της αρμονίας. Τα λυρικά περάσματα μπορεί να ακολουθούνται από ταραγμένες παραφωνίες, ή να διακόπτονται από ζοφερά τμήματα που θυμίζουν εμβατήρια. Έκανε εκτεταμένη χρήση μινιμαλιστικών τεχνικών, αλλά δεν συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη μέθοδο.
Ο Βασκς αισθάνεται έντονα τα περιβαλλοντικά ζητήματα, και μια αίσθηση φύσης τόσο παρθένα και κατεστραμμένη μπορεί να βρεθεί σε πολλά από τα έργα του, όπως το Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 2 (1984). Άλλα σημαντικά έργα, περιλαμβάνουν το Καντάμπιλε (1979), το Μούζικα ντολορόσα (1984) και το Ταξίδι Μπάσου (2003) για σόλο κοντραμπάσο. Έχει γράψει πέντε κουαρτέτα εγχόρδων, από τα οποία το τέταρτο (2003) και το πέμπτο (2006) έχουν γραφτεί για το κουαρτέτο Κρόνος.
Ο Βασκς βραβεύθηκε με το Βραβείο Χέρντερ του Ιδρύματος Άλφερτ Τόεπφερ το 1996, καθώς και το Βραβείο για τη Λογοτεχνία, τις Τέχνες και την Επιστήμη της Βαλτικής Συνέλευσης. Έλαβε το λετονικό Μεγάλο Βραβείο Μουσικής το 1997 για το κοντσέρτο του για βιολί Tālā Gaisma («Μακρινό Φως», 1996-7). Έλαβε το Βραβείο Κλασικής Μουσικής Καννών το 2004. Τα σημαντικά έργα του περιλαμβάνουν επίσης το Βιατόρε, τη Συμφωνία #2 και «Μουσική για έναν νεκρό Φίλο».
Από το 1994 είναι επίτιμο μέλος της Λετονικής Ακαδημίας Επιστημών και το 2001 έγινε μέλος της Σουηδικής Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής. Το 1996 ήταν ο βασικός συνθέτης στο Φεστιβάλ Νέας Μουσικής στη Στοκχόλμη και το 2006 ήταν συνθέτης σε κατοικία στο φεστιβάλ μουσικής και τεχνών του Πρέστεϊν και στο Φεστιβάλ Βέιλ οφ Γκλαμόργκαν στην Ουαλία.
Το 2005 έλαβε το Εσθονικό Τάγμα του Λευκού Αστεριού Γ΄ τάξης.[8]