Η παθογένεση μιας ασθένειας είναι ο βιολογικός μηχανισμός (ή μηχανισμοί) που οδηγεί σε μια ασθένεια. Ο όρος μπορεί επίσης να περιγράψει την προέλευση και την ανάπτυξη της νόσου και εάν είναι οξεία, χρόνια ή υποτροπιάζουσα.
Οι τύποι παθογενέσεων περιλαμβάνουν μικροβιακή λοίμωξη, φλεγμονή, κακοήθεια και νέκρωση των ιστών. Για παράδειγμα, η βακτηριακή παθογένεση είναι ο μηχανισμός με τον οποίο τα βακτήρια προκαλούν μολυσματικές ασθένειες.
Οι περισσότερες ασθένειες προκαλούνται από πολλαπλές διαδικασίες. Για παράδειγμα, ορισμένοι καρκίνοι προκύπτουν από δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος (όγκοι του δέρματος και λέμφωμα μετά από μεταμόσχευση νεφρού, το οποίο απαιτεί ανοσοκαταστολή).[1][2]
Οι παθογόνοι μηχανισμοί μιας ασθένειας (ή κατάστασης) ενεργοποιούνται από τις υποκείμενες αιτίες, οι οποίες εάν ελεγχθούν επιτρέπουν την πρόληψη της νόσου.[3] Συχνά, μια πιθανή αιτία εντοπίζεται από επιδημιολογικές παρατηρήσεις πριν μπορέσει να εξαχθεί παθολογική σύνδεση μεταξύ της αιτίας και της νόσου. Η παθολογική προοπτική μπορεί να ενσωματωθεί άμεσα σε μια επιδημιολογική προσέγγιση στο διεπιστημονικό πεδίο της μοριακής παθολογικής επιδημιολογίας.[4] Η μοριακή παθολογική επιδημιολογία μπορεί να βοηθήσει στην αξιολόγηση της παθογένεσης και της αιτιώδους συνάφειας με τη σύνδεση ενός πιθανού παράγοντα κινδύνου με μοριακές παθολογικές υπογραφές μιας ασθένειας.[5] Έτσι, το παράδειγαμ μοριακής παθολογικής επιδημιολογίας μπορεί να προωθήσει την περιοχή της αιτιώδους συναγωγής.