Παιχνίδια πολέμου

Παιχνίδια πολέμου
('WarGames)
Κινηματογραφική αφίσα
ΣκηνοθεσίαΤζων Μπάνταμ
ΠαραγωγήΛήοναρντ Γκόλντμπεργκ
Ριτς Χασιμότο
Χάρολντ Σνάιντερ
Μπρους Μακνωλ
ΣενάριοΛώρενς Λάσκερ
Γουόλτερ Παρκς
Γουάλον Γκρην
ΠρωταγωνιστέςΜάθιου Μπρόντερικ
Ντάμπνυ Κόουλμαν
Τζων Γουντ
Άλυ Σήντυ
Μπάρυ Κόρμπιν
ΜουσικήΆρθουρ Μπ. Ρούμπινσταϊν
ΦωτογραφίαΟυίλιαμ Α. Φρέικερ
ΜοντάζTom Rolf
Εταιρεία παραγωγήςUnited Artists και Metro-Goldwyn-Mayer
ΔιανομήMetro-Goldwyn-Mayer και Netflix
Πρώτη προβολήCountry flag 3 Ιουνίου 1983
Country flag Φεβρουάριος 1984
Διάρκεια114 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΓλώσσαΑγγλική
ΈπεταιWarGames: The Dead Code
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Τα Παιχνίδια πολέμου (WarGames) είναι αμερικανική κινηματογραφική ταινία επιστημονικής φαντασίας του 1983, σκηνοθετημένη από τον Τζων Μπάνταμ. Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Μάθιου Μπρόντερικ, Ντάμπνυ Κόουλμαν, Τζων Γουντ, Άλυ Σήντυ και Μπάρυ Κόρμπιν. Η υπόθεση της ταινίας, στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, παρακολουθεί τον μαθητή χάκερ Ντέιβιντ Λάιτμαν, ο οποίος χωρίς να το γνωρίζει αποκτά πρόσβαση στον WOPR, στρατιωτικό υπερυπολογιστή των ΗΠΑ προγραμματισμένο να αναλύει τις πιθανές εξελίξεις ενός πυρηνικού πολέμου. Ο Λάιτμαν «παίζει» με τον WOPR μία προσομοίωση επιθέσεως των Σοβιετικών, πιστεύοντας αρχικώς ότι είναι παιχνίδι υπολογιστή. Ο WOPR, που είναι συνδεδεμένος με το σύστημα ελέγχου των πυρηνικών όπλων των ΗΠΑ και δεν μπορεί να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στην προσομοίωση και την πραγματικότητα, επιχειρεί να αρχίσει τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ταινία είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, αφού κόστισε 12 εκατομμύρια δολάρια και απέφερε ακαθάριστα έσοδα 79 εκατομμύρια μετά από 5 μήνες προβολής, μόνο από τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Απέσπασε επίσης τρεις υποψηφιότητες για Βραβεία «Όσκαρ». Μία συνέχεια (σήκουελ) της ταινίας υπό τον τίτλο WarGames: The Dead Code βγήκε κατευθείαν σε DVD τον Ιούλιο του 2008.

Ως εισαγωγή της ταινίας λειτουργεί ένα περιστατικό σε αιφνιδιαστική άσκηση πυρηνικής επιθέσεως, κατά το οποίο πολλοί άνδρες-ελεγκτές της Πτέρυγας Στρατηγικών Πυραύλων της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας αποδεικνύονται απρόθυμοι να γυρίσουν ένα κλειδί για να εκτοξεύσουν πυραύλους με πυρηνικά όπλα την κρίσιμη στιγμή. Τέτοιες συμπεριφορές πείθουν τον Τζων Μακίτρικ και άλλους μηχανικούς συστημάτων στη Διοίκηση Αεροδιαστημικής Άμυνας Βόρειας Αμερικής (NORAD) ότι τα κέντρα ελέγχου εκτοξεύσεως πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές πρέπει να είναι αυτοματοποιημένα, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, και την απόφαση για την εκτόξευση να την παίρνει υπολογιστής. Ο έλεγχος δίνεται σε έναν υπερυπολογιστή της NORAD, τον WOPR (War Operation Plan Response), που είναι προγραμματισμένος να «τρέχει» συνεχώς προσομοιώσεις πολέμου και να μαθαίνει με την πάροδο του χρόνου.

O Ντέιβιντ Λάιτμαν, ένας έξυπνος αλλά χωρίς κίνητρο μαθητής γυμνασίου του Σηάτλ και χάκερ, μεταχειρίζεται το PC του για να εισβάλει στο σύστημα υπολογιστών του σχολείου και να αλλάξει τους βαθμούς του. Κάνει το ίδιο με τους βαθμούς της φίλης και συμμαθήτριάς του Τζένιφερ Μακ. Αργότερα, ενώ ψάχνει τηλεφωνικούς αριθμούς για να εντοπίσει συνδεδεμένους υπολογιστές στο Σάνυβεϊλ της Καλιφόρνια, ώστε να βρει μία εταιρεία παιχνιδιών υπολογιστών, συνδέεται με ένα σύστημα που δεν προδίνει την ταυτότητά του. Ζητώντας του παιχνίδια, βρίσκει έναν κατάλογο που αρχίζει με σκάκι, ντάμα, τάβλι και πόκερ, αλλά και τίτλους όπως «Βιοτοξικός και χημικός πόλεμος» ή «Παγκόσμιος θερμοπυρηνικός πόλεμος», όμως δεν μπορεί να προχωρήσει παραπέρα. Δυο χάκερ φίλοι του τού εξηγούν την έννοια του backdoor password και προτείνουν να ψάξει για τον «Φάλκεν» που αναφέρεται στον «Λαβύρινθο του Φάλκεν», το πρώτο παιχνίδι στον κατάλογο. O Ντέιβιντ ανακαλύπτει ότι ο Στήβεν Φάλκεν ήταν ένας πρώιμος ερευνητής της τεχνητής νοημοσύνης, και μαντεύει σωστά ότι το όνομα του νεκρού γιου του («Τζόσουα») είναι το password.

Ο Ντέιβιντ δεν ξέρει ότι ο αριθμός τηλεφώνου της «Καλιφόρνια» συνδέει στην πραγματικότητα με τον WOPR στο υπόγειο συγκρότημα του όρους Σεγιέν. Αρχίζει μαζί του μία παρτίδα «Παγκόσμιου θερμοπυρηνικού πολέμου», παίζοντας ως η Σοβιετική Ένωση. Ο υπολογιστής αρχίζει μία προσομοίωση που πείθει για λίγο το στρατιωτικό προσωπικό στη NORAD ότι πραγματικοί σοβιετικοί πυρηνικοί πύραυλοι πλησιάζουν την Αμερική. Αν και απενεργοποιούν την κατάσταση, ο «Τζόσουα» συνεχίζει την προσομοίωση ώστε να «βγάλει» το σενάριο και να κερδίσει το παιχνίδι, καθώς δεν κατανοεί τη διαφορά ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην προσομοίωση. Τροφοδοτεί συνεχώς με ψευδή δεδομένα, όπως εξόδους σοβιετικών βομβαρδιστικών και αναπτύξεις υποβρυχίων τη NORAD, ωθώντας τους αρμόδιους να υψώσουν το επίπεδο επιφυλακής DEFCON και προς μία ανταπόδοση που θα αρχίσει τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Ντέιβιντ μαθαίνει την αληθινή φύση των ενεργειών του από δελτίο ειδήσεων και πράκτορες του FBI τον συλλαμβάνουν και τον πηγαίνουν στη NORAD. Συνειδητοποιεί ότι ο WOPR βρίσκεται πίσω από τους συναγερμούς στη NORAD, αλλά επειδή δεν πείθει τον Μακίτρικ αντιμετωπίζει κατηγορίες κατασκοπείας. Ο Ντέιβιντ δραπετεύει από τη NORAD κρυμμένος σε μια ομάδα τουριστών. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια της Τζένιφερ, ταξιδεύει στο νησί του Όρεγκον όπου ζει ο Φάλκεν. Οι Ντέιβιντ και Τζένιφερ ανακαλύπτουν ότι ο Φάλκεν έχει απελπιστεί και πιστεύει ότι ο πυρηνικός πόλεμος είναι αναπόφευκτος, αν και εξίσου μάταιος με μια παρτίδα τρίλιζας ανάμεσα σε δύο έμπειρους παίκτες (πάντα ισοπαλία). Οι δύο έφηβοι κατορθώνουν ωστόσο να πείσουν τον Φάλκεν ότι πρέπει να επιστρέψει στη NORAD για να σταματήσει τον WOPR.

Ο υπολογιστής σκηνοθετεί μία μαζική επίθεση των Σοβιετικών με εκατοντάδες πυραύλους, υποβρύχια και βομβαρδιστικά. Πιστεύοντας ότι η επίθεση είναι αληθινή, η NORAD ετοιμάζεται να αντεπιτεθεί. Οι Φάλκεν, Ντέιβιντ και Τζένιφερ πείθουν στρατιωτικούς αξιωματούχους να ακυρώσουν την αντεπίθεση. Ο WOPR επιχειρεί τότε να εκτοξεύσει ο ίδιος τους πυραύλους, χρησιμοποιώντας brute-force attack για να αποκτήσει τους κωδικούς εκτοξεύσεως. Χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση στα κέντρα ελέγχου ως ασφάλεια, ο υπολογιστής θα πυροδοτήσει μία μαζική εκτόξευση. Όλες οι απόπειρες να συνδεθούν με τον υπολογιστή και να διατάξουν τον «Τζόσουα» να ακυρώσει την αντίστροφη μέτρηση αποτυγχάνουν, ενώ αν απλώς «βγάλουν τον υπολογιστή από την πρίζα» όλοι οι πύραυλοι θα εκτοξευθούν αυτομάτως.

Οι Φάλκεν και Ντέιβιντ κατευθύνουν τότε τον υπολογιστή να παίξει τρίλιζα με τον εαυτό του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια μακρά σειρά από ισοπαλίες, κάτι που υποχρεώνει τον υπολογιστή να μάθει την έννοια της ματαιότητας και των σεναρίων χωρίς νίκη. Ο WOPR παράλληλα κατορθώνει να αποκρυπτογραφήσει τον κώδικα εκτοξεύσεως των πυραύλων, αλλά πριν εκτοξεύσει διατρέχει όλα τα σενάρια πυρηνικού πολέμου που έχει επινοήσει, βρίσκοντας ότι και εκείνα καταλήγουν όλα τους σε στασιμότητα. Και έχοντας πλέον ανακαλύψει την έννοια της αμοιβαίας εξασφαλισμένης καταστροφής («WINNER: NONE»), ο WOPR πληροφορεί τον Φάλκεν ότι έχει συμπεράνει πως ο πυρηνικός πόλεμος είναι ένα «ιδιόμορφο παίγνιο», στο οποίο «η μοναδική κίνηση που κερδίζει είναι να μην το παίξεις καθόλου». Ο WOPR παραδίδει τον έλεγχο της NORAD και των πυραύλων, και προσφέρεται να παίξει μία «όμορφη παρτίδα σκακιού».

Η ανάπτυξη της ταινίας άρχισε το 1979, όταν οι σεναριογράφοι Λώρενς Λάσκερ και Γουόλτερ Παρκς επεξεργάσθηκαν μια ιδέα σεναρίου με τον τίτλο «η Ιδιοφυΐα», σχετικά με «έναν επιστήμονα που πεθαίνει και τον μοναδικό άνθρωπο στον κόσμο που τον καταλαβαίνει: ένα επαναστατημένο παιδί» Οι υπολογιστές και το χάκινγκ ως μέρος της ταινίας δεν υπήρχαν ακόμα.[1]

Η Ιδιοφυΐα άρχισε να μετασχηματίζεται στα Παιχνίδια πολέμου όταν οι Παρκς και Λάσκερ συνάντησαν τον μελλοντολόγο Πήτερ Σβαρτς από το Ερευνητικό Ινστιτούτο του Στάνφορντ. «Υπήρχε μία νέα υποκουλτούρα εξαιρετικά έξυπνων παιδιών που αναπτύσσονταν σε αυτό που θα γινόταν αργότερα γνωστό ως χάκερ» τους είπε ο Σβαρτς. Ο ίδιος τους συνέδεσε τα νιάτα με τους υπολογιστές και τα παιχνίδια τους, και με τον στρατό. Οι Παρκς και Λάσκερ συνάντησαν επίσης τον ειδικό ασφαλείας υπολογιστών Γουίλις Γουέρ της RAND Corporation, που τους διαβεβαίωσε ότι ακόμα και ένας ασφαλής υπερυπολογιστής του στρατού θα μπορούσε να έχει απομακρυσμένη πρόσβαση, ώστε οι χρήστες να μπορούν να εργάζονται και από το σπίτι τα Σαββατοκύριακα, ενθαρρύνοντας έτσι τους σεναριογράφους να συνεχίσουν το σχέδιο.[2]

Οι Παρκς και Λάσκερ επινόησαν αρκετές υποθέσεις με στρατιωτικό θέμα προτού καταλήξουν στην τελική. Ο σκηνοθέτης Τζων Μπάνταμ εφεύρε το όνομα «WOPR», επειδή για αυτόν το όνομα του Ενιαίου Ολοκληρωμένου Επιχειρησιακού Σχεδίου (SIOP, Single Integrated Operational Plan) της NORAD ήταν «βαρετό και δεν σού έλεγε τίποτα».[3]

O χαρακτήρας Ντέιβιντ Λάιτμαν είναι εμπνευσμένος από τον David Scott Lewis, έναν ενθουσιώδη ερασιτέχνη χάκερ που συνάντησαν οι Παρκς και Λάσκερ.[1][4] Η έμπνευση για τον Φάλκεν ήταν ο Στήβεν Χώκινγκ (από όπου έμεινε και το «Στήβεν»).

Αρχικώς προσλήφθηκε ως σκηνοθέτης ο Μάρτιν Μπρεστ, αλλά απολύθηκε μετά 12 ημέρες γυρισμάτων εξαιτίας μιας διαφωνίας με τους παραγωγούς[5] και αντικαταστάθηκε από τον Μπάνταμ. Αρκετές από τις σκηνές που είχε γυρίσει ο Μπρεστ παραμένουν στην τελική εκδοχή της ταινίας. Ο Τομ Μάνκιεβιτς είχε πει ότι έγραψε κάποιες πρόσθετες σκηνές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν.[6]

Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στην πολιτεία της Ουάσινγκτον και στο Κολοράντο.

Τα Παιχνίδια πολέμου πήγαν καλά στη Βόρεια Αμερική με εισπράξεις 79.567.667 δολαρίων, τις πέμπτες υψηλότερες του 1983.[1][7] Η ταινία επίσης προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο 36ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών.[8]

Η ταινία επαινέθηκε από τους κριτικούς. Ο Ρότζερ Ίμπερτ της έδωσε τα 4 στα 4 αστέρια, αποκαλώντας την «ένα εκπληκτικά ψυχαγωγικό θρίλερ» και «μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς μέχρι τώρα», με ένα «υπέροχο τέλος».[9] Το περιοδικό υπολογιστών Softalk ύμνησε την ταινία για την «τέλεια πρωτοτυπία» της: Αντίθετα με άλλες ταινίες για τους υπολογιστές, όπως το Τρον, που «θα μπορούσαν να υπάρξουν (και το κάνουν) στην ίδια ουσιαστικά φόρμα με κάποια άλλη υπόθεση, η ταινία Παιχνίδια πολέμου δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν δεν είχε υπάρξει ο μικροϋπολογιστής... Χρειάζεται αυτόν και τις τηλεπικοινωνίες ως δεδομένα του αμερικανικού τοπίου της μεσαίας τάξης». Το περιοδικό χαρακτήρισε την ταινία «...ατελείωτα επινοητική, ακριβώς στον στόχο της. Αυθεντική ακόμα και όταν γίνεται πολύ τραβηγμένη».[10] Το Computer Gaming World έγραψε ότι «τα Παιχνίδια πολέμου δείχνουν αρκετά ρεαλιστικά ώστε να ενοχλούν και αρκετά τρομακτικά ώστε να συναρπάζουν ... σε κάνουν να σκέφτεσαι, όπως και να αισθάνεσαι, σε όλη τη διάρκειά τους», και το συνέστησε σε «χομπίστες των υπολογιστών όλων των ειδών».[11] Ο Λήοναρντ Μάλτιν είχε ανάμικτες απόψεις και το απεκάλεσε «Συναγερμός θανάτου για τη γενιά του Pac-Man» και «ψυχαγωγική μέχρι ενός σημείου». Κατέληγε: «είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί ήταν τόσο δημοφιλης στα παιδιά: οι περισσότεροι από τους ενήλικες στην ταινία είναι ηλίθιοι.»[12] Σήμερα, ο ιστότοπος Rotten Tomatoes αναφέρει ότι το 93% των κριτικών του δείγματός του ήταν θετικές και ότι έχει μέση βαθμολογία 7,6 με άριστα το 10.[13]

Τα WarGames ήταν υποψήφια για τρία Βραβεία «Όσκαρ» : καλύτερης φωτογραφίας (Γουίλιαμ Φρέικερ), καλύτερης ηχοληψίας (Μάικλ Κόχουτ, Carlos Delarios, Aaron Rochin, Willie D. Burton) και καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου (Λώρενς Λάσκερ, Γουόλτερ Παρκς).[1][14] Η εταιρεία που δημιούργησε τις μεγάλες οθόνες οι οποίες έδειχναν την κατάσταση στο αρχηγείο της NORAD εφάρμοσε ένα νέο σχέδιο για τη μεγάλη αύξηση της φωτεινότητάς τους, έτσι ώστε να μπορούν να κινηματογραφηθούν ζωντανά[1], ενώ οι κινούμενες εικόνες τους παράχθηκαν από τον Κόλιν Καντγουέλον με υπολογιστές που έδειχναν μονόχρωμα γραφήματα, τα οποία κινηματογραφήθηκαν σε μεμονωμένα καρέ του φιλμ μέσα από διδαδοχικά έγχρωμα φίλτρα. Το κάθε καρέ χρειάσθηκε περίπου 1 λεπτό για να δημιουργηθεί και παράχθηκαν 15 χιλιόμετρα αρνητικού φιλμ σε διάστημα επτά μηνών.[15] Για το επίτευγμα αυτό, η εταιρεία τιμήθηκε με ειδικό Τεχνικό «Όσκαρ» (Academy Scientific and Technical Award).

Οι σκηνές με τον προσωπικό υπολογιστή του Λάιτμαν να τηλεφωνεί σε όλους τους αριθμούς του Σάνυβεϊλ δημιούργησαν τον όρο «war dialing» (παλαιότερα γνωστό ως «demon dialing»), μια τεχνική που μεταχειριζόταν ένα μόντεμ για τη «σάρωση» ενός καταλόγου τηλεφωνικών αριθμών για αναζήτηση άγνωστων συνδεδεμένων υπολογιστών, και εμμέσως στο σύγχρονο ανάλογό του, το «wardriving».[16]

Ο Πρόεδρος Ρήγκαν, ως άνθρωπος του κινηματογράφου και οικογενειακός φίλος του Λάσκερ, είδε την ταινία και συζήτησε την υπόθεσή της με μέλη του Κογκρέσου[1], με τους συμβούλους του και με τους αρχηγούς του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων. Το ενδιαφέρον του Ρήγκαν για την ταινία έχει αναφερθεί[17] ως παράγοντας για την έκδοση (18 μήνες αργότερα) της προεδρικής οδηγίας NSDD-145, της πρώτης στην ιστορία που αφορούσε την ασφάλεια των υπολογιστών.

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Brown, Scott (21 Ιουλίου 2008). «WarGames: A Look Back at the Film That Turned Geeks and Phreaks Into Stars». Wired. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2009. 
  2. Kaplan, Fred (2016-02-21). «Cybersecurity's Debt to a Hollywood Hack». The New York Times: σελ. AR24. https://www.nytimes.com/2016/02/21/movies/wargames-and-cybersecuritys-debt-to-a-hollywood-hack.html. Ανακτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2016. 
  3. Metro-Goldwyn-Mayer "WarGames 25th Anniversary Edition DVD"
  4. Takahashi, Dean (12 Αυγούστου 2008). «A Q&A that is 25 years late: David Scott Lewis, the mystery hacker who inspired the film "War Games"». VentureBeat. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2009. 
  5. Erickson, Hal. «Martin Brest: Biography». Allmovie. Ανακτήθηκε στις 15 Μαρτίου 2009. 
  6. Mankiewicz, Tom· Robert Crane (2012). My Life as a Mankiewicz: An Insider's Journey Through Hollywood. University Press of Kentucky. σελίδες 253–254. 
  7. «WarGames (1983)». Box Office Mojo. Internet Movie Database. Ανακτήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2010. 
  8. «Festival de Cannes: WarGames». festival-cannes.com. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2009. 
  9. Ebert, Roger (3 Ιουνίου 1983). «WarGames review». Chicago Sun-Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2010-12-22. https://www.webcitation.org/5v9yJw9dL?url=http://rogerebert.suntimes.com/apps/pbcs.dll/article?AID=%2F19830603%2FREVIEWS%2F306030301%2F1023. Ανακτήθηκε στις 2010-12-22. 
  10. «Games at War». Softline: σελ. 31–32. Ιούλιος–Αύγουστος 1983. http://www.cgwmuseum.org/galleries/index.php?year=1983&pub=6&id=12. Ανακτήθηκε στις 28 Ιουλίου 2014. 
  11. Wilson, Dr. Johnny L. (Ιούλιος–Αύγουστος 1983). «Movie Micro Review / "WarGames"». Computer Gaming World: σελ. 43. http://www.cgwmuseum.org/galleries/index.php?year=1983&pub=2&id=11. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουλίου 2014. 
  12. «23. WarGames (1983)». Leonard Maltin's Worst Ratings. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2016. 
  13. «WarGames (1983)». Rotten Tomatoes. Flixster. Ανακτήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2010. 
  14. «The 56th Academy Awards (1984) Nominees and Winners». oscars.org. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2011. 
  15. «Screen Art: War Games». hp9845.net. 
  16. Patrick S. Ryan (Καλοκαίρι 2004). War, Peace, or Stalemate: Wargames, Wardialing, Wardriving, and the Emerging Market for Hacker Ethics. Social Science Research Network. 
  17. Kaplan, Fred (2016-02-21): «Cybersecurity's Debt to a Hollywood Hack», The New York Times, σσ. AR24

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]