Παλάτι του Αντιόχου | |
---|---|
Είδος | ανάκτορο |
Αρχιτεκτονική | βυζαντινή αρχιτεκτονική |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 41°0′27″N 28°58′30″E |
Διοικητική υπαγωγή | Κωνσταντινούπολη |
Χώρα | Τουρκία |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το Παλάτι της Αντιόχου [1] ήταν ένα ανάκτορο των αρχών του 5ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Έχει ταυτιστεί με ένα παλάτι, που ανασκάφηκε τις δεκαετίες του 1940 και του 1950 κοντά στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, λείψανα του οποίου σώζονται ακόμη και σήμερα. Τον 7ο αιώνα ένα τμήμα του ανακτόρου μετατράπηκε σε εκκλησία, πιο σωστά σε μαρτύριο (δηλ.ένα ιερό μάρτυρα) στην Ἀγία Εὐφημία ἐν τῷ Ἱπποδρομίῳ, το οποίο επέζησε μέχρι την Παλαιολόγεια περίοδο.
Το ανάκτορο του Αντιόχου κατασκευάστηκε ως κατοικία για τον Αντίοχο, ευνούχο περσικής καταγωγής, ο οποίος είχε σημαντική επιρροή κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδόσιου Β' (β. 408–450). Ως κουβικουλάριος (υπεύθυνος του βασιλικού κοιτώνα), ήταν διδάσκαλος του νεαρού Αυτοκράτορα και τελικά ανέβηκε στη θέση τού praepositus sacri cubiculi και στον βαθμό του πατρικίου. [2] Η αυταρχική στάση και η κυριαρχία του στον νεαρό Αυτοκράτορα προκάλεσε την πτώση του (η ημερομηνία είναι αμφισβητήσιμη) από την Πουλχερία, αδελφή του Αυτοκράτορα, αλλά τού επιτράπηκε να επιστρέψει στο παλάτι του και να ζήσει εκεί. Παρέμεινε ενεργός στην πολιτική ζωή της πρωτεύουσας, έως ότου τελικά εξέπεσε από την εύνοια που είχε και έγινε κληρικός περί το 439. [3] Μετά από αυτό η ιδιοκτησίες του, συμπεριλαμβανομένου του παλατιού, κατασχέθηκαν από τον Αυτοκράτορα. [4]
Το παλάτι ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά το 1939, όταν ήλθαν στο φως τοιχογραφίες, που απεικονίζουν τη ζωή της Αγίας Ευφημίας βορειοδυτικά του Ιπποδρόμου. Περαιτέρω ανασκαφές το 1942 από τον Alfons Maria Schneider αποκάλυψαν μία εξαγωνική αίθουσα, που ανοίγει σε μία ημικυκλική στοά, ενώ οι ανασκαφές του 1951–52 υπό τον R. Duyuran αποκάλυψαν μία στήλη με την επιγραφή «Αντιόχου πραιποσίτου», η οποία επέτρεψε την ταυτοποίηση του τόπου. [4] [5] Με βάση τις σφραγίσεις στους πλίνθους που βρέθηκαν στην τοποθεσία, ο J. Bardill προτείνει ημερομηνία κατασκευής όχι νωρίτερα από το 430. [6]
Η Εκκλησία της Αγίας Ευφημίας στον Ιππόδρομο (γνωστή και ως ευρισκόμενη στα Αντιόχου, δηλ. "στη συνοικία, στα παλάτια του Αντιόχου" [4]) ιδρύθηκε στην εξαγωνική αίθουσα πιθανώς κάποια στιγμή στις αρχές του 7ου αιώνα, όταν η αρχική εκκλησία στη Χαλκηδόνα καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των περσικών εισβολών των Σασσανιδών και τα λείψανα μεταφέρθηκαν για ασφάλεια στην Κωνσταντινούπολη. [7] [8] Αρχικά το δυτικό παρεκκλήσιο είχε τοιχογραφίες, που απεικόνιζαν το μαρτύριο της Αγίας Ευφημίας και το ιερό είχε ουρανό με θόλο. [9] Κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας το κτίριο εκκοσμικεύτηκε και φέρεται να μετατράπηκε σε αποθήκη όπλων και κοπριάς. [10] Σύμφωνα με την παράδοση, τα οστά της Αγίας διατάχθηκε να πεταχτούν στη θάλασσα από τον Αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο (β. 717-741) ή από τον γιο του, τον Κωνσταντίνο Ε΄ (β. 741-775). Ωστόσο σώθηκαν από δύο ευσεβείς αδελφούς και μεταφέρθηκαν στη Λήμνο, από όπου τα επέστρεψαν το 796, μετά το τέλος της πρώτης περιόδου της Εικονομαχίας, από την Αυτοκράτειρα Ειρήνη (β. 797–802). [11] Η εκκλησία επέζησε μέχρι το τέλος της Ρωμανίας και ανακαινίστηκε στα τέλη του 13ου αι. με τοιχογραφίες Παλαιολόγειας τεχνοτροπίας.
Το αρχικό παλάτι αποτελείται από δύο τμήματα, ένα νότιο και ένα βόρειο. Το νότιο, απρόσιτο στο κοινό σήμερα, έχει μία μεγάλη αψιδωτή εξαγωνική αίθουσα, που αργότερα μετατράπηκε σε εκκλησία της Αγίας Ευφημίας, που συνδέεται με μία ευρεία ημικυκλική στοά, διαμέτρου περίπου 60 μ. και περικλείει μία αυλή στρωμένη με μαρμαρόπλακες. [4] Η εξαγωνική αίθουσα αρχικά χρησίμευε πιθανώς ως τραπεζαρία (τρίκλινο, αίθουσα συμποσίων). Η διάμετρος της αίθουσας είναι περίπου 20 μ., με κάθε πλευρά του εξαγώνου 10.4 μ. Κάθε πλευρά έχει μία αψιδωτή κόγχη, πολυγωνική στο εξωτερικό και ημικυκλική στο εσωτερικό, καθεμία με 7,65 μ. πλάτος και 4,65 μ. βάθος, με έναν ημικυκλικό πάγκο (stibadium, σε σχήμα C) και ένα τραπέζι. [12] Κάθε αψίδα είχε επίσης μία πόρτα, που επικοινωνούσε με μικρά κυκλικά δωμάτια, που βρίσκονται ανάμεσα στις αψίδες. Μία μαρμάρινη πισίνα βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας, ένα κοινό χαρακτηριστικό στην Ύστερη Αρχαιότητα. Το εξαγωνικό τρίκλινο πλαισιώνεται από άλλα δωμάτια, ομαδοποιημένα κατά μήκος της εξωτερικής καμπύλης της μεγάλης στοάς, συμπεριλαμβανομένου ενός περίτεχνου προθαλάμου με ένα κυκλικό δωμάτιο στο κέντρο του.
Το βόρειο τμήμα, που βρίσκεται μεταξύ του δρόμου που πήγαινε γύρω από τον δυτικό τοίχο του Ιππόδρομου και της Μέσης Οδού, μέχρι πρόσφατα αναγνωριζόταν ως Παλάτι του Λαύσου. [4] Αποτελείτο από μία μεγάλη Ροτόντα διάμετρου 20 μ. με 8 κόγχες στον τοίχο, που φαίνεται να λειτουργούσε ως αίθουσα ακροάσεων για τον Αντίοχο. Συνδεόταν στα ανατολικά με μία ημικυκλική στοά, ανοιχτή στον δρόμο στην πλευρά του Ιπποδρόμου. Ένα μικρό λουτρό, επίσης προσβάσιμο από τον δρόμο, βρισκόταν δίπλα στη νότια πλευρά της στοάς. Τον 5ο αιώνα, όταν το παλάτι έγινε Αυτοκρατορική ιδιοκτησία, προστέθηκε ένας επιμήκης διάδρομος στα δυτικά της Ροτόντας, προσπελάσιμος μέσω ενός προθάλαμου με δύο άκρες. Το σχήμα του δείχνει τη χρήση του ως τρίκλινου. Ήταν μήκους 52,5 μ. και πλάτους 12.4 μ. με μία κόγχη στο τέλος του, ενώ τον 6ο αιώνα προστέθηκαν 6 αψίδες σε κάθε μία από τις μακρές πλευρές του.
Όταν η εξαγωνική αίθουσα μετατράπηκε σε εκκλησία, έγιναν πολλές τροποποιήσεις. Το Βήμα τοποθετήθηκε στα δεξιά της αρχικής εισόδου, στη νοτιοανατολική αψίδα και μια άλλη είσοδος άνοιξε στην απέναντι αψίδα. Η αρχική πύλη παρέμεινε σε χρήση, αλλά στένεψε κάποια στιγμή αργότερα. Δύο ακόμη πύλες άνοιξαν στις δύο βόρειες κυκλικές αίθουσες, στις οποίες προσαρτήθηκαν τελικά δύο μαυσωλεία. [12]
Οι ανασκαφές αποκάλυψαν τα ερείπια του συνθρόνου (καθίσματα για τον κλήρο, καθέδρες), το θεμέλιο του βωμού, το χώρισμα του τέμπλου και τον σολέα (το υπερυψωμένο επίπεδο του Βήματος). Δεν σώζεται καμία ένδειξη άμβωνα, αλλά η παρουσία του είναι δυνατή, σύμφωνα με άλλες πρώιμες βυζαντινές εκκλησίες της πόλης. [12] Τα περισσότερα από αυτά τα γλυπτά υπολείμματα εμφανίζουν τυπικά χαρακτηριστικά του 6ου αιώνα, όπως μαρμάρινα ανάγλυφα επικαλυμμένα με γυαλί, αλλά το επιστύλιο χρονολογείται από την αναστήλωση της εκκλησίας το 797.
Μία σειρά τοιχογραφιών, που χρονολογούνται στα τέλη του 13ου αιώνα, σώζονται στον νοτιοδυτικό τοίχο της εκκλησίας και μπορεί να ιδωθούν πίσω από ένα προστατευτικό γυαλί. Δεκατέσσερεις από αυτές σχηματίζουν ένα σύνολο, που αφηγείται τη ζωή και το μαρτύριο της Αγίας Ευφημίας, ενώ μία άλλη τοιχογραφία απεικονίζει το μαρτύριο των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων της Σεβάστειας, ένα θέμα μοναδικό ανάμεσα στις εκκλησίες της πρωτεύουσας. [12]