Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ΄ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Μητροπολίτης Γερμανός (Ελληνικά) |
Γέννηση | 25 Μαρτίου 1771[1] Δημητσάνα Αρκαδίας |
Θάνατος | 30 Μαϊου 1826 (55 ετών) Ναύπλιο |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα[2] |
Σπουδές | Πατριαρχική Σχολή Ξηροκρήνης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Συγγενείς | Περικλής Καλαμογδάρτης |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών πληρεξούσιος Φιλικός επίσκοπος |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός (Δημητσάνα Αρκαδίας, 25 Μαρτίου 1771 - Ναύπλιο, 30 Μαΐου 1826) ήταν Έλληνας ιεράρχης, μητροπολίτης Παλαιών Πατρών[3] και ένας από τους πρωταγωνιστές ιεράρχες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με διπλωματική και πολιτική δράση.
Γεννήθηκε στη Δημητσάνα, γιος του Ιωάννη Γκόζια, χρυσοχόου και αγρότη και της Κανέλας Κουκουζή ή Κουκουζοπούλου, ενώ το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Οι γονείς του ήταν φτωχοί και άσημοι, ώστε δεν είναι με ακρίβεια γνωστό το επώνυμο του πατέρα του, αφού σε διάφορες βιογραφίες έχει εμφανιστεί ως Κοτζάς, ή Κοντζιάς, ή Κόζιας, ή Γκόζιας, ή Κοζής, ενώ ο ίδιος ο πατέρας του υπέγραφε ενίοτε και ως Ιωάννης Δημητρίου. Είχε έναν αδελφό και τέσσερεις αδελφές. Η πατρική του οικία ήταν στη θέση "Κάστρο" της Δημητσάνας, λέγεται δε ότι όταν ο Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε τη Δημητσάνα κατά την εποχή του Όθωνα, επισκέφθηκε και το σπίτι του Γερμανού και ασπάσθηκε την εξώπορτα σε ένδειξη σεβασμού.[4]
Φοίτησε αρχικά στη φημισμένη Σχολή Δημητσάνας, στο Άργος και μετέπειτα στη Σχολή της Σμύρνης. Χειροτονήθηκε διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Γερμανός από τον Μητροπολίτη Άργους και Ναυπλίου Ιάκωβο. Στις αρχές του 1797 μετέβη στη Σμύρνη και υπηρέτησε δίπλα στον μητροπολίτη Γρηγόριο που ήταν συμπατριώτης και θείος του (ο μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄), τον οποίον και ακολούθησε στη Κωνσταντινούπολη και στη μετέπειτα εξορία του στο Άγιο Όρος, γενόμενος αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Κυζίκου Ιωακείμ. Την εποχή εκείνη ανέλαβε να διευθετήσει τις διαφορές που υπήρχαν στις σταυροπηγιακές μονές της Πελοποννήσου όπου και έφερε επιτυχώς σε πέρας κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του ανώτερου κλήρου σε βαθμό τέτοιο που επί μια επταετία διεκπεραίωνε όλες τις υποθέσεις των απόντων από την Κωνσταντινούπολη Αρχιερέων.
Κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα στην περίφημη Πατριαρχική Σχολή Ξηροκρήνης. Το 1804, ο Γερμανός συμμετείχε σε μια ομάδα από καθηγητές και μαθητές της Πατριαρχικής Σχολής Ξηροκρήνης, η οποία επιμελήθηκε και εξέδωσε ελληνικό λεξικό, το οποίο αργότερα χαρακτηρίστηκε ως «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης».[5][6]
Στις αρχές του 1806 επί πατριαρχίας του Γρηγορίου, χειροτονήθηκε επίσκοπος και εκλέχθηκε μητροπολίτης Παλαιών Πατρών όπου και ανέλαβε καθήκοντα (ενθρόνιση) τον Μάιο του ίδιου έτους με ιδιαίτερη εντολή να καθησυχάσει τα πνεύματα των εκεί Χριστιανών σε μια προσπάθεια αναμόρφωσης, μετά τους τρομερούς πατριαρχικούς αφορισμούς κατά των Κλεφτών που είχαν επιδράσει δυσμενώς. Έτσι ο νέος ιεράρχης επεδειξε μία αξιοθαύμαστη λεπτή διπλωματία που δεν άργησε να καταξιωθεί επ΄ αυτού και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των τότε "ραγιάδων" αλλά και των Τούρκων του Μωριά. Πολλές φορές μέχρι το τέλος της ζωής του κλήθηκε ως δικαστής (κριτής) να επιλύσει διαφορές μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων προυχόντων ή και μεταξύ Ελλήνων ομοίως όπως μεταξύ των Νοταραίων και του Κιαμήλ Μπέη στη Κορινθία ή των Σισίνηδων μετά του Σαΐτ Αγά Λαλαίου στην Ηλεία. Παράλληλα την περίοδο 1815-1817 υπήρξε μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Από το 1818 διέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στη Πελοπόννησο. Το Νοέμβριο του 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα. Ο Γερμανός συνέστησε τον Πελοπίδα στους Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντο οι οποίοι επίσης μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία, ενώ ο ίδιος εμύησε διάφορους ιερωμένους και οπλαρχηγούς όπως τον Χαριουπόλεως Βησσαρίωνα, τον Κερνίτζης Προκόπιο κ.ά.
Ουσιαστικά η δράση του Παλαιών Πατρών Γερμανού στη προετοιμασία της επικείμενης Επανάστασης ξεκίνησε από τις αρχές του επόμενου έτους της μύησής του όπου και άρχισε τις επαφές με τους Φιλικούς των Πατρών Ι. Βλασόπουλο, που την εποχή εκείνη ήταν πρόξενος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στη Πάτρα και Ι. Παπαρρηγόπουλο, πρώτο γραμματέα, διερμηνέα, του ρωσικού προξενείου στην ίδια πόλη, ενεργώντας υπό τη σκιά των διαφόρων ειδήσεων περί του Αλή Πασά (1820) την προετοιμασία του Αγώνα. Ο Γερμανός σε συνεργασία με τους Παπαρρηγόπουλο και Βλασόπουλο κατώρθωσε να πείσει τον Αλή να συνεχίσει τον αγώνα του κατά του Σουλτάνου και ότι δήθεν μεσολαβούσε προς τη Ρωσία ώστε αυτή να υποστηρίξει τον Αλή.
Πρωτοστάτησε στη δημιουργία μιας πολιτικής οργάνωσης και τη συγκέντρωση χρημάτων για την προετοιμασία της επανάστασης. Οι μυστικές αυτές κινήσεις γίνονταν υπό τον συνθηματικό τίτλο της "ίδρυσης επιστημονικής σχολής" και έτσι αναφέρονταν στην αλληλογραφία. Σώζεται κατάλογος ιδιόγραφος από τον Γερμανό με τα ονόματα των 31 προσωπικοτήτων της Πελοποννήσου και τις συνεισφορές τους υπέρ της «κοινής επιστημονικής σχολής». Εκεί αναφέρεται ότι "Ο άγιος Παλαιών Πατρών κυρ-Γερμανός αφιεροί εις το σχολείον έν μούλκι", δηλ. κτήμα, που απέφερε ετήσιο εισόδημα 2.000 γρόσια.[7]
Αρχές Ιανουαρίου του 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υπέβαλλε προς τη Φιλική Εταιρεία τους "Στοχασμούς των Πελοποννησίων περί καλού συστήματος", όπου περιέγραφε την οργάνωση της Φιλ. Εταιρείας στην Πελοπόννησο. Σε απάντηση ο Αλέξανδρος Υψηλάντης που είχε στο μεταξύ αναλάβει αρχηγός του Αγώνα, μαζί με κάποιες οδηγίες τον διόρισε μέλος της Παμπελοποννησιακής Εταιρείας. Κατόπιν αυτού αλλά και της είδησης περί της δολοφονίας του Φιλικού Κ. Καμαρηνού ο Γερμανός ξεκίνησε άμεση δράση για προετοιμασία εξέγερσης που την απέδιδε σε προσωπική σπουδή του Α. Υψηλάντη.[εκκρεμεί παραπομπή]
Περί τα τέλη του 1820 έφτασε στην Πελοπόννησο ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας με οδηγίες και έγγραφα και με τη διάθεση να ξεσηκώσει την επανάσταση το συντομότερο. Ο Γερμανός και οι πρόκριτοι θεώρησαν πρόωρο και επικίνδυνο το ξεκίνημα της επανάστασης στις αρχές του 1821. Στη μυστική συνέλευση της Βοστίτσας, (στις 20 - 30 Ιανουαρίου του 1821), ο Γερμανός διατύπωσε τις επιφυλάξεις του για την ετοιμότητα για έναρξη της επανάστασης, αμφισβητώντας τα επιχειρήματα του Παπαφλέσσα με συνέπεια να έρθει σε σύγκρουση. Από τα απομνημονεύματά του φέρεται, εκείνη την περίοδο, να ήταν ιδιαίτερα διστακτικός, ζητώντας προηγουμένως την επαλήθευση των διάφορων φημών περί της πραγματικής στάσης της Ρωσίας, όπως και άλλων δυνάμεων της Ευρώπης.
Όταν όμως άρχισε να υποψιάζεται ότι οι Τούρκοι έχουν πάρει είδηση περί τής προετοιμασίας του Αγώνα και ειδικά όταν ο Καϊμακάμης της Τριπολιτσάς, Μεχμέτ Σαλίχ, στα μέσα Φεβρουαρίου, καλούσε όλους τους προύχοντες και αρχιερείς της Πελοποννήσου σε μια σύσκεψη δήθεν για επείγοντα ζητήματα, (στη πραγματικότητα για να τους συλλάβει και να τους κρατήσει ομήρους, όπως αποδείχθηκε), πρώτος αυτός συνέστησε να μην υπακούσουν διότι πλησίαζε ο χρόνος εκδήλωσης της επανάστασης. Με διάφορα τεχνάσματα κατόρθωσε να κερδίσει χρόνο και να παρατείνει την παραμονή του ιδίου και των άλλων προυχόντων σε ασφαλή μέρη έως την έναρξη της Επανάστασης.
Την 7 Μαρτίου 1821, μαζί με τους επίσκοπο Προκόπιο, Σωτ. Χαραλάμπη, Ανδρέα Ζαΐμη, Ασημάκη Φωτήλα και Σωτ. Θεοχάρους από τα Καλάβρυτα αποστέλλει επιστολή προς τον Κανέλλο Δεληγιάννη στα Λαγκάδια, με την οποία του γνωστοποιεί ότι δεν θα πάνε στην Τριπολιτσά γιατί κινδυνεύουν, ότι πλησιάζει ο καιρός της εξέγερσης και ότι η Ρούμελη είναι έτοιμη και περιμένει οδηγίες τους.[9] Ο ίδιος και άλλοι προύχοντες της Αχαΐας, όπως ο επίσκοπος Κερνίκης Προκόπιος και οι πρόκριτοι Ανδρ. Ζαΐμης, Ασημ. Ζαΐμης, Ασημ. Φωτήλας, Σωτ. Χαραλάμπης και Σωτ. Θεοχαρόπουλος, την 9 Μαρτίου σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Γερμανού, συγκεντρώθηκαν στην Αγία Λαύρα, εκτεθειμένοι όμως όλοι οριστικά στους Τούρκους με τον να μην υπακούσουν και μεταβούν στην Τρίπολη.
Ως ημέρα έναρξης της Επανάστασης είχε οριστεί η 25η Μαρτίου[10][11][12][13], πράγμα που ανέμεναν και ξένοι ανταποκριτές.[14] Ωστόσο, τα πρώτα χτυπήματα κατά μεμονωμένων Τούρκων σημειώθηκαν νωρίτερα σε διάφορα σημεία της Πελοποννήσου. Στις 21 Μαρτίου σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς έληξε η πολιορκία των Τούρκων των Καλαβρύτων[15][16]. Σύμφωνα με τον ιστορικό Δ. Κόκκινο στις 21 Μαρτίου οι Έλληνες επιτέθηκαν εναντίων των Τούρκων των Καλαβρύτων και τους ανάγκασαν να παραδοθούν μετά από σύντομη αντίσταση [17]. Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή οι Τούρκοι παραδόθηκαν περίπου στις 24 ή 25 Μαρτίου[18]. Ο ίδιος ο Π. Πατρών Γερμανός, στα απομνημονεύματά του αναφέρει την κατάληψη των Καλαβρύτων μετά από τις πρώτες αψιμαχίες στην Πάτρα και την κατάληψη της Καλαμάτας, γράφοντας ότι οι Τούρκοι παραδόθηκαν με συνθήκες μετά από μερικών ημερών αντίσταση.[19]
Περίπου τις ίδιες μέρες και μετά από την απελευθέρωση των Καλαβρύτων, με τέχνασμα του Α. Λόντου παραδίδεται αμαχητί το Αίγιο, αφού προηγουμένως οι λίγοι Τούρκοι κάτοικοί του έφυγαν με βάρκες για τη Φωκίδα[20]. Στις 23 Μαρτίου απελευθερώθηκε η Καλαμάτα, επίσης αμαχητί.
Τον ίδιο καιρό (αρχές τρίτου δεκαήμερου του Μαρτίου) οι Τούρκοι της Πάτρας σταδιακά κλείστηκαν στο φρούριο το οποίο πολιορκήθηκε από τους επαναστάτες. Επειδή οι τελευταίοι δεν ήταν καλά οπλισμένοι, οι Τούρκοι κατάφερναν να κάνουν εξόδους και να πυρπολούν σπίτια, ενώ κανονιοβολούσαν και από το φρούριο. Έτσι οι Πατρινοί έγραψαν στα Νεζερά στον Π.Π. Γερμανό ζητώντας βοήθεια, ο οποίος μετέβη εκεί όπου στις 22 ή 23 -ή 25 Μαρτίου κατά τον Πουκεβίλ και άλλες πηγές[21]- στη πλατεία του Αγίου Γεωργίου ευλόγησε τους συγκεντρωμένους αγωνιστές και τα όπλα.
Κατά τον ξεσηκωμό της Πάτρας στις 22 Μαρτίου του 1821 και σύμφωνα με τις αναφορές του ανθέλληνα πρέσβη της Μεγάλης Βρετανίας στο Μοριά, που είχε έδρα την Πάτρα, Φίλιπ Γκρην, και που βοηθούμενος με σπείρα κατασκόπων υποδαύλιζε εξ αρχής τις ανησυχίες των Τούρκων υπερασπιζόμενος την οθωμανική κυριαρχία,[22] ο Γερμανός, βρισκόταν στην περιοχή των Καλαβρύτων, προκειμένου να αποφύγει την παράδοσή του στην Τριπολιτσά.[23]
Φθάνοντας στην Πάτρα, κατά ορισμένες πηγές το απόγευμα της 25 και κατ' άλλους στις 26 Μαρτίου, και συνεχιζόμενης της πολιορκίας του κάστρου όπου είχαν εγκλειστεί οι Τούρκοι, ο Γερμανός κήρυξε την Επανάσταση και είχε μια συνάντηση με τους ξένους πρόξενους (Πουκεβίλ Γαλλίας και Γκρην Μεγάλης Βρετανίας). Ως πρόεδρος της επαναστατικής Αρχής της Αχαΐας, του λεγόμενου Αχαϊκού Διευθυντηρίου επέδωσε επαναστατικό μανιφέστο με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1821[24]. Στο μανιφέστο εκείνο, αφού τόνιζε ότι «αποφασίσαμεν σταθερώς ή ν' αποθάνωμεν όλοι, ή να ελευθερωθόμεν», καλούσε τους προξένους, ώστε οι χώρες τους «να παρέχουν την εύνοια και την προστασία τους» (Το πιο πάνω βιβλίο περιέχει μεταφρασμένο αντίγραφο του μανιφέστου). Η μαρτυρία του Βρετανού προξένου έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί επιβεβαιώνει όλα τα γεγονότα που αναφέρει ο Πουκεβίλ στη γνωστή ιστορία του της Ελληνικής επανάστασης, παρόλο ότι τηρούσε, ως γνωστό, καθαρά φιλοτουρκική στάση.
Κατά μια άλλη πηγή, στις 26 Μαρτίου, και ενώ πρακτικά δεν υπήρχε άλλη κεντρική Αρχή των επαναστατών, ο Γερμανός, μαζί με τον επίσκοπο Καλαβρύτων Προκόπιο και τους Ανδρέα Ζαΐμη, Ανδρέα Λόντο και Μπενιζέλο Ρούφο επέδωσε στους ξένους διπλωμάτες των Πατρών την ακόλουθη διακήρυξη:[25]
"Ημείς, το Ελληνικόν Έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει τον όλεθρον εναντίον μας, ... απεφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν. Και τούτου ένεκα, βαστούμε τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματά μας. Όντες λοιπόν βέβαιοι ότι όλα τα Χριστιανικά Βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας και όχι μόνον δεν θέλουν μας εναντιωθή, αλλά και θέλουν μας συνδράμει, και ότι έχουν εις μνήμην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησαν ποτέ ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, διά τούτο ειδοποιούμεν την Εκλαμπρότητά σας και σας παρακαλούμεν να προσπαθήσετε να είμεθα υπό την εύνοιαν και προστασίαν του υμετέρου μεγάλου κράτους. 1821 Μαρτίου 26."
Σύμφωνα με μια ευρέως διαδεδομένη εξιστόρηση των γεγονότων, στις 25 Μαρτίου του 1821 ο Γερμανός ύψωσε τη σημαία του αγώνα και κήρυξε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, που χρησιμοποιούνταν ως σημείο συγκέντρωσης προεστών, οπλαρχηγών και κληρικών την περίοδο αυτή.
Σχετική είναι και μια επαναστατική-θρησκευτική ομιλία του Γερμανού που δημοσιεύεται στη γαλλική εφημερίδα Le Constitutionnel, στο φύλλο της 6ης Ιουνίου 1821 (Γρηγοριανό ημερολόγιο). Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο μητροπολίτης "Γερμανικός" εκφώνησε στις 8 (20) Μαρτίου επαναστατική ομιλία στη Μονή Αγίας Λαύρας του όρους "Βελίν" (αντί "Βελιά").[27] Η ίδια ομιλία δημοσιεύεται και στους Times του Λονδίνου την 11-6-1821.[28] και στην αμερικανική Nile's Register της 4-8-1821.[29] Κατά τον ιστορικό Β. Κρεμμυδά, η ομιλία αυτή δεν συνέβη "τουλάχιστον, στο χρόνο και στο χώρο που αναφέρεται". Κατ' αυτόν η συγκεκριμένη ομιλία πλάστηκε από το Γάλλο φιλέλληνα Φρανσουά Πουκεβίλ σε συνεργασία με τον αδερφό του, Ούγο, που ήταν πρόξενος στην Πάτρα την εποχή της έναρξης της Επανάστασης και πιθανώς και με τον Γερμανό. Κριτικές προσεγγίσεις του γεγονότος εικάζουν ότι η είδηση ήταν ψευδής και είχε στόχο την αμοιβαία ωφέλεια των δύο πλευρών. Ο Κρεμμυδάς δεν αποκλείει ότι ο Γερμανός εκφώνησε άλλες επαναστατικές ομιλίες σε διάφορες ημερομηνίες.[30]
Στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης που εξέδωσε ο Πουκεβίλ το 1824 αφηγήθηκε με λεπτομέρειες την κήρυξη της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα από το Γερμανό χωρίς ακριβή ημερομηνία, αναφέροντας απλώς ότι έγινε αφού ο Γερμανός πληροφορήθηκε τη φυγή των Τούρκων από την ορεινή Αχαΐα (Καλάβρυτα).[31][32] Πιστεύεται ότι αυτό έγινε μερικές ημέρες πριν την κάθοδό του στην Πάτρα το βράδυ της 25ης Μαρτίου[33]. Σύμφωνα με μαρτυρία του Άγγλου προξένου στην Πάτρα Philip James Green, Τούρκοι προερχόμενοι από τα Καλάβρυτα, που έφτασαν στην Πάτρα στις 23 Μαρτίου (4 Απριλίου), μετέφεραν την είδηση ότι οι Έλληνες εκεί είχαν πάρει τα όπλα. Ο Green επίσης αναφέρει την ίδια μέρα ότι στην Πάτρα με αγωνία περιμένουν τον Γερμανό ο οποίος έχει αναγορευθεί σε γενικό αρχηγό.[34]
Ο Πουκεβίλ αναφέρει επίσης την τέλεση θρησκευτικής λειτουργίας από τον Γερμανό σε ένα ερημικό παρεκκλήσιο κοντά στην Πάτρα, λίγο πριν την είσοδό του στην πόλη. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι ο λαός επαναλάμβανε το Τρισάγιο, το οποίο αντηχούσε στα τείχη του κάστρου της Πάτρας.[35]
Η σκηνή της κήρυξης της Επανάστασης την 25 Μαρτίου περιγράφεται με λεπτομέρειες από τον αγωνιστή Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο σε επετειακή ομιλία του στην Αγία Λαύρα.[36]
Κάποιοι ιστορικοί, βασιζόμενοι σε προσωπικά αρχεία οικογενειών επαναστατών, υποστηρίζουν ότι σε συνάντηση στην Αγία Λαύρα στις 17 Μαρτίου, ο Γερμανός τέλεσε δοξολογία και ορκωμοσία όπου όρκισε προεστούς και επισκόπους του Μοριά που βρίσκονταν εκεί για τον εορτασμό του αγίου Αλεξίου, πολιούχου των Καλαβρύτων.
Στα απομνημονεύματα του Γερμανού, σε μη ακριβώς προσδιοριζόμενη ημερομηνία αλλά πάντως μετά την 21 Μαρτίου, αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της Πάτρας έγραψαν προς τον Γερμανό στα Νεζερά (Επαρχία Καλαβρύτων) να έλθει προς βοήθειά τους.[37]
Μια παρόμοια σκηνή ορκωμοσίας αγωνιστών υπό τον Π.Π. Γερμανό σχεδιάστηκε το 1836 από τον Βαυαρό ζωγράφο και γλύπτη Λούντβιχ Σβάνταλερ, βασισμένο σε διηγήσεις πρωταγωνιστών του Αγώνα. Ωστόσο, η εικόνα περιγράφεται ως "ορκωμοσία στη Βοστίτσα", κάτι που δεν αναφέρεται από άλλες πηγές. Το σκίτσο αυτό χρησίμευσε σαν πρότυπο για την εικονογράφηση της Αίθουσας των Τροπαίων του Ανακτόρου του Όθωνα (σημερινή Αίθουσα Ελ. Βενιζέλου της Βουλής των Ελλήνων). Το πρωτότυπο φυλάσσεται στο Μουσείο του Μονάχου ενώ η αντίστοιχη τοιχογραφία υπάρχει στη Βουλή μετά από ανακαίνιση. Μεταφέρθηκε ζωγραφικά στο Ανάκτορο από τον ζωγράφο Κ. Σράουντολφ το 1842 με βάση συμβόλαιο εκτέλεσής του που σώζεται στα Γ.Α.Κ. όπου αναφέρεται ρητά ότι η ορκωμοσία των Αγωνιστών έγινε από τον Π. Π. Γερμανό. Κατά τον καθηγητή ιστορίας της τέχνης Μ. Παπανικολάου η σκηνή αυτή είναι πραγματικό γεγονός και όχι θρύλος και δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί.[38]
Στα απομνημονεύματά του ο Γερμανός δεν αναφέρει τέλεση Δοξολογίας ούτε στην Αγία Λαύρα ή τη Βοστίτσα, ενώ γενικώς δεν αναφέρει ότι τέλεσε καμία ιερουργία σε όλο το χρονικό διάστημα που καλύπτουν τα απομνημονεύματα. Δεν αναφέρει ούτε την τελετή ορκωμοσίας που τέλεσε στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Πάτρα, ίσως για να μη θεωρηθεί δοξομανής ή γιατί δεν το θεώρησε σημαντικό. Αυτό έκανε μερικούς ιστορικούς, που γενικά αμφισβητούν το ρόλο του ανωτέρου κλήρου στην Επανάσταση, να αμφισβητήσουν το ρόλο του Γερμανού όχι μόνο στην Αγία Λαύρα αλλά και στην Πάτρα.[39]
Ωστόσο είναι γνωστό από άλλες πηγές ότι τελούσε και τα ιερατικά του καθήκοντα και μάλιστα ότι περί την έναρξη της Επανάστασης διένεμε τις πολεμικές σημαίες και ευλογούσε τους αγωνιστές.[40][41][42]
Σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές εφημερίδες του 1821 δημοσιεύονταν ειδήσεις για την κήρυξη της Επανάστασης από τον Γερμανό (κάποιες φορές με το όνομά του λανθασμένο) είτε στις 25 Μαρτίου (6 Απριλίου) είτε σε άλλες ημερομηνίες είτε χωρίς ημερομηνία.
Η αμερικανική Southern Recorder της 24 Ιουλίου 1821, σε είδηση που ήρθε από το Παρίσι την 25 Μαΐου (νέο ημ.) αναφέρει τον Γερμανό ως "Αρχιεπίσκοπο Gerveaux" ο οποίος τη νύχτα της 6 Απριλίου (25 Μαρτίου παλ. ημ/γιο), σαν προστάτης του ελληνικού πληθυσμού διεκήρυξε στην Πάτρα "Σεβασμός στους Πρέσβεις - Βοήθεια στους Χριστιανούς - Θάνατος στους Τούρκους". Επίσης αναφέρει ότι ο Σταυρός υψώθηκε σαν σημείο εξέγερσης και ότι οι Έλληνες σφαγίαζαν τους Τούρκους όπου τους εύρισκαν.[43]
Η γαλλική εφημερίδα Journal de Savoie, σε ανταπόκριση της 25 Μαΐου 1821 από τη Βιένη, αναφέρει:[44]
Στη γαλλική Constitutionnel την 6-6-1821[45] και τους Times του Λονδίνου την 11-6-1821 δημοσιεύεται η επαναστατική ομιλία του Γερμανού της 8/20 Μαρτίου. Εκεί αναφέρεται ως "Γερμανικός" (βλ. Ομιλία Π. Πατρών Γερμανού στην Αγία Λαύρα (8/20 Μαρτίου 1821)).
Στην αυστριακή Österreichischer Beobachter και την ιταλική Gazzetta di Milano αναφέρεται η έλευση του Γερμανού στην Πάτρα και η ύψωση της επαναστατικής σημαίας σε πλατεία της πόλης. Ο ίδιος αναφέρεται ως στρατιωτικός αρχηγός.[46] Η ιταλική Giornale della provincia Bresciana αναφέρει ότι σύμφωνα με πληροφορίες καπετάνιου που έφυγε από την Πάτρα την 27 Μαρτίου (παλ. ημ.) οι επαναστάτες οδηγούμενοι από τον Γερμανό ξεσηκώθηκαν την 1η Απριλίου (20 Μαρτ.) και ότι ο ίδιος εισήλθε στην Πάτρα την 7 Απριλίου (26 Μαρτίου).[47] Η ίδια εφημερίδα, στο φύλλο της 22 Ιουνίου αναφέρει ότι ο Γερμανός, ως ηγέτης των επαναστατών, λόγω της αναταραχής που επικρατούσε στην Πάτρα, προσέφερε σωματοφύλακες για τη φύλαξη των ξένων διπλωματών.[48] Η Gazette de Lausanne την 5 Σεπ. 1826 επιβεβαιώνει τον θάνατο του Γερμανού και αναφέρει ότι "ήταν ο πρώτος μεταξύ των χριστιανών Ελλήνων που ύψωσαν την ιερή σημαία του Σταυρού το 1821".[49]
Το καλοκαίρι όταν στις 19 Ιουνίου ο πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου Δημήτριος Υψηλάντης αποβιβάστηκε στο Άστρος και κατευθύνθηκε στο στρατόπεδο που πολιορκούσε τη Τριπολιτσά γενόμενος μετά ενθουσιασμού δεκτός ως γενικός πληρεξούσιος του συνόλου των αγωνιστών, άρχισαν σχεδόν αμέσως οι διάφορες αντιδράσεις και έριδες των προεστών της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Μάταια προσπαθούσε ο Δ. Υψηλάντης να επιφέρει την ομόνοια ζητώντας την αρχιστρατηγία με σύμπραξη Βουλής εκλεγμένης εμμέσως από τις επαρχίες. Η δε Γερουσία όμως δεν ήθελε να χάσει τα δικαιώματα να ελέγχει και αυτή τα στρατιωτικά. Αυτό είχε ως συνέπεια την αποχώρηση του Υψηλάντη από το στρατόπεδο. Τότε κλήθηκε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός να μεσολαβήσει για την επίλυση της διαφοράς πλην όμως δεν το κατόρθωσε μέχρι που εξαναγκάσθηκε η Γερουσία να δεχθεί τους όρους του Υψηλάντη αλλά με δημιουργία τριανδρίας, γεγονός που επέφερε νέα διένεξη.
Τον Μάιο του 1821 συμμετείχε στη Συνέλευση των Καλτεζών στην Αρκαδία. Στα απομνημονεύματά του, ενώ αναφέρει τη Συνέλευση, δεν αναφέρει τη δική του συμμετοχή.[50]
Τον Δεκέμβριο του 1821 συμμετείχε στην Α' Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο, συμμετοχή την οποία δεν αναφέρει στα απομνημονεύματά του. Το 1822 κλήθηκε να συμβιβάσει τους Δεληγιανναίους με τον Πλαπούτα οι οποίοι βρίσκονταν σε έριδα στρατιωτικής υφής, χωρίς να το επιτύχει.
Ο Καλλίνικος Καστόρχης που εξέδωσε τα απομνημονεύματά του, αποδίδει στον Γερμανό την πρώτη ιδέα δημιουργίας κεντρικής εθνικής διοίκησης της Επανάστασης, κάτι που ο Γερμανός δεν το αναφέρει στα απομνημονεύματά του «δια να μη φανεί αυτεπαίνετος» κατά τον Καστόρχη.[51] Το 1822 ο Γερμανός μαζί με άλλους εναντιώθηκε στον εξωτερικό δανεισμό επισημαίνοντας το ολέθριο αποτέλεσμα που θα είχε αυτός, αλλά δεν εισακούσθηκε.[52]
Στην οικονομική απελπισία του 1822 με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης ορίστηκε μαζί με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη να μεταβεί τον Οκτώβριο του 1822 στην Ιταλία, προκειμένου να συναντήσει τον Πάπα, ομογενείς, τραπεζίτες και άλλους παράγοντες με σκοπό να ζητήσει οικονομική και άλλη βοήθεια. Του εδόθησαν γράμματα προς τον Πάπα και μετά από αναβολές έφυγε για την Αγκώνα όπου έφτασε μετά από ταξίδι 50 ημερών λόγω θαλασσοταραχής.
Η συνάντηση με τον Πάπα δεν έγινε γιατί το Βατικανό επικαλέστηκε την προχωρημένη ηλικία του, λόγω της οποίας δεν ησχολείτο πλέον με διεθνείς υποθέσεις. Πάπας ήταν τότε ο Πίος VII, ο οποίος και απεβίωσε τον Αύγουστο του 1823 σε ηλικία 81 ετών. Πιστεύεται ότι ο Πάπας ήταν θετικός προς την υπόθεση της Ελλάδος, αλλά η ματαίωση της συνάντησης οφείλεται σε παρέμβαση της Αυστρίας η οποία τότε είχε υπό την προστασία της το Βατικανό και διέκειτο εχθρικά προς την Επανάσταση.[53]
Περιφερόμενος ο Γερμανός επί μια διετία στην Ιταλία και μετά από αποτυχία κάποιων συνεννοήσεων με ηγεμόνες στη Βερόνα, αλλά και με τον Φιλικό μητροπολίτη Ιγνάτιο που ήταν εξόριστος στη Πίζα, προσπάθησε να έλθει σε επαφή με τον Λόρδο Στάνχοουπ και τον τραπεζίτη Μπλανκίαρ ("Βλακέρο" κατά τους λογίους) για σύναψη εθνικού δανείου, κάτι το οποίο δεν κατάφερε. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του όμως, παρά την αποτυχία της κυρίας αποστολής του, κατάφερε τουλάχιστον να ενημερώσει και να προτρέψει τους φιλέλληνες της Ευρώπης να βοηθήσουν την επανάσταση.
Η δράση του στην Ιταλία, καθώς δεν αναφέρεται στα απομνημονεύματά του ή από άλλους ιστορικούς της εποχής, τεκμαίρεται από την πολυάριθμη αλληλογραφία του με την Κεντρική Διοίκηση της Ελλάδας, με σημαίνοντες πολιτικούς, στρατιωτικούς και ιερωμένους της Ελλάδας, με ομογενείς και προύχοντες στην Ιταλία, Βλαχία, Ρωσία και αλλού, με τον Καποδίστρια που βρισκόταν τότε στην Ελβετία, τον μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο και άλλους. Επιλογή αυτών των επιστολών και συμπεράσματα για τη δράση του Γερμανού στην Ιταλία δημοσίευσε κυρίως ο Δημήτριος Καμπούρογλου.[54]
Ο Γερμανός επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούνιο ή Ιούλιο του 1824, οπότε και εγκαταστάθηκε στη Γαστούνη, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει στην έδρα του. Την περίοδο όμως εκείνη είχε ξεσπάσει η πρώτη ένοπλη εμφύλια διαμάχη. Ο Γερμανός αρχικά προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντίπαλες παρατάξεις πλην όμως έκανε το μοιραίο λάθος να υπερασπιστεί εντονότερα (ίσως για λόγους καταγωγής), τους Αχαιούς προκρίτους με συνέπεια όχι μόνο να μην επιτύχει τη συμφιλίωση αλλά αντίθετα να υποπέσει στη δυσμένεια πολλών οπλαρχηγών και ιδιαίτερα του Γιάννη Γκούρα που ανέλαβε να καθυποτάξει όλους τους ενάντιους στην υπό τους Κουντουριώτες διοίκηση.
Έτσι, ενώ ο Γερμανός είχε αποσυρθεί στη Μονή της Χρυσοποδαρίτισσας (Νεζερών), ο Γκούρας τον χειμώνα του 1825 προχώρησε στη σύλληψή του και τη μεταφορά του στη Γαστούνη. Σε τμήματα της διαδρομής ο Γερμανός υποχρεώθηκε να προχωρήσει πεζός λόγω του χιονιού. Εκεί λέγεται ότι υπέστη και κάποια τυραννική συμπεριφορά από τον γιατρό Νικόλαο Σοφιανόπουλο, που καταγόταν από το Σοπωτό, που είχε αναλάβει τη φύλαξή του. Όταν όμως ο τελευταίος προσβλήθηκε από δυσεντερία και πέθανε, ο Γκούρας που πίστευε σε δεισιδαιμονίες, φοβήθηκε και απέλυσε τον Γερμανό ο ο ποίος εξαντλημένος έφθασε στο Ναύπλιο όπου και εγκαταστάθηκε μέχρι να ανακτήσει την υγεία του.
Τον Απρίλιο του 1826 εκλέχθηκε μέλος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο όπου και ανέλαβε τη διεύθυνση των εργασιών της, εκλεγείς και μέλος της επί των Εσωτερικών επιτροπής. Λίγο αργότερα όμως προσβλήθηκε από εξανθηματικό τύφο, που είχε καταστεί τότε ενδημικός στο Ναύπλιο, όπου και πέθανε στις 30 Μαΐου του 1826. Η κηδεία του έγινε στο Ναύπλιο με κάθε μεγαλοπρέπεια και αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Δημητσάνα. Την τελετή της κήδευσης του Γερμανού περιγράφει ο φιλέλληνας F.R. Schack. Έγινε στο Ναό του Αγ. Γεωργίου, και ένας αρχιμανδρίτης εκφώνησε επικήδειο λόγο με το ιστορικό της ζωής του αποθανόντος. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ο Γερμανός ήταν ο πρώτος που σήκωσε τη σημαία του σταυρού στα Καλάβρυτα.[55]
Προς τιμή του ανεγέρθηκε στη Πάτρα σπουδαίος ανδριάντας επί μαρμάρινου βάθρου στη θέση Ψηλά Αλώνια ως σύμβολο της "ευελπίδι παλιγγενεσίας".
Ο Γερμανός έγραψε απομνημονεύματα τα οποία, πέρα από ένα σύντομο ιστορικό περί της τουρκοκρατίας, αναφέρουν γεγονότα πριν από την έναρξη της Επανάστασης και μέχρι την Εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823. Στο τέλος του κειμένου αναγγέλλει τη συνέχεια των απομνημονευμάτων αλλά δεν είναι γνωστή η ύπαρξη άλλου σχετικού κειμένου. Τα απομνημονεύματα εκδόθηκαν πρώτα από τον Καλλίνικο Καστόρχη το 1837 σε δύο σχεδόν πανομοιότυπες εκδόσεις. Εκεί το κυρίως κείμενο των απομνημονευμάτων καταλαμβάνει 169 σελίδες, ενώ υπάρχουν και προλεγόμενα του Ι. Φιλήμονος και ευρετήριο ονομάτων από τον ίδιο.[56].
Το κείμενο δεν φέρει χρονολόγηση αλλά ο Καστόρχης πιστεύει ότι ο Γερμανός άρχισε να συγγράφει τα απομνημονεύματα πριν αναχωρήσει για την αποστολή του στην Ευρώπη κατά το τρίτο έτος της Επανάστασης. Οι κληρονόμοι του Γερμανού προσέφεραν το χειρόγραφο ως δώρο στον Καστόρχη ο οποίος μετέπειτα το δώρισε στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος.
Το 1900 έγινε νεότερη έκδοση από τον Γ. Παπούλα που περιλαμβάνει προλεγόμενα περί της Δημητσάνας και βιογραφικές πληροφορίες για τον Γερμανό καθώς και άλλα ιστορικά στοιχεία.
Η έκδοση αυτή έγινε κατ' αντιπαραβολή με τα χειρόγραφα υπό την επιμέλεια του Δημητρίου Καμπούρογλου. Η έκδοση περιλαμβάνει και άλλα έγγραφα του Γερμανού όπως οδηγίες προς ιερείς και ιεροκήρυκες, επιστολές κ.ά.[57]
Άλλη, λαϊκή έκδοση έγινε από τον εκδοτικό οίκο Τσουκαλά το 1956 στη σειρά των Απομνημονευμάτων Αγωνιστών του 1821, υπ' αριθ. 3.[58]
Στα απομνημονεύματα βρίσκονται επικριτικά σχόλια για τον επίσκοπο Χριστιανουπόλεως, για τη δράση των Μανιατών, για τον Παπαφλέσσα και για τα μέλη του Εκτελεστικού. Αντικειμενική θεωρείται η κρίση του για τους Τούρκους και σε γενικές γραμμές τα απομνημονεύματα κρίνονται αμερόληπτα (Κωνσταντοπούλου, σ. 122). Από τους ιστοριοδίφες διαπιστώνεται ότι ο Γερμανός είναι "σύντομος, περιεκτικός" και "φειδωλός"[59], αναφέρεται πολύ λίγο στην προσωπική του δράση και από το έργο του λείπουν οι λέξεις ή εκφράσεις που θα πρόδιδαν ότι είναι γραμμένο από ιερωμένο,[60] και ότι τα απομνημονεύματα "έχουν μία ξηρότητα" και παραλείπουν πολλά γεγονότα.[39] Μεταξύ των γεγονότων που δεν αναφέρει είναι ό,τι συνέβη κατά την αποστολή του στη Ρώμη όπου προσπάθησε να συναντήσει τον Πάπα προκειμένου να ζητήσει βοήθεια για την Επανάσταση (Κωνσταντοπούλου, σ. 122), παρ' ό,τι αναφέρει ότι του είχε ανατεθεί η σχετική αποστολή[61] Επίσης δεν αναφέρει την παρουσία του στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (έκδ. Παπούλα, σελ. 97-101.) και στη Γερουσία που συστάθηκε από την Εθνοσυνέλευση των Καλτεζών, ούτε αναφέρει την ύψωση της επαναστατικής σημαίας από τον ίδιο στην Πάτρα το βράδυ της 25 Μαρτίου 1821. Ο Σ. Καργάκος θεωρεί ότι ο Γερμανός έτσι αδικεί τον εαυτό του και τη συμβολή του στον Αγώνα, ίσως για να μη θεωρηθεί δοξομανής ή ίσως γιατί κάποια συμβάντα δεν τα θεώρησε σημαντικά.[62]. Ο Γ. Παπούλας επισημαίνει την κακή μεταχείριση που είχαν υποστεί τα χειρόγραφα του Γερμανού πριν εκδοθούν.[63]
Τη γνησιότητα των απομνημονευμάτων αμφισβήτησε ο ιστοριοδίφης της Αχαΐας Γ. Παπανδρέου, ενώ ο Καμπούρογλου αναφέρει επίσης ότι προσπάθησε να βρει πληροφορίες σχετικά με τη γνησιότητά τους, καθώς κυκλοφορούσαν υπόνοιες ότι μπορεί να είχαν γίνει προσθαφαιρέσεις στο κείμενο.[64]