Ως παλλακεία ορίζονται διάφορες μορφές διαπροσωπικών διαρκών σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων, που όμως δε συνιστούν γάμο. Η έλλειψη γαμικής διάθεσης οφείλεται, συνήθως, σε διαφορά κοινωνικής θέσης ή οικονομικής κατάστασης. Στο πλαίσιο του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ως παλλακεία ορίζεται η σταθερή συμβίωση και συγκατοίκηση ενός άνδρα και μιας γυναίκας, από την οποία, όμως, συμβίωση λείπει η γαμική διάθεση (affectio maritalis).[1]
Η παλλακεία ίσχυσε ως κοινωνικά αποδεκτή ή ανεκτή κατάσταση—ενίοτε δε και ως νομικά αναγνωρισμένος και ρυθμιζόμενος θεσμός—σε διάφορες ιστορικές περιόδους και πολιτισμούς (αρχαία Ελλάδα, Ρώμη, Βυζάντιο, αρχαία Κίνα, Ισλάμ, Ιουδαϊσμός, Η.Π.Α. [για όσο διάστημα απαγορεύονταν οι διαφυλετικοί γάμοι]). Αποτελούσε δε συχνά τη μόνη εναλλακτική επιλογή σύναψης νομικά αναγνωρισμένης σχέσης, όταν ο νόμος ρητά απαγόρευε την τέλεση γάμου σε ορισμένες περιπτώσεις.
Οι όροι παλλακή/παλλακίς και παλλακεία/παλλακία απαντούν ήδη στα ομηρικά κείμενα. Γενικά, στην αρχαία ελληνική γραμματεία η παλλακή διακρινόταν σημασιολογικά από την πόρνη και την ἑταίρα, ενώ ο όρος παλλακεία αναφερόταν στη συμβίωση ενός άντρα και μίας γυναίκας, που, όμως, δε συνδέονταν μεταξύ τους με γαμική σχέση. Υπό μια ειδικότερη έννοια, ο όρος παλλακή δήλωνε και την ιέρεια που "παλλακευόταν" για τελετουργικούς λόγους.[2] Στο πλαίσιο της κλασικής γραμματείας, ο όρος παλλακή/παλλακίς απαντά μόλις 43 φορές τον 5ο αιώνα και 20 τον 4ο, σαφώς δηλαδή πιο σπάνια σε σχέση με τους όρους πόρνη και ἑταίρα.[3] Παρόλο που έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις (σημιτικό ή ιρανικό δάνειο, συσχετισμός με τη λέξη πῶλος), η ετυμολογική προέλευση της λέξης παλλακή παραμένει άγνωστη.[4]
"Τὸ γὰρ συνοικεῖν τοῦτ᾽ ἔστιν, ὃς ἂν παιδοποιῆται καὶ εἰσάγῃ εἴς τε τοὺς φράτερας καὶ δημότας τοὺς υἱεῖς, καὶ τὰς θυγατέρας ἐκδιδῷ ὡς αὑτοῦ οὔσας τοῖς ἀνδράσιν. τὰς μὲν γὰρ ἑταίρας ἡδονῆς ἕνεκ᾽ ἔχομεν, τὰς δὲ παλλακὰς τῆς καθ᾽ ἡμέραν θεραπείας τοῦ σώματος, τὰς δὲ γυναῖκας τοῦ παιδοποιεῖσθαι γνησίως καὶ τῶν ἔνδον φύλακα πιστὴν ἔχειν." |
Δημοσθένης, Κατὰ Νεαίρας, 122. |
Παρά τους ισχυρισμούς του Αθήναιου ότι η παλλακεία ήταν ξένη στα ελληνικά ήθη,[5] από τις πρωτογενείς πηγές τις περιόδου εκείνης προκύπτει ότι ο εν λόγω θεσμός γινόταν γενικά ανεκτός στην αρχαία Ελλάδα.[6] Πάντως, οι διαθέσιμες πηγές είναι περιορισμένες και προερχόμενες, κυρίως, από αναφορές σε ρητορικούς λόγους, στα ιστορικά έργα του Ηρόδοτου και του Ξενοφώντα και σε κωμωδίες της Αθήνας.[7] Το ακριβές νομικό καθεστώς του θεσμού δεν είναι γνωστό, αλλά, σύμφωνα με τις διαθέσιμες αρχαίες πηγές, στην κλασική Αθήνα η παλλακή, που μπορούσε να είναι είτε ελεύθερη είτε δούλη, κατείχε θέση υποδεέστερη της συζύγου, αλλά ανώτερη της εταίρας. Κάποιες ομοιότητες με το θεσμό του γάμου προκύπτουν από το γεγονός ότι ο παλλακευόμενος μπορούσε να σκοτώσει τον εραστή της παλλακής του, δικαίωμα που είχε και ο νόμιμος σύζυγος στην περίπτωση της μοιχείας.[8] Σύμφωνα με κάποιες ερμηνείες του θεσμού των εταίρων, οι τελευταίες καθίσταντο παλλακές, όταν διατηρούσαν επί μακρόν σταθερή σχέση με ένα μόνο άντρα.[9]
Ορισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η παλλακή αποτελούσε μέλος του οἴκου, ενώ ο παλλακευόμενος μπορούσε να διατηρεί την παλλακευτική σχέση του παράλληλα με κανονικό γάμο.[10] Σε ό,τι αφορά όμως την καθεαυτήν δυνατότητα συγκατοίκησης συζύγου και παλλακής, ενώ κάποιοι μελετητές φαίνεται να αφήνουν ανοιχτό υπό προϋποθέσεις το ενδεχόμενο αυτό,[3] άλλοι υποστηρίζουν ότι για τα αρχαία ήθη (ήδη από την εποχή του Ομήρου[11]) η συγκατοίκηση συζύγου και παλλακής συνιστούσε σκάνδαλο, δηλαδή μη ανεκτή κοινωνικά κατάσταση, ενώ στην αρχαία Αθήνα τα παιδιά που γεννιούνταν από παλλακές δε θεωρούνταν Αθηναίοι πολίτες.[12] Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια επικριτική αναφορά του Πλάτωνα στις παλλακές στο έργο του Νόμοι:[13]
« | [...] μηδένα τολμᾶν μηδενὸς ἅπτεσθαι τῶν γενναίων ἅμα καὶ ἐλευθέρων πλὴν γαμετῆς ἑαυτοῦ γυναικός, ἄθυτα δὲ παλλακῶν σπέρματα καὶ νόθα μὴ σπείρειν [...] | » |
Στην αρχαία Ρώμη, η παλλακεία απαντά ήδη από την προκλασική περίοδο (αν και δε ρυθμιζόταν νομικά), ήταν κοινωνικά αποδεκτή και οι παλλακευτικές σχέσεις δεν είχαν καταρχήν χαρακτήρα ηθικά επιλήψιμο.[15] Από την άλλη, όμως, δε διέθετε και το ίδιο κύρος με το γάμο, κάτι που οφειλόταν στην κατώτερη κοινωνικά θέση του ενός εκ των δύο μερών (που συχνά ήταν ο άντρας[16]) της σχέσης. Οι επιγραφικές μαρτυρίες του θεσμού είναι πλούσιες, γεγονός που μαρτυρά τη διάδοσή του στη ρωμαϊκή κοινωνία.[17] Χαρακτηριστικό της έκτασης του θεσμού είναι ότι τρεις Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν σχέσεις με παλλακές ύστερα από το θάνατο των νομίμων συζύγων τους (βάσει της ρωμαϊκής και, μετέπειτα, της βυζαντινής νομοθεσίας η παλλακευτική σχέση δεν μπορούσε να συνυπάρχει με γάμο).[18]
Η παλλακεία στην αρχαία Ρώμη αποκτά μάλλον για πρώτη φορά δικαιικό ενδιαφέρον με το νόμο του Αυγούστου Lex Iulia de adulteriis coercendis (18–17 π.Χ.), κύριο αντικείμενο, όμως, του οποίου δεν είναι ο εν λόγω θεσμός, αλλά η ποινικοποίηση της μοιχείας και των λοιπών μη αποδεκτών εκτός γάμου γενετήσιων σχέσεων.[19] Ο νόμος εξαιρεί από τις τιμωρητικές του ρυθμίσεις μόνο τις παλλακευτικές σχέσεις, οι οποίες δε στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος των ανήθικων γενετήσιων επαφών (stuprum).[20] Πάντως, το ακριβές κοινωνικό και θεσμικό καθεστώς της παλλακείας κατά τη ρωμαϊκή περίοδο έχει προκαλέσει αρκετές διαφωνίες μεταξύ των μελετητών.
Βάσει των διαθέσιμων πηγών και των πορισμάτων των σύγχρονων μελετητών, κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και, ιδίως, την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η νομοθεσία μάλλον διακρινόταν από αυστηρότητα απέναντι στο θεσμό της παλλακείας, κάτω από την επιρροή της Εκκλησίας. Έτσι, δεν αναγνώριζε κληρονομικά δικαιώματα στην περιουσία του επιφανούς παλλακευόμενου υπέρ των εκτός γάμου τέκνων της και, πιθανότατα, ούτε υπέρ της παλλακής.[21] Όι αυτοκράτορες, όμως, που διαδέχθηκαν στο θρόνο τον Κωνσταντίνο άνοιξαν σταδιακά ρήγματα στην απαγόρευση αυτή, αναγνωρίζοντας στοιχειώδη πλην περιορισμένα κληρονομικά δικαιώματα.
Την εποχή του Ιουστινιανού παρατηρείται μια αρκετά ολοκληρωμένη νομική κατάστρωση και ρύθμιση ποικίλων πτυχών της παλλακείας (π.χ. μετατροπή σε γάμο, νομιμοποίηση φυσικών τέκνων,[22] κληρονομικά δικαιώματα παλλακής και φυσικών τέκνων), η οποία φαινομενικά δε συνάδει με την προηγηθείσα εχθρική στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στο θεσμό. Πάντως, εκτιμάται ότι ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν στις εν λόγῳ ρυθμίσεις των νομοθετών επί Ιουστινιανού είναι η διευκόλυνση της μετατροπής των παλλακευτικών σχέσεων σε γάμο, κάτι που εξυπηρετούσε και τις επιδιώξεις της Εκκλησίας, τουλάχιστον όσο η τελευταία δεν μπορούσε να επιβάλει στο κράτος την κατάργηση του θεσμού. Βασισμένοι στις ως άνω ευνοϊκές ρυθμίσεις της ιουστινιάνειας νομοθεσίας, ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές υποστηρίζουν ότι τον 6ο αιώνα η παλλακεία κατέστη «γάμος δεύτερης τάξης» ή ότι και σχεδόν εξισώθηκε με το γάμο (inaequale coniugium).[23]
Σύγχυση επικρατεί ως προς τη μετά τον Ιουστινιανό τύχη της παλλακείας. Στη θεωρία κρατεί η άποψη ότι με την Εκλογή η παλλακεία απορροφήθηκε νομικά από το θεσμό του άγραφου γάμου, αν και μια ισχυρή μειοψηφία υποστηρίζει ότι, παρά την επιθυμία των Ισαύρων να ενισχύσουν περαιτέρῳ το θεσμό του γάμου, η παλλακεία δεν καταργήθηκε.[24] Σε κάθε περίπτωση, ζητήματα απτόμενα της παλλακείας ρυθμίζονται από τα Βασιλικά, γεγονός που πιθανώς να σημαίνει ότι αποτέλεσε για ένα μικρό διάστημα νομικά αναγνωρισμένο θεσμό κατά την αρχή της εποχής των Μακεδόνων και, ειδικότερα, μέχρι τα τέλη του 9ου αιώνα, εώς ότου ο Λέων ΣΤ´ ο Σοφός με δύο διαδοχικές νομοθετικές παρεμβάσεις του, η μία λίγο μετά το 890 και η άλλη το 906–907, την κατάργησε οριστικά.[25]
Η νομοθετική, όμως, απαγόρευση δεν ήταν δυνατό να προκαλέσει και την αυτόματη κοινωνική εξαφάνιση της παλλακείας. Παλλακευτικές σχέσεις συνέχισαν να υφίστανται εντός της αυτοκρατορίας και, γι’ αυτό, αναγκάστηκαν οι μεν νομοσυλλέκτες (π.χ. ο Αρμενόπουλος) να περιλάβουν διατάξεις που ρυθμίζουν πτυχές της (κυρίως κληρονομικά δικαιώματα) και οι δε εφαρμοστές του δικαίου να εφαρμόσουν τις εν λόγῳ διατάξεις και να αγνοήσουν εν μέρει τη νομοθεσία του Λέοντα ή, εν πάσῃ περιπτώσει, να μην εξαντλήσουν την αυστηρότητα της τελευταίας. Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δημήτριου Χωματιανού, Αρχιεπισκόπου πρώτης Ιουστινιανής και πάσης Βουλγαρίας, ο οποίος ενέκυψε αρκετές φορές σε υποθέσεις αφορώσες σε παλλακευτικές σχέσεις, το 13ο αιώνα ο παράνομος πλέον θεσμός επιβιώνει στην Ήπειρο και τη Μακεδονία.[26] Αυτό, κατά την Αγγελική Λαΐου, οφείλεται στην αστάθεια και τις ευμετάβλητες συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή, σε οικονομικούς και κληρονομικούς λόγους, αλλά και σε εμπόδια που έθετε η Εκκλησία στην πραγματοποίηση τρίτων ή ακόμη και δεύτερων γάμων, με αποτέλεσμα να εξαναγκάζονται οι πολίτες να συνάπτουν «παλλακευτικές» σχέσεις. Φαίνεται δε ότι, αν και η παλλακεία αφορούσε, κυρίως, στα μεσαία και κατώτερα στρώματα, το φαινόμενο δεν ήταν άγνωστο ούτε στην αριστοκρατία.[27] Σε μία, μάλιστα, περίπτωση, ο Χωματιανός αντιμετωπίζει την παλλακευτική σχέση ενός παντρεμένου ως δεσμό από τον οποίο προκύπτουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, κάτι που κανονικά δεν επιτρεπόταν από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο.[28]