Συντεταγμένες: 37°13′N 15°02′E / 37.217°N 15.033°E
Συρακούσες και η Βραχώδης Νεκρόπολη της Παντάλικα | |
---|---|
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ. | |
Χώρα μέλος | Ιταλία |
Τύπος | Αρχιτεκτονικό |
Κριτήρια | C (ii) (iii) (iv) (vi) |
Ταυτότητα | 1200 |
Περιοχή | Επαρχία Συρακουσών, Περιφέρεια Σικελίας |
Συντεταγμένες | N37 13 E15 2 |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή | 2005 ( συνεδρίαση) |
Σε κίνδυνο | Όχι |
Η Παντάλικα είναι μια αρχαιολογική θέση στη Σικελία της Ιταλίας. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες ξεκινούν από το τέλος της Εποχής του ορείχαλκου (13ος π.Χ. αιώνας) και φτάνουν με διαλείμματα μέχρι και τον Μεσαίωνα. Ο χώρος αποτελείται από ένα μικρό οροπέδιο στην κορυφή του οποίου υπάρχουν οικιστικά ίχνη ενώ στις βραχώδεις πλαγιές του έχουν σκαφτεί 5.000 χιλιάδες σπηλιές/τάφοι περίπου. Το όνομα της περιοχής προέρχεται πιθανότατα από την αραβική λέξη Buntarigah, που σημαίνει σπηλιές. Ο χώρος, μαζί με την γειτονική πόλη των Συρακουσών, συμπεριλήφθηκε το 2005 στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει από αρχαιολογικής και σπηλαιολογικής πλευράς.
Ο χώρος, που βρίσκεται επάνω σε ένα ασβεστολιθικό οροπέδιο με υψόμετρο 424μ.[1], ορίζεται από βαθιά φαράγγια που έχουν δημιουργήσει ο ποταμός Άναπος[Σημ 1] στη νότια πλευρά και ο παραπόταμός του, ο Καλτσινάρα, στη βόρεια πλευρά. Ο Άναπος, ξεκινά από τα Υβλαία Όρη, από υψόμετρο 986μ. και περνώντας μέσα από στενά περάσματα όπως αυτά της Παντάλικα, φτάνει στην πεδιάδα των Συρακουσών και αφού πρώτα τροφοδοτήσει το υδραγωγείο της πόλης, χύνεται στο Ιόνιο Πέλαγος. Το οροπέδιο έχει εύκολη πρόσβαση μόνο από την νοτιοδυτική πλευρά του, από το διάσελο του Φιλιπόρτο.
Τώρα πια η Παντάλικα, πέρα από το ότι προστατεύεται από την Ουνέσκο ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, έχει ενταχθεί στο Εθνικό Πάρκο "Παντάλικα, κοιλάδα του Άναπου και του χειμάρρου Κάβα Γκράντε", που δημιουργήθηκε το 1997, πάρκο το οποίο εκτός από τη δεδομένη αρχαιολογική του σημασία, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον όσον αφορά στη γεωλογία, στη σπηλαιολογία, στη βοτανική (ανατολικοί πλάτανοι, πάπυροι, πικροδάφνες, ιτιές, λεύκες του είδους Λεύκη η μέλαινα, βελανιδιές, λαγομηλιές κ.ά.) και στη ζωολογία (πέστροφες, χέλια, ποταμίσια καβούρια, πετροπέρδικες, σπιζαετοί, πετρίτες, τσαλαπετεινοί, κόκκινες αλεπούδες, δενδροκούναβα κ.ά.).
Από αρχαιολογικές έρευνες που έχουν γίνει σε ολόκληρο το νησί της Σικελίας, είναι γνωστό ότι γύρω στα μισά του 13ου αιώνα π.Χ. οι πληθυσμοί που ζούσαν στα παράλια, αποσύρθηκαν σε πιο εσωτερικές τοποθεσίες για να γλυτώσουν από συνεχείς επιθέσεις εισβολέων. Η περιοχή της Παντάλικα, προστατευμένη τριγύρω από φαράγγια, κανονικό φυσικό οχυρό, θα πρέπει να απετέλεσε ιδανικό καταφύγιο γι' αυτούς τους πληθυσμούς. Η Παντάλικα έχει ταυτιστεί με την αρχαία Ύβλα[2], της οποίας ο τελευταίος βασιλιάς ο Ύβλων, επέτρεψε στους αποίκους Μεγαρείς κατά τον Δεύτερο ελληνικό αποικισμό να ιδρύσουν την πόλη Μέγαρα Υβλαία το 729 π.Χ. Από τον προϊστορικό οικισμό, που πιθανώς καταστράφηκε από τους κατοίκους των Συρακουσών όταν ίδρυσαν την πόλη Άκραι το 664 π.Χ., απομένουν ελάχιστα ίχνη και μαζί η εντυπωσιακή σε μέγεθος βραχώδης νεκρόπολη, η οποία χρονολογείται από τον 13ο έως το 7ο αιώνα π.Χ. Η περιοχή ξανακατοικείται κατά την βυζαντινή περίοδο όταν δημιουργούνται μικροί βραχώδεις οικισμοί και πολλές από τις σπηλιές χρησιμοποιούνται σαν κατοικίες και εκκλησάκια. Κάτι που συνεχίστηκε και κατά την αραβική κατάκτηση της Σικελίας (827 - 902) και κατά την περίοδο των Νορμανδών (1060 - 1090)[3]. Έκτοτε ο χώρος εγκαταλείφθηκε εντελώς μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο αρχαιολόγος Πάολο Όρσι ξεκίνησε έρευνες και μελέτες στην περιοχή.
Οι αρχαιολογικές έρευνες που έγιναν στην περιοχή, αρχικά από τον Π. Όρσι[4] και κατόπιν από τον Λουίτζι Μπερναμπό Μπρέα, κυρίως όσον αφορά στο Ανάκτορο, μεταξύ 1957 και 1971[2], μας έδωσαν μια σαφή εικόνα για τη χρονολόγηση και δομή της Παντάλικα. Οι ασχολίες των κατοίκων ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία και στα πιο πρόσφατα χρόνια δημιουργήθηκαν εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα. Τα κτερίσματα των τάφων και το υπόλοιπο αρχαιολογικό υλικό επέτρεψαν το διαχωρισμό της επονομαζόμενης "Κουλτούρα της Παντάλικα" σε 3 περιόδους:
Τα κτερίσματα των τάφων και τα λοιπά ευρήματα βρίσκονται στο "Αρχαιολογικό μουσείο των Συρακουσών Π. Όρσι"[7].
Στην κορυφή (έκτασης 1200x600μ.) του μικρού οροπεδίου της Παντάλικα, πρώτος ο Όρσι εντόπισε τα ίχνη ενός οικοδομήματος που ονόμασε Ανάκτορον, κατά τα μυκηναϊκά πρότυπα. Πρόκειται για τη βάση ενός μεγαρόσχημου κτηρίου 37,5x11,5μ. φτιαγμένο από μεγάλες πέτρες, κτίριο που αποτελείται από διάφορα ορθογώνια δωμάτια και είναι το μοναδικό μη ταφικό αρχιτεκτονικό εύρημα της Παντάλικα. Στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Σικελίας οι ανασκαφές έχουν δώσει κατά κύριο λόγο ταφικά μνημεία γι' αυτό και εικάζεται ότι οι κατοικίες κατασκευάζονταν από υλικά που εύκολα καταστρέφονται χωρίς ν' αφήσουν ίχνη, ήταν δηλαδή απλές καλύβες από ξύλα καλάμια και άχυρα. Η παρουσία λοιπόν ενός κτιρίου που η τοιχοποιία του δεν θύμιζε τις τοπικές συνήθειες, οδήγησε τον Όρσι στην υπόθεση ότι φτιάχτηκε από μυκηναίους εργάτες κατά παραγγελία του τοπικού άνακτα[4], σε μια εποχή που ήδη έχουν πιστοποιηθεί οι επαφές των μυκηναίων με τη Σικελία [8]. Στο εσωτερικό του Ανακτόρου εντοπίστηκαν αρκετά ορειχάλκινα όπλα και τα ίχνη από ένα χυτήριο, κάτι που οδήγησε στην υπόθεση ύπαρξης μονοπωλιακού προνομίου από τον άνακτα που το κατοικούσε[2]. Το Ανάκτορον πιστεύεται ότι ανήκει στην παλαιότερη περίοδο κατοίκησης, δηλαδή την Παντάλικα Ι.
Το κτήριο ξαναχρησιμοποιήθηκε, με κάποιες μετατροπές (ασβεστώθηκε και κατασκευάστηκε δάπεδο από τσιμέντο), κατά τη βυζαντινή περίοδο. Το 1903 βρέθηκε θαμμένο στο έδαφος από τα τέλη του 7ου αιώνα ένα ορειχάλκινο αγγείο από χιλιάδες χρυσά νομίσματα και κοσμήματα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του θησαυρού όμως χάθηκε, καθώς δεν ήταν προϊόν επίσημης ανασκαφής.
Οι τάφοι είναι θαλαμοειδείς δηλαδή υπόγειοι χώροι σκαμμένοι στις πλαγιές του οροπεδίου, μερικές φορές με ένα μικρό όρυγμα να προηγείται του θαλάμου ταφής[Σημ 2]. Το ορθογώνιο άνοιγμα 1,5μ. της εισόδου φρασσόταν με μια μεγάλη πέτρα ή με ξερολιθιά. Ο κύριος θάλαμος ταφής συχνά συνδεόταν και με άλλους σκαμμένους στα πλαϊνά τοιχώματα.
Στην ουσία πάντως δεν πρόκειται για μια ενιαία νεκρόπολη αλλά για ξεχωριστές ενότητες μοιρασμένες ως εξής:
Αρκετοί τάφοι βρίσκονται και στις απέναντι όχθες των δυο ποταμών. Υπάρχουν και ελάχιστοι τάφοι της επόμενης περιόδου, της επονομαζόμενης «κουλτούρα του Φινοκκίτο» (750-700 π.Χ.)[6].
Μετά από πολλούς αιώνες εγκατάλειψης η Παντάλικα ξαναζωντάνεψε από τον 7ο ως τον 9ο αιώνα μ.Χ. όταν οι ντόπιοι προσπάθησαν να γλυτώσουν από τις αραβικές επιδρομές και μετέτρεψαν τις ήδη σκαμμένες σπηλιές σε κατοικίες και χώρους λατρείας. Από αυτήν την εποχή έχουμε τρεις οικισμούς με τρεις εκκλησίες και την εγκατάσταση μιας στρατιωτικής λεγεώνας[11].
Ο πιο μεγάλος οικιστικός πυρήνας βρίσκεται κοντά στην περιοχή του Φιλιπόρτο και αποτελείται από 150 σπιτάκια, με ένα ή και παραπάνω δωμάτια (από την ένωση πολλών σπηλιών). Εδώ βρίσκεται και το εκκλησάκι του Αγίου Μιτσιντιάριο, το οποίο διαθέτει τουλάχιστον 4 χώρους, που έχουν σκαφτεί σε διαφορετικές εποχές, το ιερό, τον χώρο για τους πιστούς και 2 πλαϊνά δωμάτια για τους λειτουργούς του ναού. Στο ιερό ακόμη αχνοφαίνεται μια αγιογραφία με τον Χριστό Παντοκράτορα πλαισιωμένο από 2 αγγέλους. Στα πλάγια υπήρχαν τοιχογραφίες που έχουν χαθεί αλλά σε ένα σημείο ξεχωρίζει ακόμα μια επιγραφή στα ελληνικά: Ο AΓΙΟC ΜΕΡΚ [ΟΥΡΙΟC].
Το δεύτερο χωριουδάκι δημιουργήθηκε στη νεκρόπολη της Καβέτα και αποτελείται από 70 κατοικίες. Χώρος λατρείας τους ήταν το εκκλησάκι του Εσταυρωμένου, που αποτελείται από 2 χώρους. Από τις τοιχογραφίες σώθηκαν αυτές της Σταύρωσης, του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Βαρβάρας.
Ο τρίτος οικισμός βρίσκεται κάτω από το Ανάκτορον και έχει σαν θρησκευτικό του κέντρο το εκκλησάκι του Αγίου Νικολίκιο το οποίο παρουσιάζει περίπλοκη διαρρύθμιση. Από τις τοιχογραφίες σώζονται μόνο τμηματικά αυτές της Αγίας Ελένης και του Αγίου Στεφάνου, που έχουν αποδοθεί χρονολογικά στον 7ο αιώνα μ.Χ.[11]
|title=
(βοήθεια)