Παπάρα ονομάζεται είδος φαγητού της ελληνικής κουζίνας και διατροφική συνήθεια των Ελλήνων. Η παπάρα συνήθως σημαίνει ψωμί που μουλιάζει βουτηγμένο σε υγρά.[1][2] Με το όνομα Ποπάρα αναφέρεται ως πιάτο στη Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία και Βοσνία με ψωμί βουτηγμένο κυρίως σε γάλα, βρασμένο πριν το σερβίρισμα.
Το ξερό ψωμί ή παξιμάδι βουτηγμένο σε γάλα τρώγεται συχνά σαν πρωϊνό, αν και τα τελευταία χρόνια έχει αντικατασταθεί από εμπορικά προϊόντα, όπως δημητριακά πρωϊνού.[3][4][5]
Παπάρα λέγεται επίσης το λαδομπούκι, ψωμί που βουτιέται στο λάδι που μένει στη σαλάτα (ειδικά στη χωριάτικη).[6][7][8][9] Η παπάρα στη σαλάτα θεωρείται ότι δεν είναι ιδιαίτερα ευγενική κίνηση, αλλά αποτελεί ιδιαίτερη γευστική εμπειρία,[10] δεδομένου ότι συνδυάζει και το λάδι αλλά και το ζουμί της ντομάτας. Για βελτίωση της παπάρας, μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει και φέτα, πατώντας την με το πιρούνι, ώστε να ρουφήξει όσο το δυνατόν περισσότερο λάδι. Σε άλλες χώρες, η παπάρα δεν είναι απλώς «όχι ιδιαίτερα ευγενική», αλλά απορρίπτεται παντελώς ως ιδιαίτερη αγένεια.